Η πρώτη ταινία για την Μαντάμ Κλοντ έκανε πρεμιέρα το μακρινό 1977. Την σκηνοθέτησε ο Ζιστ Ζεκίν, ο σκηνοθέτης της αισθησιακής «Εμμανουέλας», ενώ τον ρόλο της πιο διάσημης μαντάμας της Γαλλίας ερμήνευσε η Φρανσουάζ Φαμπιάν, με τη μουσική του μοναδικού Σερζ Γκενσμπούρ να εξυμνεί τρόπον τινά μία ζωή αφιερωμένη στον ερωτισμό και στην απελευθέρωση της γυναίκας, στον εξωραϊσμό ενός επαγγέλματος, όπως δήλωνε η ίδια η Μαντάμ Κλοντ.
Ωστόσο οι καιροί αλλάζουν και μαζί τους αλλάζουν και τα ήθη και απόδειξη αποτελεί η νέα «Madame Claude» της Σιλβί Βερέντ που προβάλλεται από την Παρασκευή στο Netflix. «Πρόκειται για το πορτρέτο ενός τέρατος», ανέφερε χαρακτηριστικά η γαλλίδα σκηνοθέτρια, μιλώντας στο Télérama.
Για τον βίο και την πολιτεία της Μαντάμ Κλοντ είναι ήδη γνωστά πάρα πολλά, ειδικά όσον αφορά τη συναρπαστική, τη λαμπερή και παραδόξως ευπρόσωπη και κοινωνικά αποδεκτή πλευρά της δραστηριότητάς της.
Η κατά κόσμον Φερνάντ Γκριντέ γεννήθηκε το 1923 στην Κοιλάδα του Λίγηρα και πέθανε το 2015 στην Κυανή Ακτή σε ηλικία 92 ετών. Η καταγωγή της ήταν ταπεινή, ο πατέρας της είχε ένα καφέ ενώ για να καλύψει τις ανάγκες της οικογένειάς του πουλούσε σάντουιτς με ένα καρότσι στον σταθμό της πόλης όπου ζούσαν.
Η κόρη του, ωστόσο, μπόρεσε να επανεφευρεθεί, πλασάροντας τον εαυτό της ως μία μεγαλοαστή θυγατέρα ενός βιομηχάνου, η οποία, μάλιστα, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου κλείστηκε σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης για την αντιστασιακή της δράση.
Και στη συνέχεια, όντας πεπεισμένη πως «για δύο πράγματα μόνο πληρώνει ο κόσμος, το φαΐ και το σεξ», βάλθηκε να μετατρέψει την πορνεία σε μέσο ανόδου στην κοινωνική ιεραρχία – τόσο της ίδιας όσο και των περισσότερων από 500 «jeunes filles», των νεαρών κοριτσιών ηλικίας από 18 έως 25 ετών, που εργάστηκαν για λογαριασμό της.
Τουλάχιστον αυτό πίστευε η ίδια. Τη δεκαετία του 1980 η Μαντάμ Κλοντ παραχώρησε μία συνέντευξη στην γαλλική τηλεόραση, κατά τη διάρκεια της οποίας αποπειράθηκε με πολύ πειστικό τρόπο να εξηγήσει πως μαζί της οι κοπέλες εξοικειώνονταν με τους τρόπους και τα ήθη της υψηλής κοινωνίας, μάθαιναν πώς να ντύνονται και πώς να συμπεριφέρονται και, το κυριότερο, συγχρωτίζονταν με ανθρώπους ζάπλουτους και πανίσχυρους και υπέρ το δέον γενναιόδωρους.
Πελατολόγιο με διάσημους και ισχυρούς
Αποτελεί γεγονός πως στο πελατολόγιο της γυναίκας που κατέστη η πιο διάσημη προαγωγός στον κόσμο, ανάγοντας την πορνεία σε υπηρεσία πολυτελείας, περιλαμβάνονταν οι μεγαλύτερες προσωπικότητες του πλανήτη.
Ο Τζον Κένεντι, ο οποίος το 1961 ζήτησε μια κοπέλα σαν την Τζάκι, αλλά «πιο καυτή», ο Αριστοτέλης Ωνάσης και η Μαρία Κάλλας, ο ζωγράφος Μαρκ Σαγκάλ, ο Τζάνι Ανιέλι της FIAT, ο Σάχης της Περσίας, ο Μοσέ Νταγιάν, ο Ντε Γκολ, ο Πομπιντού, ο Καντάφι, ο Μάρλον Μπράντο, ακόμη και η CIA λέγεται ότι κατέφυγε στις υπηρεσίες της.
Το διαμέρισμα της Μαντάμ Κλοντ στο Παρίσι βρισκόταν στο νούμερο 18 της Rue de Marignan, μόλις λίγα μέτρα μακριά από το Ελιζέ. Εκεί δεχόταν τα τηλεφωνήματα που γίνονταν για λογαριασμό δισεκατομμυριούχων, αρχηγών κρατών και μεγαλοεπιχειρηματιών οι οποίοι αναζητούσαν την ίδια και τις κοπέλες της όχι τόσο για το σεξ όσο για την εμπειρία.
Σύμφωνα με τον Στέφανο Μοντεφιόρι, ανταποκριτή της Corriere della Sera στο Παρίσι, η Μαντάμ Κλοντ πέτυχε γιατί κατάφερε να ερμηνεύσει εγκαίρως την εποχή της, την εποχή μίας «εύπορης και αισιόδοξης Γαλλίας που διέσχιζε τον Ατλαντικό Ωκεανό με το Concorde και ανακάλυπτε τον ενσυνείδητο και απενοχοποιημένο ερωτισμό», εξηγεί ο ιταλός δημοσιογράφος.
Συνελήφθη κάποιες φορές και καταδικάστηκε για φοροδιαφυγή αλλά και για μαστροπεία, εκτίοντας, μάλιστα, ποινή φυλάκισης, αλλά σε γενικές γραμμές δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερα προβλήματα με τη Δικαιοσύνη, καθώς γνώριζε πάρα πολλά μυστικά και κρατούσε στο χέρι ανθρώπους που σίγουρα δεν ήθελαν να εκβιαστούν ή να εκτεθούν. Οσον αφορά την κοινή γνώμη, λίγοι ήταν εκείνοι που την επέκριναν, μην τυχόν φανούν οπισθοδρομικοί.
Η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού
Η ταινία της Σιλβί Βερέντ διαλύει το παραπάνω αφήγημα και αναδεικνύει δίχως υπερβολές τη σκοτεινή πλευρά της Μαντάμ Κλοντ. Η οποία δεν αρνούνταν καμία υπηρεσία στους πελάτες της, και εάν κάποιος από αυτούς ήταν επιρρεπής στη βία, εκείνη δεν είχε πρόβλημα να του στείλει μία κοπέλα που ενδεχομένως να ήθελε να τιμωρήσει, είτε επειδή τόλμησε να την παρακούσει είτε επειδή δεν είχε καταβάλει την προμήθειά της – το 30% των εσόδων των κοριτσιών συν τα όποια πανάκριβα δώρα κατέληγαν στη δεσποτική προαγωγό.
«Τα πράγματα ήταν κάθε άλλο παρά υπέροχα στο σύμπαν της Μαντάμ Κλοντ. Το να πιστεύουμε ότι μία πόρνη, ακόμη και σε εκείνο το χλιδάτο και υψηλού πρεστίζ πλαίσιο, έκανε ευχαρίστως μία τέτοια δουλειά αποτελεί υποκρισία, τόσο όσο να φανταζόμαστε ότι μία καθαρίστρια ευχαριστιέται να καθαρίζει», σημείωσε η σκηνοθέτρια.
«Είμαστε μακριά από την Ντενέβ στην “Ωραία της Ημέρας” του Λουίς Μπουνιουέλ αλλά και από την απροκατάληπτη άποψη που πολλές φεμινίστριες, όπως η (γαλλίδα φιλόσοφος) Ελιζαμπέτ Μπαντεντέρ, έχουν για τις εργαζόμενες του σεξ που διαθέτουν ελεύθερα το σώμα τους, δίχως, δηλαδή, να τις εκμεταλλεύονται προαγωγοί», καταλήγει ο ιταλός ανταποκριτής, για να επισημάνει πως στην πραγματικότητα η Μαντάμ Κλοντ ήταν ακριβώς αυτό, μία προαγωγός και τίποτα παραπάνω.