Η Ρωσία κερδίζει τον πόλεμο στην Ουκρανία επειδή ο Πούτιν μετέτρεψε την πατρίδα του σε μια πολεμική οικονομία, υποστηρίζει ο γνωστός αρθρογράφος Βόλφγκανγκ Μίνχαου, επισημαίνοντας πως η Δύση πρέπει πια να επανεξετάσει την κατάσταση, όπως αυτή διαμορφώνεται, έπειτα από δυόμισι και πλέον χρόνια πολέμου.
«Η μεγάλη εξέλιξη στον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας δεν είναι το τελευταίο πακέτο βοήθειας των ΗΠΑ ή η τολμηρή εισβολή της Ουκρανίας στο Κουρσκ. Η πιο καθοριστική εξέλιξη είναι η τεράστια αύξηση των ρωσικών αμυντικών δαπανών το επόμενο έτος. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν κατάφερε να μετατρέψει τη Ρωσία σε πολεμική οικονομία», σημειώνει σε εκτενή ανάλυσή του στο EUROintelligence.
Σύμφωνα με τον Μίνχαου, επί τούτου σχεδόν όλοι οι ειδικοί της Δύσης στη Ρωσία έκαναν λάθος. Ο αρθρογράφος επικαλείται σχετικά ένα άρθρο του Αντρέι Ιλαριόνοφ, πρώην οικονομικού συμβούλου του Πούτιν, στο οποίο προέβλεπε πως έως σήμερα η Μόσχα θα είχε ξεμείνει από χρήματα. Και σε συνέντευξή του το 2022 είχε πει ότι τα αποθέματα του Πούτιν θα εξαντλούνταν κατά τη διάρκεια των επόμενων δώδεκα μηνών και πως η κατάληξη θα ήταν μια νομισματική κρίση.
Η εκτίμηση του Ιλιαρόνοφ κατέστη κοινός παρονομαστής των περισσότερων δυτικών αναλυτών, έκτοτε, όμως, συνέβη ακριβώς το αντίθετο. «Η οικονομία της Ρωσίας βρυχάται», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μίνχαου. Οσο για τη Δύση, ακούγοντας όσα λέγονται και διαβάζοντας όσα γράφονται στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, ή στη Γερμανία, κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί ότι στην πραγματικότητα είναι η Δύση αυτή που ξεμένει από χρήματα. «Ούτε αυτό είναι αλήθεια. Εξαντλείται, όμως, η διάθεση να τα ξοδέψουμε», θεωρεί ο γερμανός αρθρογράφος.
Πώς το κατάφερε ο Πούτιν
Από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία η Ευρώπη βρίσκεται στα πρόθυρα της ύφεσης επειδή εξαρτιόταν από το ρωσικό φυσικό αέριο και τις βιομηχανικές/εφοδιαστικές αλυσίδες που περνούσαν από τη ρωσική επικράτεια. Αντιθέτως η ρωσική οικονομία κατάφερε να αναπτυχθεί περισσότερο από όλες τις μεγάλες οικονομίες της Ομάδας των Επτά (G7) χάρη στη μετατροπή της σε οικονομία πολέμου.
«Εάν η Δύση σοβαρολογούσε περί της υποστήριξης της Ουκρανίας με στόχο να νικήσει τη Ρωσία, θα έπρεπε να κάνει ακριβώς το ίδιο – να στραφεί προς σε μια πολεμική οικονομία», υποστηρίζει ο Μίνχαου. Για να συμβεί αυτό απαραίτητη προϋπόθεση είναι, φυσικά, η αύξηση των αμυντικών δαπανών, συγκεκριμένα η αύξηση των δαπανών με στόχο την απρόσκοπτη προμήθεια της Ουκρανίας με όπλα. Ωστόσο στην παρούσα φάση καμία από τις μεγάλες δυτικές χώρες δεν είναι έτοιμη να κάνει τέτοιο. Η Γερμανία, για παράδειγμα, κάνει ακριβώς το αντίθετο, περικόπτοντας από τον τριετή προϋπολογισμό για την αρωγή της Ουκρανίας όλες τις εκκρεμείς δαπάνες.
Περί συγκρίσεως αμυντικών δαπανών
Πέρυσι η Ρωσία δαπάνησε για την άμυνα 6,5 τρισεκατομμύρια ρούβλια, περισσότερα από 60 δισεκατομμύρια ευρώ με τη σημερινή συναλλαγματική ισοτιμία. Φέτος οι αμυντικές δαπάνες ανήλθαν στα 10,8 τρισεκατομμύρια ρούβλια ενώ το επόμενο έτος προβλέπεται να ξεπεράσουν τα 13,2 τρισεκατομμύρια, ποσό το οποίο ξεπερνά το 6% του ρωσικού ΑΕΠ, ενώ πολλές δυτικές χώρες αγωνίζονται ακόμα να φτάσουν το ελάχιστο 2% που ορίζει το ΝΑΤΟ.
«Υπάρχουν πολλές συγκεχυμένες απόψεις σχετικά με το τι συμβαίνει σε μια οικονομία κατά τη διάρκεια ενός πολέμου. Οι οικονομίες δεν ξεμένουν από χρήματα – εκτός και εάν χρησιμοποιούν το νόμισμα κάποιας άλλης, όπως το δολάριο ΗΠΑ. Μια πολεμική οικονομία είναι η μεγαλύτερη δημοσιονομική ώθηση κεϋνσιανικού τύπου», υποστηρίζει ο Μίνχαου. «Στην παρούσα φάση η ρωσική οικονομία φορτσάρει και παράγει τεράστια έσοδα για το κράτος. Τα μη ενεργειακά έσοδα (από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο) προβλέπεται να αυξηθούν κατά 73% το επόμενο έτος. Η Ρωσία δεν χρηματοδοτεί τις αυξημένες αμυντικές δαπάνες της μέσω της έκδοσης χρέους – αλλά μέσω μιας ακμάζουσας οικονομίας», αναφέρει προς επίρρωση της άποψής του.
Γράφει μάλιστα πως «το να υπογραμμίζεται ότι η Δύση πρέπει να νικήσει τον Πούτιν είναι παχιά λόγια […] Εάν σοβαρολογούσαμε θα διπλασιάζαμε και εμείς τις αμυντικές μας δαπάνες, όπως έχει κάνει η Ρωσία από την αρχή του πολέμου […] Η Γερμανία, όχι η Ρωσία, παλεύει με τους αμυντικούς της προϋπολογισμούς. Και αν κάποιος κινδυνεύει να αναγνωρίσει ότι ο συνεχιζόμενος πόλεμος είναι μάταιος, είναι λιγότερο πιθανό να είναι ο Πούτιν παρά οι κουρασμένοι δυτικοί υποστηρικτές της Ουκρανίας», προσθέτει, αναφερόμενος ειδικά στην πατρίδα του.
Η δυτική στρατηγική και ο ρόλος των ΗΠΑ
Χαρακτηρίζοντας πολλές από τις δυτικές απόψεις για τον πόλεμο ως «ευσεβείς πόθους» (η Μόσχα δεν ξεμένει από χρήματα ενώ ο αντίκτυπος των κυρώσεων κάθε άλλο παρά συντριπτικός αποδείχθηκε), ο Μίνχαου γράφει πως η δυτική συμμαχία σοβαρολογεί μόνον όσον αφορά τις κόκκινες γραμμές της, δηλαδή την εξής μία: δεν επιθυμεί να εμπλακεί άμεσα σε πόλεμο με τη Ρωσία.
«Συμφωνώ με αυτή τη θέση. Δεν αποτελεί όμως στρατηγική. Δεν βλέπω κανένα σενάριο στο οποίο η Ουκρανία θα μπορούσε να ανακτήσει τα εδάφη που κατέχονται από τον Φεβρουάριο του 2022, δεδομένων των κόκκινων γραμμών. Βλέπω, ωστόσο, ένα σενάριο στο οποίο ο Πούτιν θα μπορούσε να επιτύχει τον κύριο πολεμικό του στόχο – την προσάρτηση τεσσάρων ουκρανικών περιφερειών – του Ντονέτσκ, του Λουχάνσκ, της Ζαπορίζια και της Χερσώνας», γράφει ο συνιδρυτής και διευθυντής του EUROintelligence. «Αυτό δεν είναι μια πρόβλεψη, αλλά μια προειδοποίηση ότι η Δύση πρέπει επειγόντως να διαμορφώσει μια πιο ρεαλιστική πολεμική στρατηγική, αντί να χρηματοδoτεί έναν πόλεμο αορίστου χρόνου τον οποίο η Ουκρανία δεν έχει καμία πιθανότητα να κερδίσει», συμπληρώνει.
Η αμερικανική αρωγή εξακολουθεί να είναι σημαντική αλλά λιγότερο σε σχέση με το παρελθόν, δεδομένου ότι προτεραιότητα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής τον τελευταίο χρόνο αποτελεί η Μέση Ανατολή. Επίκειται, φυσικά, και η εκλογική αναμέτρηση της 5ης Νοεμβρίου ενώ εάν επικρατήσει, τελικά, ο Ντόναλντ Τραμπ, τότε η κατάσταση θα καταστεί σίγουρα ακόμη πιο αβέβαιη και απρόβλεπτη.
Ωστόσο ό,τι και να γίνει, οι Ευρωπαίοι «δεν πρόκειται να καλύψουν τα όποια κενά αφήσουν οι ΗΠΑ», προβλέπει ο Μίνχαου, αναφέροντας ενδεικτικά πως ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Μισέλ Μπαρνιέ ανακοίνωσε πρόσφατα έναν προϋπολογισμό λιτότητας για το επόμενο έτος με στόχο την εξοικονόμηση 60 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η λιτότητα επέστρεψε επίσης στην Ιταλία, αν και σύμφωνα με τον Μίνχαου, η χώρα όπου μειώνεται περισσότερο η διάθεση για συνέχιση της υποστήριξης της Ουκρανίας είναι η Γερμανία.
Γνωρίζοντάς το αυτό, ο γερμανός καγκελάριος τάσσεται ξαφνικά υπέρ του διαλόγου με τον Πούτιν, παρότι οι δύο άνδρες δεν είχαν καμία επικοινωνία την τελευταία διετία. Αυτό που επιθυμεί πλέον ο Ολαφ Σολτς είναι ο τερματισμός του πολέμου πριν από τις ομοσπονδιακές εκλογές του ερχόμενου Σεπτεμβρίου.
Κάποια στιγμή άρχισε να πιστεύει και εκείνος, όπως πολλοί άλλοι στη Δύση, ότι ένας πόλεμος φθοράς θα ευνοούσε την Ουκρανία. Καθώς, όμως, η Ρωσία βασίζεται σε μια πολεμική οικονομία, σε αντίθεση με τα κράτη της Δύσης, η ισορροπία δυνάμεων αλλάζει υπέρ της Μόσχας.
Το ενδεικτικό παράδειγμα της Γερμανίας
Η Γερμανία θα πρέπει να δαπανά περίπου 30 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως μόνο για να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της προς το ΝΑΤΟ, κάτι που σημαίνει πως το Βερολίνο θα χρειαζόταν σημαντικά περισσότερα κεφάλαια, εάν θα ήθελε να παράσχει στο Κίεβο το αναλογούν μερίδιο που θα χρειάζονταν οι Ουκρανοί για να νικήσουν τη Ρωσία.
Ομως «δεν υπάρχουν πολιτικές πλειοψηφίες για ακόμη υψηλότερους φόρους ή για περικοπές δαπανών ή για υψηλότερο χρέος. Ο σημερινός (κυβερνητικός) συνασπισμός δεν είναι έτοιμος να κάνει ό,τι χρειάζεται για να στηρίξει την Ουκρανία», όπως συνοψίζει ο γερμανός αρθρογράφος.
Σε αυτό το πλαίσιο ο γερμανός καγκελάριος κάνει λόγο πλέον για διπλωματικές λύσεις. Ωστόσο σύμφωνα με τον Βόλφγκανγκ Μίνχαου οι όποιες προσπάθειες καταβάλλει είναι απεγνωσμένες και κάθε άλλο παρά σοβαρές. «Οι ειρηνευτικές συνομιλίες δεν κοστίζουν», γράφει χαρακτηριστικά, θυμίζοντας, συγχρόνως, πως η Ρωσία έχει ήδη δηλώσει πως δεν ενδιαφέρεται να λάβει μέρος σε καμία εκ των προτέρων μεροληπτική (υπέρ της Δύσης και της Ουκρανίας) διάσκεψη.
«Η άκαρπη διπλωματία του Σολτς είναι μια υπενθύμιση ότι η Δύση έχει φτάσει σε αδιέξοδο όσον αφορά τη στρατηγική της για την Ουκρανία. Η αρχική ιδέα ήταν να απομονωθεί η Ρωσία. Αλλά η κατάληξη ήταν η ενίσχυση των συμμαχιών της με την Κίνα, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα […] Η Δύση υποτιμούσε την Κίνα και τη Ρωσία συνεχώς. Και υπερεκτίμησε την ικανότητά της να προσελκύει τρίτες χώρες στη δυτική συμμαχία. Η Ινδία, η Βραζιλία και η Νότια Αφρική είπαν όχι. Οι Ευρωπαίοι, εν τω μεταξύ, είναι απελπιστικά διχασμένοι», προσθέτει.
Ποια είναι, όμως, η άποψή του όσον αφορά τη συνέχεια; Θεωρεί πως καταρχάς πρέπει να εγκαταλειφθούν οι όποιες μαξιμαλιστικές θέσεις. Αναφέρει σχετικά πως όταν γίνεται λόγος μόνον για νίκη ή για ήττα, η δεύτερη καθίσταται πιο πιθανή, τουλάχιστον περισσότερο από όσο είναι στο πλαίσιο μιας πιο λεπτής και ευέλικτης στρατηγικής.
«Νομίζω ότι η καλύτερη πορεία προς τα εμπρός θα ήταν το πέρασμα σε έναν αμυντικό πόλεμο, με στόχο τον τερματισμό της προόδου των ρωσικών δυνάμεων αλλά όχι την απώθησή τους. Και η ενίσχυση της στρατιωτικής βοήθειας για την υποστήριξη αυτού του επαναδιατυπωμένου πολεμικού στόχου. Χρειάζονται λιγότερα στρατεύματα για την υπεράσπιση εδαφών από όσα χρειάζονται για την κατάκτησή τους. Είναι επίσης ευκολότερο να σχηματιστούν πολιτικές πλειοψηφίες πίσω από μια στρατηγική που έχει πιθανότητες επιτυχίας», εξηγεί, ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του.
Ωστόσο «ακόμη και αυτός ο πιο μετριοπαθής στόχος θα απαιτούσε αύξηση των αμυντικών δαπανών. Δεν θα ήταν μια φθηνή επιλογή. Ούτε θα ήταν παράδοση. Αν συνεχίσουμε στο σημερινό μονοπάτι, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να είναι η Δύση αυτή που θα χάσει στο παιχνίδι», προειδοποιεί.