Από τα τέλη Φεβρουαρίου στη διεθνή επικαιρότητα κυριαρχούν οι αναλύσεις για τον πόλεμο του Βλαντίμιρ Πούτιν και την ηρωική στάση του Βολοντίμιρ Ζελένσκι και για το εάν ο Τζο Μπάιντεν θα καταφέρει να κρατήσει ενωμένο το δυτικό μέτωπο ή ο Σι Τζινπίνγκ θα αρχίσει να ασκεί πιέσεις στη Μόσχα με στόχο την κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία.
«Διαδραματίζουν μεμονωμένα άτομα ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων;», διερωτάται σε άρθρο της στους Financial Times η καναδή ιστορικός, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, με ειδίκευση στις διεθνείς σχέσεις, Μάργκαρετ ΜακΜίλαν.
Ωστόσο δεν απαντά η ίδια στο ερώτημα που θέτει. Παραχωρεί τον λόγο σε έναν από τους κατεξοχήν ειδήμονες στις διεθνείς σχέσεις, στον διάσημο όσο και αμφιλεγόμενο Χένρι Κίσινγκερ, ο οποίος υποστηρίζει πως μεμονωμένοι ηγέτες/ηγέτιδες μπορούν κάποιες φορές να καθορίσουν τον ρου της ιστορίας με την πολιτική τους δεινότητα και τις επιλογές τους.
Μάλιστα προς επίρρωση της άποψής του έκατσε και έγραψε ένα ολόκληρο βιβλίο, βασιζόμενος κυρίως στην τεράστια εμπειρία του. «Παρότι ο πρώην πρόεδρος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ αντιτάχθηκε στο να διοριστεί ο συγγραφέας σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του προέδρου Νίξον, με το σκεπτικό ότι οι ακαδημαϊκοί δεν ήταν κατάλληλοι για λήψη κρίσιμων αποφάσεων, ο Κίσινγκερ πραγματοποίησε τη μετάβαση από το Χάρβαρντ θριαμβευτικά. Κέρδισε την εμπιστοσύνη ενός από τους πιο ανασφαλείς και καχύποπτους άνδρες που έχουν καθίσει ποτέ στο Οβάλ Γραφείο και αποδείχθηκε επίσης μετρ της πολιτικής της γραφειοκρατίας, παραγκωνίζοντας επιδέξια το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και τον υπουργό Εξωτερικών Γουίλιαμ Ρότζερς», αναφέρει ενδεικτικά η καναδή ιστορικός, όσον αφορά την πολυετή ενασχόληση του Χένρι Κίσινγκερ με την αμερικανική και τη διεθνή εξωτερική πολιτική.
Παρότι ο Κίσινγκερ, ηλικίας άνω των 99 χρονών σήμερα, δεν κατείχε ποτέ ξανά κυβερνητικό αξίωμα από τότε που εγκατέλειψε το αμερικανικό ΥΠΕΞ το 1977, έχει συμβουλεύσει σχεδόν όλους τους αμερικανούς προέδρους από τον Νίξον και μετά. «Τα πεπραγμένα και οι απόψεις του εξακολουθούν να διχάζουν βαθιά αλλά σπάνια αγνοείται» ο γηραιός διεθνολόγος, υπενθυμίζει στο κείμενό της η ΜακΜίλαν.
Στο νέο του συγγραφικό πόνημα, «Ηγεσία – Εξι Μελέτες στη Διεθνή Στρατηγική», ο Χένρι Κίσινγκερ σκιαγραφεί τον βίο και την πολιτεία έξι ηγετικών προσωπικοτήτων, τις οποίες γνώριζε προσωπικά, από τον Κόνραντ Αντενάουερ, τον οποίο είχε συναντήσει λίγες φορές, έως τον Ρίτσαρντ Νίξον με τον οποίο ερχόταν καθημερινά σε επαφή, έως την παραίτησή του στον απόηχο του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ τον Αύγουστο του 1974.
Επαινεί ιδιαίτερα τον Λι Κουάν Γιου, τον πρώτο πρωθυπουργό της Σιγκαπούρης, μετά την ανεξαρτησία της από τη Βρετανία το 1959, ο οποίος παρέμεινε στην εξουσία έως το 1990. Τον θαυμάζει επειδή κατάφερε να μετατρέψει ένα φτωχό μικρό νησί με ένα ασταθές μείγμα εθνοτήτων σε σημαντικό οικονομικό και χρηματοπιστωτικό κέντρο.
Το επίτευγμα του Κόνραντ Αντενάουερ έγκειτο στο ότι μπόρεσε να μετατρέψει τη Δυτική Γερμανία πυλώνα μιας ισχυρής Ευρώπης και σε αξιόπιστο σύμμαχο στους κόλπους του ΝΑΤΟ.
Ο Σαρλ ντε Γκολ υπήρξε «αδίστακτος και υπολογιστικός» – και αποτελεσματικός – ανακτώντας τον τίτλο της υπερδύναμης για λογαριασμό της Γαλλίας μετά την ήττα της στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ενώ για παρόμοιους λόγους επέλεξε ο Κίσινγκερ να συμπεριλάβει στο βιβλίο του και την Μάργκαρετ Θάτσερ, κυρίως λόγω της αποφασιστικότητάς της να μεταμορφώσει τη βρετανική κοινωνία και της άρνησής της να συμβιβαστεί με την κατάληψη των Φόκλαντς από την Αργεντινή το 1982.
Οσον αφορά τον Ανουάρ Σαντάτ, τον τρίτο πρόεδρο της Αιγύπτου, είχε το θάρρος να έρθει σε ρήξη με τους άραβες συμμάχους του και να συνάψει ειρήνη με το Ισραήλ.
Στο βιβλίο του ο Κίσινγκερ αναφέρεται, φυσικά, και στα όποια δικά του επιτεύγματα, στην απεμπλοκή των ΗΠΑ από το Βιετνάμ, στο σινοαμερικανικό άνοιγμα και στην αποκαλούμενη διπλωματία του «πήγαινε-έλα» (shuttle diplomacy) χάρη στην οποία αναπτερώθηκαν, για κάποιο διάστημα, οι ελπίδες για ειρήνευση στη Μέση Ανατολή. «Ωστόσο επιλέγει, κατά το πλείστον, να μην απαντήσει στις κατηγορίες ότι ήταν πολύ πρόθυμος να θυσιάσει αρχές και ανθρώπους για κρατικούς λόγους», δεν παραλείπει να σημειώσει στο άρθρο της η Κάθριν ΜακΜίλαν.
Ο Κίσινγκερ αναφέρεται, για παράδειγμα, στην άρνηση των ΗΠΑ να καταδικάσουν το 1971 τις βάναυσες προσπάθειες της στρατιωτικής δικτατορίας του Πακιστάν να καταστείλει το κίνημα ανεξαρτησίας στο τότε Ανατολικό Πακιστάν, υποστηρίζοντας, όμως, ότι οποιαδήποτε αντίδραση δεν θα προσέφερε τίποτα περισσότερο από το να δηλωθεί απλά η αμερικανική αποδοκιμασία. «Θα περιόριζε επίσης», θεωρεί ο Κίσινγκερ, «την ικανότητα μόχλευσης των ΗΠΑ και θα απειλούσε το εξελισσόμενο άνοιγμα προς την Κίνα – στο πλαίσιο του οποίου το Πακιστάν ήταν ο κύριος διαμεσολαβητής μας».
Οσον αφορά την ηγεσία γενικά, σύμφωνα με τον Κίσινγκερ οι καλοί ηγέτες τρέφουν βαθιά εκτίμηση για το παρελθόν, έχοντας, συγχρόνως, την ικανότητα να φαντάζονται πιθανά μέλλοντα. Κάποιοι ηγέτες είναι προφήτες που βλέπουν το παρόν «περισσότερο από το όραμα του επιτακτικού παρά από τη σκοπιά του εφικτού». Ο άλλος τύπος ηγετών, οι πολιτικοί, διαχειρίζονται την αλλαγή αλλά είναι συντηρητικοί με την παραδοσιακή έννοια της διατήρησης αυτού που αποτελεί τον πυρήνα της κοινωνίας τους. Προφήτες υπήρξαν ο Ροβεσπιέρος και ο Λένιν ενώ πολιτικοί ο Μέτερνιχ και ο Ρούσβελτ, σύμφωνα, πάντα, με τον πρώην διπλωμάτη ο οποίος, όταν είδε τον Χίτλερ να ανέρχεται στην εξουσία, δεν ήταν ούτε καν δέκα χρονών.
Για τη χώρα του και τον ρόλο της στη διεθνή σκηνή, αναγνωρίζει τη δύναμη και την ικανότητα των ΗΠΑ να παρέχουν τάξη και ισορροπία (τις θεωρεί αμφότερες πολύ σημαντικές) αλλά επικρίνει την ασυνέπειά τους. Επίσης διατηρεί επιφυλάξεις για αυτό που χαρακτηρίζει ως μια αμερικανική «ιδιότυπη» πίστη ότι μπορεί να επιτευχθεί μια παγκόσμια ειρήνη ενώ συμμερίζεται την άποψη, την οποία αποδίδει στον Νίξον, ότι η ειρήνη είναι «μια κατάσταση εύθραυστης και ρευστής ισορροπίας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων».
Στρέφοντας το βλέμμα του στο μέλλον ενώ διανύει το εκατοστό έτος της ηλικίας του, ο Χένρι Κίσινγκερ είναι μάλλον απαισιόδοξος. Γιατί δεν είναι ξεκάθαρο από πού θα μπορούσαν να προέλθει ικανή και αποτελεσματική ηγεσία. «Οι δημοκρατικές ελίτ είναι αποξενωμένες από τις κοινωνίες τους και απρόθυμες να αναλάβουν την ευθύνη για τα προβλήματα του κόσμου. Η παγκόσμια τάξη πραγμάτων, προειδοποιεί ο Κίσινγκερ, κλονίζεται από τη “διάλυση ολόκληρων περιοχών” και “τον εντεινόμενο ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων με αντικρουόμενες διεκδικήσεις νομιμότητας”, συνοψίζει η Μάργκαρετ ΜακΜίλαν, αναγνωρίζοντας πως οι απόψεις του κατεξοχήν βετεράνου της διεθνούς διπλωματίας πρέπει και αξίζει να λαμβάνονται υπόψη ακόμη και από όλους όσοι διαφωνούν μαζί του.