Από την περασμένη Τετάρτη έως σήμερα το σύμπαν των social media, οι λογαριασμοί Instagram «μικρομεσαίων» και μεγάλων καλλιτεχνών έχουν το ίδιο φόντο. Μια φωτογραφία της Μαρινέλλας σε διαφορετική πόζα κάθε φορά, κυρίως από το πρόσφατο παρελθόν. Ολες οι ευχές και οι αναρτήσεις συνδέονται σε ένα κοινό, υπόγειο και ανομολόγητο μήνυμα: ένας ακόμη αγώνας της κορυφαίας του ελληνικού τραγουδιού.
Για τις γενιές τραγουδιστών που την πρόλαβαν στο ξεκίνημά τους –όπως ο Γιώργος Νταλάρας, ο Γιάννης Πάριος ή η Αννα Βίσση– είναι η μητρική φιγούρα που ξέρει τα μυστικά της δουλειάς και τα μεταλαμπαδεύει στους επόμενους. Εκείνη που στήριξε πολλούς νεότερους καλλιτέχνες όταν έπρεπε να περάσουν από την περιοχή που εκείνη είχε ήδη χαράξει. Αλλά και η show woman που εμφανίζεται με την τρίτη γενιά τραγουδιστών και ερμηνευτριών σε πολυσυλλεκτικά σχήματα.
Είναι κυρίως, όμως, η ερμηνεύτρια που προχωράει διά πυρός και σιδήρου στη μεταπολεμική Ελλάδα της ανέχειας και της ανάγκης για μια καινούρια αρχή. Μια νεαρή γυναίκα που, όπως πολλές της εποχής της, ξεκινάει από έναν ερασιτεχνικό θίασο της Θεσσαλονίκης και ένα βράδυ –σαν μια στιγμή παραμυθιού– βρίσκεται δίπλα στον μεγαλύτερο λαϊκό ερμηνευτή. Κανείς δεν μπορεί να ερμηνεύσει τον μύθο «Μαρινέλλα» αν δεν ξεκινήσει από τον αγώνα της για επιβίωση: δίπλα στο «θηρίο», όπως αποκαλεί τον Καζαντζίδη, αλλά και μέσα στον κόσμο της νύχτας και των κέντρων διασκέδασης.
Για τα στραβά και τα ανάποδα αυτού του κόσμου –και εξαιτίας μιας αθεράπευτης ενοχικότητας– εκείνος αποφασίζει να φύγει από τη νυχτερινή διασκέδαση. Και εκείνη, η δεύτερη φωνή του, το σεγόντο του επί μια οκταετία, πρέπει να μαζέψει τα κομμάτια και να ξαναπάρει τη θέση της στην εκκίνηση. Οι Γιώργος Κατσαρός και Πυθαγόρας θα τη βοηθήσουν με τραγούδια και συναυλίες, αλλά είναι η θέληση για επιβίωση και η μουσική ευφυΐα της –αυτοδίδακτη γαρ– που θα την οδηγήσουν στην εκτόξευση του «Ανοιξε πέτρα».
Και ύστερα θα έρθει το βασίλειο της παραλιακής και η «συμβασιλεία» με τον εκπρόσωπο της λουσάτης διασκέδασης. Η Μαρινέλλα βρίσκει στο πρόσωπο του Βοσκόπουλου το άλλο μισό τού σουξέ, που την κατοχυρώνει στην επικράτεια της διασκέδασης. Αλλά όταν το κλίμα της Μεταπολίτευσης αλλάζει και οι λαμέ επιτυχίες θεωρούνται πλέον «ύποπτες» πολιτικά, η Μαρινέλλα πρέπει να επανεφεύρει τον εαυτό της. Να ξαναπιάσει θέση στη γραμμή εκκίνησης και να περάσει στην επόμενη μεταμόρφωση.
Ο αγώνας για επιβίωση συνεχίζεται με το «Ρεσιτάλ» (1976) και τη συνεργασία της με τον Κώστα Χατζή. Πιο γήινη, πιο χαμηλόφωνη, εκρηκτική, με εσωτερική θεατρικότητα, έτοιμη για πιο σύνθετο στίχο, φτάνει στην επιτυχία χωρίς να ξεχνάει τη μουσική καταγωγή της («Γλυκό τη νιότης μου πουλί/ πρώτο φιλί πρώτο σκαλί/ τι άδεια που ’ναι η κορυφή/ κι η μοναξιά μεγάλη… Αχ νιότη μου, αχ νιότη μου/ θυμάσαι που πεινάγαμε/ με την καρδιά γελάγαμε»).
Στις επόμενες δεκαετίες επιλέγει τα τραγούδια και τις εμφανίσεις που ανταποκρίνονται στη μαζική περσόνα της και στην «υποχρέωση» απέναντι στο κοινό της. Κάποια στιγμή φεύγει από τη νυχτερινή διασκέδαση –όταν το νέο αίμα αρχίζει τις υπερβολές των μουσικοχορευτικών σόου– και αναζητά την επόμενη μεταμόρφωση. Είτε στα «Γυναικών Πάθη» (μια συρραφή από χορικά αρχαίων τραγωδιών, που αποδίδει ανά την Ελλάδα με τη συνοδεία μουσικού συνόλου) είτε με συναυλίες όπου δοκιμάζει το ρεπερτόριο των μεγάλων της μουσικής: από Θεοδωράκη και Χατζιδάκι έως Τσιτσάνη, Καλδάρα και τραγούδια της Μεσογείου.
Είναι η αρχή για να ξαναβρεί τη θερμοκρασία με το παλιότερο, αλλά και ένα νεότερο κοινό. Μια Μαρινέλλα που αγωνίζεται, αλλάζει, μεταμορφώνεται και επιβιώνει. Με τα υλικά αυτά συντηρεί τον μύθο που ξεκίνησε από τα φωνητικά στον Καζαντζίδη.
Οταν πλέον οι κερκίδες την υποδέχονται στις συναυλίες που δίνει επιλεκτικά, θέλουν να δουν από κοντά μία από τις κορυφαίες του ελληνικού τραγουδιού. Θέλουν να δουν το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένη η μυθολογία που κουβαλά. Και τότε, πιθανότατα, καταλαβαίνουν ότι μεταφέρει μια φωνή με ευελιξία, που ξέρει να πηγαινοέρχεται με άνεση από το μέλισμα έως το φαλτσέτο. Ενα σώμα που λειτουργεί σαν προέκταση της ερμηνείας. Και ιδρώτα. Πολύ ιδρώτα.