Όταν ήρθε στην Αθήνα, για τα εγκαίνια της «νέας» Εθνικής Πινακοθήκης, ο φιλέλληνας διευθυντής του Λούβρου, Ζαν-Λικ Μαρτινέζ, εξέφρασε το θαυμασμό του για το έργο του Γιάννη Μόραλη.
Θα μου πείτε, γιατί λοιπόν δεν οργανώνει μια έκθεση Μόραλη, ή και άλλων Ελλήνων ζωγράφων που θαυμάζει, στο Μουσείο του Λούβρου, που διευθύνει; Την απάντηση μου τη δίνει η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, που τον κάλεσε στα εγκαίνια και οργανώνει μαζί του δύο εκθέσεις και με ελληνικό ενδιαφέρον, εδώ και στο Λούβρο – η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα: «Επειδή τα μουσεία όλου του κόσμου έχουν γίνει εμπορικοί οίκοι».
Ποτέ, με αυτή τη λογική, του τι «πουλάει» σε ευρύ κοινό, μου εξηγεί η ίδια, δεν θα μπορέσουμε να δείξουμε την ελληνική ζωγραφική στα μεγάλα μουσεία του κόσμου. «Γι’ αυτό χαίρομαι που θα πάρει 30 έργα, για την έκθεση «Παρίσι-Αθήνα. Η γέννηση της σύγχρονης Ελλάδας 1675-1919», το Σεπτέμβριο στο Λούβρο».
Με αφορμή την επέτειο των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση και σε επιμέλεια του ίδιου του Ζαν-Λικ Μαρτινέζ, της Μαρίνας Λαμπράκη – Πλάκα και της Αναστασίας Λαζαρίδου. «Δυστυχώς, ο φιλότεχνος δεν κάνει πλέον ανακαλύψεις. Πηγαίνει, μονόδρομο, σε αυτά που ξέρει και που είναι βεντέτες», καταλήγει.
Αλήθεια, ποια από τα 1.000 έργα που εκτίθενται πλέον στη «νέα» Εθνική Πινακοθήκη (από τα συνολικά 20.000 έργα στις συλλογές της) θα επέλεγε η ίδια η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα για να παρουσιάσει, έστω, στους έλληνες φιλότεχνους; Η κουβέντα μάς έφερε στο φως μια σειρά από σημαντικά, το καθένα για το δικό του λόγο, έργα της Πινακοθήκης, σε μια νοερή ξενάγηση στα «καλύτερα». Πάμε, λοιπόν.
Ο Ευγένιος Ντελακρουά και ο Φιλελληνισμός
Με αφορμή και τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, σταματάει πρώτα στην εμβληματική «Σφαγή της Χίου» του γάλλου φιλέλληνα ζωγράφου Ευγένιου Ντελακρουά (1824), που απηχεί το πραγματικό γεγονός, στις 30 Μαρτίου του 1822, μετά τον ξεσηκωμό. «Ηταν ο πρώτος που ζωγράφισε ένα από τα επεισόδια του Αγώνα και δη στα 26 του χρόνια. Είναι ένα έργο τεσσάρων μέτρων και πολύ εύθραυστο. Και έκανε διπλή επανάσταση: Είναι καταγγελία δραματική, που βοήθησε στη γένεση του κύματος φιλελληνισμού, από τη μια πλευρά. Και από την άλλη, είναι επανάσταση αισθητική, καθώς είναι το πρώτο έργο του μοντερνισμού».
«Η Εξοδος του Μεσολογγίου» του Βρυζάκη
Στο ίδιο πλαίσιο, συναντάμε δύο εμβληματικούς πίνακες του Θεόδωρου Βρυζάκη: «Η Έξοδος του Μεσολογγίου», του 1853 και «Η υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι» (1861). «Για μένα είναι δύο εικονίσματα», είναι το σχόλιο της διευθύντριας στην Πινακοθήκη. «Έχουν διαπλάσει την πατριωτική συνείδηση των Ελλήνων. Σηματοδοτούν σημαντικά γεγονότα και αφορούν το φιλελληνισμό.
Ο Βρυζάκης, ορφανό του Αγώνα, που είδε τον πατέρα του απαγχονισμένο από τους Τούρκους, βρέθηκε με τον αδελφό του στο Ορφανοτροφείο του Καποδίστρια, στην Αίγινα. Στο έργο για το Λόρδο Βύρωνα, που έμεινε 100 μέρες στο πολιορκημένο Μεσολόγγι (κάνοντάς το πασόιγνωστο, τότε, στην υφήλιο), μπορεί να μην έχει αποτυπωθεί. Όμως, «το σπαθί ήταν για έναν σταρ της εποχής, όπως ο Βύρωνας, η μεγάλη καταξίωση». Πέρα από την πένα.
Η «Προσωπογραφία της Κλεμάνς Σερπιέρη» του Νικηφόρου Λύτρα
Η νοερή περιπλάνηση στη «νέα» Εθνική Πινακοθήκη συνεχίζεται από τη Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα. Στέκεται μπροστά «σε ένα έργο που δεν είχαμε εκθέσει μέχρι τώρα». Την «Προσωπογραφία της Κλεμάνς Σερπιέρη» του Νικηφόρου Λύτρα (1869). Μιλάμε για τη σύζυγο του ιταλικής καταγωγής Τζοβάνι Μπατίστα (ή Ιωάννη Βαπτιστή) Σερπιέρη και για έναν πίνακα, που δωρήθηκε στο ελληνικό κράτος.
Ο Σερπιέρης ήταν ο ιδιοκτήτης των μεταλλείων Λαυρίου και συνέταιρος του Συγγρού, που ήρθε στην Ελλάδα το 1863 και υπέβαλλε αίτηση καμίνευσης των «σκωριών» του Λαυρίου (ιδρύοντας το 1864 την μεταλλευτική-μεταλλουργική εταιρεία της Λαυρεωτικής με έδρα τη Μασσαλία, την «Roux et CO»). Στην οικογένεια της Κλεμάνς Σερπιέρη ανήκε η τράπεζα Roux Fraissinet, που εμπλέκεται στην ίδρυση των «ματωμένων», όπως χαρακτηρίστηκαν μετά, μεταλλείων Λαυρίου.
«Οκτώ άνθρωποι χρειάζονται για να μετακινήσουν τον πίνακα, που το κάδρο ζυγίζει ούτε ξέρω πόσα κιλά. Ο πίνακας θυμίζει Βαν Ντάικ. Ο δε Παναγιώτης Τέτσης το θεωρούσε τον ωραιότερο του 19ου αιώνα».
Νικηφόρος Λύτρας και στην επόμενη στάση. Το «Ψαριανό μοιρολόι» του 1888, που αποτυπώνει μια τελετουργία πένθους. «Είναι ένα πολύ δραματικό έργο», μου λέει η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα. «Όλοι, σαν Χορός αρχαίας τραγωδίας, έχουν μαζευτεί γύρω από το σκούφο του ναύτη, που έχει πνιγεί και τον μοιρολογούν».
Ο Γεώργιος Ιακωβίδης και η «Παιδική συναυλία»
Δεν θα μπορούσαμε να μην σταματήσουμε μπροστά από την «Παιδική συναυλία» του Γεώργιου Ιακωβίδη (1900), από τα πιο τολμηρά και υποβλητικά έργα του. «Ένα γεμάτο χαρά έργο, στο ολοφώτεινο δωμάτιο ενός βαυαρικού χωριάτικου σπιτιού».
Η πρώτη εκδοχή του πίνακα εκτέθηκε το 1896, στη διάρκεια των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα. Με χρώματα πιο ψυχρά, όπως παρατήρησε σε κριτική του ο Εμμανουήλ Ροΐδης. Ο Ιακωβίδης το ζωγράφισε ξανά, για να το στείλει στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού του 1900, όπου και βραβεύτηκε.
Ή στους «Παιδικούς αρραβώνες» ή «Αρραβωνιάσματα» του Νικόλαου Γύζη (1877), «ένα κοσμαγάπητο έργο». Στο εσωτερικό επίσης ενός χωριάτικου σπιτιού. Έργο που ζωγραφίστηκε μετά το ταξίδι-προσκύνημα του Γύζη με το φίλο, συμπατριώτη και δάσκαλό του Νικηφόρο Λύτρα και αποτυπώνει «τις εντυπώσεις από τον πολύχρωμο κόσμο της Ανατολής».
Και πάμε στις περίφημες θαλασσογραφίες του εμπόρου από τη Σύρο και ζωγράφου Κωνσταντίνου Βολανάκη, όπως το δραματικό έργο «Πριν από την καταιγίδα» (1883-85). «Τα πρώτα ιμπρεσιονιστικά σκιρτήματα», όπως το θέτει η διευθύντρια της Πινακοθήκης. «Στο πλάνο μπαίνει πλέον αέρας, φως, φύση».
«Το λιμάνι της Κοπεγχάγης» του Ιωάννη Αλταμούρα
Μαζί και «Το λιμάνι της Κοπεγχάγης» του Ιωάννη Αλταμούρα, που πέθανε πολύ νέος, στα 26 του. «Ζωγραφίστηκε το 1874, τη χρονιά που οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι οργάνωσαν την πρώτη τους ομαδική έκθεση στο Παρίσι».
Το έργο «Ιδού ο Νυμφίος» (1899-1900) του Νικόλαου Γύζη είναι σαν να βρίσκεται μπροστά μας, για τη συνέχεια. «Ο Γύζης γίνεται συμβολιστής στο τέλος της ζωής του. Και μας παραδίδει ένα ανατριχιαστικό έργο, σε ένα χρυσό πορτοκαλί φως». Μπροστά στην κεντρική, φωτισμένη, μορφή, μια κλίμακα αγγέλων.
«Προσωπογραφία Ιουλίας Παρθένη» του Κωνσταντίνου Παρθένη
«Είναι σαν να την ζωγράφισε ο Γκούσταβ Κλιμτ», αποφαίνεται η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα για την «Προσωπογραφία Ιουλίας Παρθένη» (1911–14), συζύγου του ζωγράφου Κωνσταντίνου Παρθένη, του οποίου πολλά έργα έχει στη συλλογή της η Εθνική Πινακοθήκη. Η προσωπογραφία ζωγραφίστηκε στα χρόνια που έζησαν στο Παρίσι, όπου ο ζωγράφος έλαβε μέρος – ανάμεσα σε άλλα – και στο Φθινοπωρινό Σαλόνι του 1910. Εκεί βραβεύτηκε το έργο του «Πλαγιά», το οποίο θεωρείται ότι απεικονίζει τον Κοκκιναρά.
Η αρ νουβό, η εποχή του οπίου και των καφέ, μου λέει η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα, περνάει από την βιογραφία της Ελληνίδας ζωγράφου Σοφίας Λασκαρίδου. «Μια ζωή που αξίζει να γίνει σίριαλ», προσθέτει. Την ίδια έχει ζωγραφίσει ο Κωνσταντίνος Παρθένης στο έργο του «Κυρία της Belle Epoque – Προσωπογραφία Σοφίας Λασκαρίδου» (1900).
Στεκόμαστε νοερά απέναντι από το έργο της «Εμπρός στο τζάκι» (1910-12). Και μου θυμίζει ότι η Λασκαρίδου, που βασίστηκε στα διδάγματα του Ιμπρεσιονισμού, ήταν αρραβωνιασμένη λίγο προτού ξεκινήσει το έργο με τον Πατρινό διανοητή και «μέγα αισθητικό» Περικλή Γιαννόπουλο, λεγόμενο και «προφήτη του Ελληνισμού». Ο «φωτεινότερος ἀπόστολος τοῦ κατὰ φύσιν ἑλληνικοῦ ζῆν τέλεσε τὴν ἡρωική του ἔξοδο ἀπὸ τὴν ζωὴ στὴν θάλασσα τοῦ Σκαραμαγκᾶ τὴν Μεγάλη Πέμπτη, 8 Ἀπριλίου 1910».
«Εμπρός στο τζάκι» της Σοφίας Λασκαρίδου
Στεκόμαστε νοερά απέναντι από το έργο της «Εμπρός στο τζάκι» (1910-12). Και μου θυμίζει ότι η Λασκαρίδου, που βασίστηκε στα διδάγματα του Ιμπρεσιονισμού, ήταν αρραβωνιασμένη λίγο προτού ξεκινήσει το έργο με τον Πατρινό διανοητή και «μέγα αισθητικό» Περικλή Γιαννόπουλο, λεγόμενο και «προφήτη του Ελληνισμού». Ο «φωτεινότερος ἀπόστολος τοῦ κατὰ φύσιν ἑλληνικοῦ ζῆν τέλεσε τὴν ἡρωική του ἔξοδο ἀπὸ τὴν ζωὴ στὴν θάλασσα τοῦ Σκαραμαγκᾶ τὴν Μεγάλη Πέμπτη, 8 Ἀπριλίου 1910».
Μπελ επόκ, είπαμε. Το πνεύμα της μεταλαμπαδεύει από το Παρίσι ο Ιάκωβος Ρίζος. Με το υποβλητικό έργο του «Στην ταράτσα». Μια αθηναϊκή βραδιά του 1897 στον καμβά, με έναν αξιωματικό που διαβάζει. «Πιθανότατα είναι ο πρίγκιπας Νικόλαος. Το έργο αυτό ενδιέφερε πολύ τον Κάρολο, στα εγκαίνια. Καθώς πρόκειται για τον αδελφό του παππού του».
Η «Σαντορίνη» του μοντερνιστή Κωνσταντίνου Μαλέα
Βρισκόμαστε – νοερά πάντα – στο δεύτερο όροφο της Πινακοθήκης. Στην πρώτη αίθουσα βρίσκουμε τους μοντερνιστές, προστατευόμενους του Ελευθερίου Βενιζέλου, που έκαναν την πρώτη έκθεσή τους στο σαλόνι του «Ελεύθερου Τύπου». Και εκείνος, τούς πήρε μαζί στο Παρίσι για να εκθέσουν, επίσης. «Το 2017 ανασυστήσαμε αυτές τις εκθέσεις, με το 70% των έργων, που βρήκαμε και από συλλέκτες», μου επισημαίνει η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αγόρασε και ένα έργο από τον καθένα από αυτούς τους μοντερνιστές, για να τους στηρίξει. Μιλάμε για τον Νίκο Λύτρα, γιό του Νικηφόρου, τον Κωνσταντίνο Παρθένη, τον Κωνσταντίνο Μαλέα (στον οποίο στεκόμαστε ιδιαιτέρως), κ.ά. «Όλοι δημιουργούν έναν ελληνικό υπαιθρισμό, μεταφράζοντας σε χρώμα και φως το ελληνικό τοπίο».
Σειρά έχει ένα «παράδοξο», υποβλητικό έργο: Ο «Ευαγγελισμός» (1907-10) του Κωνσταντίνου Παρθένη. Λάδι σε χαρτόνι. «Είναι ένας από τους λίγους που διαλέγεται με την ελληνική αρχαιότητα. Έχει κατεβάσει τους ιππείς από την ζωφόρο του Παρθενώνα. Και ο άγγελός του, αντί για κρίνο, κρατάει αρχαία λύρα. Πρέπει αυτό το έργο να το δούμε μέσα από τη διάθλαση του ποιητή Κ.Π.Καβάφη. Είναι και οι δύο Αλεξανδρινοί και διαλέγονται με την αρχαιότητα δίχως κόμπλεξ».
«Ο ζωγράφος (Γιάννης Μόραλης) με τη γυναίκα του)
Ολόκληρη η επόμενη αίθουσα πήρε το όνομά της: «Μαρία Ρουσσέν Baddeley». Βλέπουμε μια προσωπογραφία της (1943) και σε άλλο έργο τον ζωγράφο Γιάννη Μόραλη με την Μαρία Ρουσσέν, πρώτη σύζυγό του, από το 1941 έως το 1945 (εκείνη παντρεύτηκε μετά τον Βρετανό διπλωμάτη Χάλκετ Μπαντελέι). Μιλάμε για μια γυναίκα, που από τα 20 της ποζάρησε και για το Γιάννη Τσαρούχη. Ήταν μητέρα της Ντόροθι Λάτση, συζύγου του Σπύρου Λάτση, η οποία με τη σειρά της έκανε τη δωρεά για την εν λόγω αίθουσα.
Τοιχογραφία του Φώτη Κόντογλου
«Ένας άλλος μεγάλος δωρητής», μου λέει η διευθύντρια της Πινακοθήκης, «είναι ο Αντώνης Κομνηνός, που εξόπλισε τις αποθήκες μας – τις ωραιότερες της Ευρώπης».
Αποτοιχίστηκε και βρίσκεται απέναντί μας. Το μνημειακό ζωγραφικό σύνολο, με το οποίο ο Φώτης Κόντογλου (ζωγράφος και εικονογράφος ναών, όπως εκείνοι του Αγίου Νικολάου στα Πατήσια ή του Aγίου Χαραλάμπους στο Πεδίον του Άρεως) είχε κοσμήσει το σπίτι του, με τη συνδρομή των μαθητών του Νίκου Εγγονόπουλου και Γιάννη Τσαρούχη. Αποτοιχίστηκε με χορηγία των αδελφών Βασίλη και Νίκου Γουλανδρή, στη μνήμη του αδελφού τους, Κωνσταντίνου.
Ο Κωνσταντίνος Παρθένης αποθεώνει τον Αθανάσιο Διάκο
Στον επόμενο σταθμό βρισκόμαστε επίσης μπροστά σε ένα «παράδοξο» έργο. Την «Αποθέωση του Αθανάσιου Διάκου» (πριν το 1933), πίνακα συμβολιστικό του Κωνσταντίνου Παρθένη. «Ένας τέλειος διάλογος με την παράδοση της Τέχνης, τη διαχρονία της ελληνικής τέχνης, με χρώμα βυζαντινό. Αριστερά, είναι το σύμβολο του Χριστιανισμού. Δίπλα, η θεά Αθηνά, πάνοπλη, με φτερά αγγέλλου. Ο Αθανάσιος Διάκος έχει γίνει… αρχαίος, με χιτώνα και αναλαμβάνεται στους ουρανούς. Πάνω, ο… Γκρέκο με τους αγγέλους, που κατεβαίνουν. Και δεξιά η Κόρη, που είναι σαν να έχει βγει από το χρωστήρα του Μποτιτσέλι».
Και κάτι ακόμη, σημαντικό. «Ο Παρθένης ζωγράφιζε στην πίσω πλευρά του – απροετοίμαστου – μουσαμά, για να έχει το έργο αυτή την αδρότητα».
Η «Κουντουριώτισσα» του Γιάννη Τσαρούχη
Εντυπωσιακός, μου λέει η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα, είναι και ο παραπληρωματικός διάλογος του Γιάννη Τσαρούχη με το Γιάννη Μόραλη. «Ο Μόραλης ζωγραφίζει μόνον κορίτσια και κυρίως μετέφηβες κόρες. Και ο Τσαρούχης μόνον άντρες. Ο Μόραλης αισθάνεται τη νιότη με μια μελαγχολία. Ένα ‘μακάριο πένθος’, υπόμνηση για το θνησιγενές της νιότης».
Ο τρίτος όροφος της Πινακοθήκης είναι «ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης». Περνάμε για το τέλος – νοερά – ανάμεσα σε μια εγκατάσταση του γεννημένου στο Κάιρο Γιώργου Λάππα ή του Κώστα Τσόκλη, τα έργα του Γιώργου Ρόρρη. «Είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι όλο αυτό], βάζει τον επίλογο η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης. Και τι ταξίδι!