«Ακούμε τη “Λιλιπούπολη” και νομίζουμε ότι ακούμε Ράδιο Μόσχα!». Η φράση αυτή ανήκει στον Ευάγγελο Αβέρωφ – Τοσίτσα, υπουργό Εθνικής Αμυνας στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που… σφυροκόπησε από το βήμα της Βουλής την ιστορική καθημερινή εκπομπή, την οποία είχε πάρει υπό την προστασία του ο αλησμόνητος Μάνος Χατζιδάκις, ως διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος.
Και για ποιο λόγο, παρακαλώ; Διότι ο Δυστροπόπιγγας (όνομα και… πράμα) προσπαθούσε, στην παιδική εκπομπή, να ξεσηκώσει το λαό της Λιλιπούπολης για να πάρει την εξουσία από το Δήμαρχο Χαρχούδα. Κάτι που προκάλεσε επερώτηση στη Βουλή. «Λαέ της Λιλιπούπολης, σήκωσε πια παντιέρα / με τον Χαρχούδα δήμαρχο δεν βλέπεις άσπρη μέρα».
Αυτή τη στιγμή στην ιστορία της «Λιλιπούπολης» κρατάω από τις πολλές που ενέγραψε στο συλλογικό υποσυνείδητο η απρόσμενη πένα της Μαριανίνας Κριεζή. Σε μια εκπομπή, που σχολίασε τα πάντα (όχι μόνον για τα παιδιά) στην «καριέρα» της, πιστή σε εκείνο που πίστευε η Μαριανίνα και είχε εκφράσει απροκάλυπτα η συνοδοιπόρος της στη γραφή Αννα Παναγιωτοπούλου: «Η εκπομπή έχει διάθεση αναρχική ενάντια σε κάθε εξουσία, όπως οφείλει να έχει κάθε παιδί».
Το είχε πει άλλωστε και ένας από τους νεότατους τότε συνθέτες της εκπομπής, ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος (οι άλλοι ήταν οι Λένα Πλάτωνος, Νίκος Κυπουργός, Νίκος Χριστοδούλου). Ότι στο κορυφαίο δημιούργημα της Μαριανίνας Κριεζή «εκείνο που κυρίως ενόχλησε ήταν οι συχνές αναφορές στην επικαιρότητα».
Θα μου πείτε, τι ενοχλεί ο Δυστροπόπιγγας. Μα είχε ταυτιστεί με την Αριστερά, ενώ ο δήμαρχος Χαρχούδας θεωρούνταν κατεστημένο της Δεξιάς. Ε, όχι και ανατροπή του κατεστημένου, είπαν τα παλικάρια της τότε Βουλής…
Και όλα αυτά για μια εκπομπή, που είχε ξεκινήσει με πρόθεση να μάθει στα παιδιά, μέσω ραδιοφώνου, την «υφή» και τη δύναμη των χρωμάτων. Εντάξει, με μερικές σπόντες, στις οποίες διακρινόταν η βασική δημιουργός Μαριανίνα Κριεζή. Χρώματα σαν το πράσινο («το χοντρό μπιζέλι χορεύει τσιφτετέλι στον χορό των μπιζελιών και τα κολοκυθάκια χτυπάνε παλαμάκια πάνω στην πρασινάδα και πάνω στο γκαζόν»). Σαν το καφέ («Μια αρκούδα καφέ, μια αρκούδα καφέ τρέχει φορτωμένη μ’ ένα ξύλινο μπουφέ»). Ή ακόμη και το ροζ («Στη ροδοζαχαρένια παραλία μιλούσαν όλοι για τη Ρόζα Ροζαλία, που ‘χε στα δυο της μάγουλα λιγάκι κρέμα φράουλα…»).
Η ίδια η Μαριανίνα, παρέα όμως με τους συνθέτες, είχε επιλέξει τους τραγουδιστές: Σπύρος Σακκάς, Σαβίνα Γιαννάτου, Αντώνης Κοντογεωργίου και Νένα Βενετσάνου. Αλλά και τους ηθοποιούς που έπαιξαν μέχρι το φινάλε της «ενοχλητικής» για τους πολιτικούς ραδιοφωνικής εκπομπής το 1980: Βασίλης Μπουγιουκλάκης (Χαρχούδας), Σταμάτης Φασουλής (Μπιξ-Μπιξ), Λευτέρης Βογιατζής (Πρίγκιπας), Σαπφώ Νοταρά (μάγισσα Μπρουνχίλντα), Λυδία Κονιόρδου, Αλέκα Παΐζη (μητέρα του πρίγκιπα της Χιονάτης – Άννας Παναγιωτοπούλου), Μίρκα Παπακωνσταντίνου (Μπομπίλα), Ράνια Οικονομίδου (Πιπινέζα), Πέπη Οικονομοπούλου (Όφη-Σόφη), Θόδωρος Μπογιατζής (Δυστροπόπιγγας), Μίμης Χρυσομάλλης (ποιητής Κουκουτούζ) κ.ά. Με τη Μαριανίνα να υπερασπίζεται πάντα στα κείμενά της την έννοια (και την ουσία) του λαού…
Αν όμως θα θυμάμαι κάτι ακόμη, και θα με συντροφεύει, από το στιχουργικό έργο της Μαριανίνας Κριεζή θα είναι κάποια από τα 100 και πλέον τραγούδια, που στιχούργησε. Για «τα ήσυχα βράδια, που η Αθήνα θα ανάβει σαν μεγάλο καράβι» (για τα Ησυχα Βράδια του Λάκη Παπαδόπουλου, «με τα ψηλά ρεβέρ»).
Ή εκείνη την τοπιογραφία της, «απ’ το Σινέ Παρί στο Ιντεάλ / κι από το Ρεξ στο Τροπικάλ / χωρίς ελπίδα σ’ έψαχνα στον σωρό / των κομπάρσων του Ζορό» (Χίλιες και μια νύχτες Σινεμά, της Λένας Πλάτωνος).
Θα κρατήσω, κυρίως, εκείνο το εμβληματικό του Τάκη Μουσαφίρη, με τον Στράτο Διονυσίου, που λίγοι θυμούνται ότι είχε την υπογραφή της Μαριανίνας: «Ενα λεπτό, περιπτερά, / βουλιάζει στα βαθιά νερά / το τελευταίο μου το πλοίο».
Ή το πιο κοντινό μας χρονικά και ερωτικό «Τι θες ν’ ακούσω πια / τώρα που καμιά, καμιά συγγνώμη δε φτάνει / το σ’ αγαπώ μπορεί, μόνο αυτό μπορεί / μες στην καρδιά να μπει να τη ζεστάνει» (Το σ’ αγαπώ μπορεί, της Δήμητρας Γαλάνη).
Στο σεντούκι της καρδιάς, με τους θησαυρούς της Μαριανίνας, όλο και κάποιοι θα έχουν κρατήσει το «”Χαίρω πολύ!”, δυο λέξεις χιλιοειπωμένες / μα τη στιγμή εκείνη ό,τι και να λες / άγγελος πέρναγε, οι λέξεις οι φθαρμένες / φωταγωγήθηκαν και γίναν μαγικές» (Χαίρω πολύ, του Λάκη Παπαδόπουλου με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά). Ή το «Φτιάχνουν απόψε με κουρέλια και σανίδια / έναν συνοικισμό αυτόνομο / αυτοί που ψάχνουν για διαμάντια στα σκουπίδια / και στον υπόνομο» (Φτιάξε, καρδιά μου, το δικό σου Παραμύθι, του Διονύση Τσακνή).
Κάποιοι «μαριανινοχτυπημένοι» δεν μπορεί να μην έχουν ξεσηκωθεί κάποτε ή και να μην ξεσηκώνονται ακόμα με το «Πάρε πασά μου την οδοντόβουρτσά μου / δώσ’ μου κι εσύ τη μοναξιά σου τη μισή» (που είχε παίξει δυνατά, κάποτε, στο μεγάλο πάρτι του «Ταχυδρόμου» στην αθηναϊκή ριβιέρα) ή με το «όποιος άδικα πληγώνει / την καρδιά της άσπρης αλεπούς / πάντα κάποια μέρα το πληρώνει» (και τα δύο του Λάκη Παπαδόπουλου από το «Κατά βάθος αλεπού», με την Ελένη Δήμου).
Κρατάω, όμως, από κείνη τρυφερά και τα λογάκια της για την Αρλέτα, που πρωτοείπε άλλωστε και τα «Ησυχα βράδια» της: Batida de Coco, «εγώ την καρδιά μου δεν τη δανείζω με τόκο». Ή «Μαύρα τα μαντάτα για τη Σερενάτα / που παλιά την τάιζες μπαρμπούνια μαρινάτα / τώρα δε σε νοιάζει πού ξεχειμωνιάζει / ούτε άμα την πάτησε κανένας καμικάζι».
Από κείνην, τώρα πια θα μπορούμε να ακούμε μόνον το μήνυμα που έβαλε σε ένα από τα τραγούδια τους με το Λάκη Παπαδόπουλο και την Αρλέτα: «Ακούτε τον αυτόματο τηλεφωνητή. / Εγώ δεν είμαι εδώ. Απουσιάζω. (…) / άσε στον αυτόματο τηλεφωνητή / μια λέξη απ’ την καρδούλα σου βγαλμένη».
Ομως, θα ήθελα το φινάλε, εδώ, να γραφτεί με μερικούς ακόμη στίχους της, που η Μαριανίνα εκσφενδόνισε γλυκά (με τη μουσική της Λένας Πλάτωνος) πάνω στις γκρίζες ζώνες της ζωής μας: «Το τρένο με τις κούκλες των ενοχών / και των αραχνιασμένων παραμυθιών / το λένε Happy End Express για καμουφλάζ. / Σαμποτάζ! (…) / Κι αν αντί για το τρένο εκτροχιαστούμε εμείς / ας πούμε πως ακόμα για μας είναι νωρίς».