«Πώς να βγάλετε μια selfie νυχιών!», «Εμπνευστείτε μανικιούρ με φρούτα!», «Η Κάιλι Τζένερ χτυπήθηκε από θαυμαστές όταν πήγε να βγάλει τα μάτια τής Stormi με τα γελοία γαμψά νύχια της»… Οι αναρίθμητοι και συνήθως υπερβολικοί τίτλοι που υπάρχουν online σχετικά με τα νύχια, δείχνoυν αν μη τι άλλο την εμμονή μας με το πάνω μέρος των δακτύλων μας και τις απεριόριστες δυνατότητες για τη διακόσμησή τους.
Στην εποχή του Διαδικτύου, το μανικιούρ είναι νικητής του traffic. «Στολίζει» μια πληθώρα από πίνακες του Pinterest, στο Instagram το hashtag #nails έχει φτάσει τις 153 εκατ. δημοσιεύσεις (όταν η λατρεμένη #pizza έχει μόλις 52 εκατ. δημοσιεύσεις…), δημιουργοί καλλιτεχνικού μανικιούρ έχουν γίνει σταρ ενώ αμέτρητες γυναίκες σε όλο τον κόσμο υποστηρίζουν ότι το μανικιούρ είναι μια μορφή φροντίδας του εαυτού. Από την άλλη πλευρά οι επικριτές του τα απορρίπτουν όλα αυτά ως εντελώς ασήμαντα.
Οταν η πανδημία χτύπησε τον πλανήτη, αμέσως εκδηλώθηκαν στο Διαδίκτυο προβληματισμοί για το μανικιούρ που όμως δεν αφορούσαν τόσο την ομορφιά, γράφει η Φάνμι Φέτο στον Guardian. Ξαφνικά ο κόσμος συνειδητοποίησε ότι η ομορφιά των νυχιών, το βάψιμο και η διακόσμησή τους, δεν είναι, απλώς φροντίδα αλλά και επαγγελματική απασχόληση.
Από το παραλήρημα στα social media, που προκλήθηκε από ένα άρθρο των New York Times, το οποίο αμφισβητεί το μέλλον της βιομηχανίας νυχιών στην εποχή της κοινωνικής αποστασιοποίησης, μέχρι τις κατηγορίες για μισογυνισμό, που δέχτηκε ο Μπόρις Τζόνσον όταν αρνήθηκε να περιλάβει τις επιχειρήσεις ομορφιάς στον σχεδιασμό της κυβέρνησης για έξοδο από το lockdown, ξαφνικά το ακίνδυνο μανικιούρ μπήκε σε ένα τέλμα αμφισβήτησης.
Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει ότι δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο: τα πετσάκια και η κουλτούρα της φροντίδας τους έχουν εμπλακεί εδώ και πάρα πολλούς αιώνες σε εξαιρετικά φορτισμένα ζητήματα, από ταξικές προκαταλήψεις και φυλετικές διακρίσεις μέχρι θέματα πολιτικής και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Μια φορά κι έναν καιρό…
Η γένεση του μανικιούρ δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο σε έναν πολιτισμό. Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν αιγυπτιακές μούμιες (που χρονολογούνται στο 5.000 π.Χ.) με επιχρυσωμένα νύχια και δάχτυλα βαμμένα με χένα. Περίπου την ίδια εποχή, οι Ινδές έβαφαν τα νύχια τους με χένα, ενώ οι αρχαίοι Βαβυλώνιοι χρωμάτιζαν τα δικά τους με κολ (κάρβουνο).
Στο βιβλίο της «Nails: The History of the Modern Manicure», η Σουζάν Σαπίρο αναφέρει ότι οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν στη νότια Βαβυλωνία ένα σετ μανικιούρ από καθαρό χρυσό -προφανώς μέρος του εξοπλισμού μάχης-, που χρονολογείται το 3.200 π.Χ. Η δημιουργία του πρώτου «βερνικιού νυχιών», συχνά πιστώνεται στους Κινέζους το 3.000 π.Χ. Οι γυναίκες περνούσαν τα νύχια τους με ένα μείγμα από ασπράδι αυγού, ζελατίνη, κερί μέλισσας και βαφές από πέταλα λουλουδιών, με πιο δημοφιλή τα τριαντάφυλλα και τις ορχιδέες, με αποτέλεσμα γυαλιστερά νύχια σε απόχρωση έντονη ροζ σχεδόν κοκκινωπή.
Στην Κίνα εξάλλου οι γυναίκες της ανώτερης τάξης φορούσαν χρωματιστά, πρόσθετα νύχια -εξτένσιον- αλλά και προστατευτικά νυχιών, μήκους 15 εκ., από σφυρήλατο ορείχαλκο διακοσμημένα με ημιπολύτιμους λίθους. Ηταν ένδειξη πλούτου και κοινωνικής τάξης, που μαρτυρούσε ότι δεν έκαναν χειρωνακτικές εργασίες.
Η κοινωνική σημασία των κόκκινων νυχιών, εξάλλου, είναι σταθερή και απαράλλαχτη εδώ και αιώνες. Ηταν προνόμιο της ελίτ, που τόνιζε τις κοινωνικές ανισότητες. Τα μέλη της δυναστείας Μινγκ επιδείκνυαν πρόσθετα νύχια με πορφυρό χρώμα, ενώ φημισμένα ήταν και τα κόκκινα νύχια που φορούσαν οι βασίλισσες της Αιγύπτου Νεφερτίτη και Κλεοπάτρα. Στις γυναίκες της κατώτερης τάξης, όμως, το κόκκινο ήταν απαγορευμένο, μπορούσαν να φορούν μόνο απαλές αποχρώσεις.
Αντίθετα, σήμερα, οι παλ αποχρώσεις έχουν συνδεθεί με τις ελίτ των WASP (λευκοί Αγγλοσάξονες, προτεστάντες) στις ΗΠΑ και τις εύπορες κατοίκους του Τσέλσι στο Λονδίνο. Κορυφαίο παράδειγμα είναι το κλασικό «γαλλικό», με τα δύο χρώματα, ημιδιαφανές λευκό ή πολύ ανοιχτό ροζ χρώμα ως βάση και μια διακριτική λεπτή λευκή γραμμή στην άκρη, αν και η καταγωγή του είναι αμερικανική αφού δημιουργήθηκε το 1975 από τον αμερικανό Τζεφ Πινκ, πρόεδρο της εταιρείας βερνικιών Orly Nails.
Στους Γάλλους, ωστόσο, και συγκεκριμένα στην μακιγιέζ Μισέλ Μενάρ, πιστώνεται η δημιουργία ενός γυαλιστερού μανόν (βερνίκι νυχιών) με βαφή αυτοκινήτου, που όμως ήταν διαθέσιμο σε πολύ λίγες γυναίκες τη δεκαετία του 1920. Ολα άλλαξαν το 1932, όταν η Revlon κυκλοφόρησε αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως βερνίκι νυχιών, προσφέροντας τη δυνατότητα του μανικιούρ στις μάζες.
Η δημοτικότητα των βαμμένων νυχιών συνεχίστηκε ακόμη και σε περιόδους οικονομικής αστάθειας, αφού ήταν μια προσιτή και δικαιολογημένη πολυτέλεια. Μερικές αποχρώσεις, μάλιστα, όπως το Chanel’s Rouge Noir, έγιναν διάσημες: το 1995, η απόχρωση του ξεραμένου αίματος, που λανσάρησε η Ούμα Θέρμαν στο «Pulp Fiction» του Κουέντιν Ταραντίνο, εξαντλήθηκε την πρώτη, κιόλας, ημέρα που κυκλοφόρησε. Ηταν τέτοια η τρέλα, που δημιουργήθηκε λίστα αναμονής 12 μηνών, ενώ εξακολουθεί να είναι το δημοφιλέστερο προϊόν της Chanel.
Το τελετουργικό της ζωγραφικής των νυχιών από επαγγελματία μανικιουρίστα ήταν σε μεγάλο βαθμό προνόμιο των πλουσίων μέχρι τη στιγμή της σχετικά πρόσφατης δημιουργίας των «nail bars». Η ζωγραφική των νυχιών ήταν δημοφιλής τη δεκαετία του 1930, όταν η Τζόαν Κρόουφορντ έκανε το αγαπημένο στιλ της εποχής με το μισοφέγγαρο, περίπου την ίδια εποχή που το περιοδικό Life δημοσίευσε ένα κομμάτι για τα νύχια με μονόγραμμα.
Η αναβίωση της τέχνης των νυχιών, όμως, οφείλεται στις μαύρες γυναίκες, που έδωσαν νέα πνοή στο εντυπωσιακό μανικιούρ, Από την Ντονιάλε Λούνα, το πρώτο μαύρο μοντέλο που εμφανίστηκε σε εξώφυλλο της Vogue τον Μάρτιο του 1966, και την τραγουδίστρια Γκλοντίν Γουάιτ, σύζυγο του πρίγκηπα της σόουλ Μπάρι Γουάιτ, μέχρι τις σταρ των δεκαετιών 1980 και 1990 οι μαύρες γυναίκες δημιούργησαν τη δική τους γλώσσα για το τι είναι ωραίο.
Δεν είναι τυχαίο ότι η αθλήτρια της ρυθμικής γυμναστικής Νία Ντένις φορούσε μακριά, πρόσθετα νύχια εκτελώντας τη ρουτίνα της, χορογραφημένη με γνωστά ραπ κομμάτια. Το βίντεο της νεαρής αθλήτριας έγινε viral την περασμένη εβδομάδα, έχοντας ξεπεράσει τα 10,3 εκατ. προβολές στο Twitter μέσα σε τέσσερις ημέρες, και επαινέθηκε για την εισαγωγή στοιχείων της μαύρης κουλτούρας σε ένα παραδοσιακά ευρωκεντρικό άθλημα.
Οι μαύρες γυναίκες, όμως, έχουν στιγματιστεί επανειλημμένα για τα νύχια τους. Το 2016, για παράδειγμα, ο ιταλοαμερικανός συγγραφέας Γκέι Ταλέζε αμφισβήτησε την εγκυρότητα της δουλειάς της δημοσιογράφου των New York Times Νικόλ Χάνα-Τζόουνς. Η βραβευμένη με Pulitzer 2020 δημοσιογράφος αποκάλυψε ότι την πίεσε να του πει «πώς την πήραν στους New York Times, πριν τη ρωτήσει αν θα πήγαινε να φτιάξει τα νύχια της»…
Και η κορυφαία αθλήτρια του στίβου Φλόρενς Γκρίφιθ-Τζόινερ, η ταχύτερη γυναίκα του κόσμου, έβλεπε συνεχώς τις επιδόσεις της να σκιάζονται από την εμμονή -και κρυφή απέχθεια- των media με τα ασυνήθιστα μακριά ακρυλικά νύχια της. Τώρα ωστόσο η Κάιλι Τζένερ δοξάζεται για την τάση…
Σήμερα, η τέχνη των νυχιών δεν είναι πλέον ένα ασυνήθιστο θέαμα. Ακόμη και τα πιο σικ ινστιτούτα ομορφιάς και κομμωτήρια προσφέρουν την υπηρεσία ενώ υπάρχουν «νυχάδικα», που κάνουν θαύματα με 10-15 ευρώ, καθιστώντας το περίτεχνο μανικιούρ εξαιρετικά δημοφιλές και προσιτό σε όλες τις γυναίκες.
Δυστυχώς, αυτή η «φτηνή πολυτέλεια» έχει και την σκοτεινή πλευρά της. Στο Ηνωμένο Βασίλειο υπάρχουν πολλές αναφορές, που δείχνουν συγκλονιστικούς δεσμούς μεταξύ των nail bars και του human trafficking (εμπορία ανθρώπων), καθώς η βιομηχανία του μανικιούρ είναι εντελώς ανεξέλεγκτη. Πολλά nail bars φέρνουν στη χώρα αυτή ευάλωτους, συνήθως χωρίς έγγραφα, άντρες και γυναίκες, και τους αναγκάζουν να εργάζονται σαν σκλάβοι.
Ο συγκλονιστικός θάνατος 39 Βιετναμέζων σε ένα φορτηγό τον Οκτώβριο του 2019, πολλοί από τους οποίους διακινήθηκαν για να εργαστούν σαν μανικιουρίστες, δυνάμωσε τις εκκλήσεις για την αντιμετώπιση της εκμετάλλευσης στη βιομηχανία. Και τον περασμένο Νοέμβριο, η μανικιουρίστα Μάριαν Νιούμαν, που έχει εργαστεί σε μερικές από τις μεγαλύτερες επιδείξεις μόδας και διαφημιστικές καμπάνιες, ίδρυσε την Federation of Nail Professionals (Ομοσπονδία Επαγγελματιών Νυχιών) με την ελπίδα να βελτιωθούν οι συνθήκες εργασίας και να εξαλειφθούν οι ανήθικες εργασιακές πρακτικές.
Εν τω μεταξύ η κλιμάκωση της πανδημίας απειλεί ολόκληρη τη βιομηχανία ομορφιάς και πολλές συναφείς επιχειρήσεις (4.578 τον αριθμό) στη Βρετανία έχουν κλείσει, γράφει ο Guardian.
Ο κορονοϊός θα σημάνει άραγε το τέλος του μανικιούρ; Στην Αγγλία ίσως, στην Ελλάδα αποκλείεται, και ο νοών νοείτω.