«Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι / τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχτές / τ’ αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι / σου μάθαινε το αύριο και το χτες / μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη / με του καιρού δεμένος τις κλωστές…» Έψαξα πολύ, μα νομίζω πως δεν βρήκα στίχους άλλους, στα τόσα (εκατοντάδες;) τραγούδια του, που να εκφράζουν τον τύπο και την ουσία της ποιητικής του, της στιχουργικής του δεινότητας. Το αύριο και το χτες συνάμα. ‘Ενα μαγικό αλφαβητάρι ελληνικό – ελληνικότατο – σε λόγο, σε λέξεις και σε αίσθημα. Και οι κλωστές του καιρού, γερά δεμένες στα χέρια του, να τις κινεί σε ένα θέατρο σκιών για τον παράξενο πλανήτη με το όνομα «Ελλάς». Για την ζωή μας.
Μπορεί η Λίνα Νικολακοπούλου να φώναξε στιχουργικά, εκεί στα τέλη του ’80, την ζωή μας, με εκείνο το «στον κόσμο που ’ρθαμε χορτάσαμε γκρεμό», όμως δέκα χρόνια πριν ο Μάνος Ελευθερίου είχε ανοίξει το δρόμο για να ειπωθούν τα πράγματα με το όνομά τους: «Γιατί τ’ άδικο το ζούμε μέσα από την κούνια μας». Και αυτό, «στης ανάγκης τα θρανία / και στης φτώχειας το σχολειό» και με «Παραπονεμένα λόγια». Όχι σαν εκείνα των ταπεινωμένων, παραδομένων ηρώων στα μελό τραγούδια του ’60, που αποθέωσε ο Καζαντζίδης. Αλλά με συνείδηση αστική και με ταπεινή επίγνωση μιας καθημερινότητας που φωτιζόταν, σαν πλανόδιο τσίρκο και σαν πολύτιμο άλμπουμ ιστορίας με «γράμματα μ’ ευχές κι αφιερώσεις μέσ’ στο κομοδίνο σιωπηλές» (στον μνημειακό «Άγιο Φεβρουάριο»), στους -μεγάλους- στίχους του. Και «χρόνια μετά και κάτω απ’ την μαρκίζα». Θυμίζοντάς μας, αιχμηρά: «Εσύ όπου να πας, σ’ όποιο ταξίδι, σε λάθος στάση θα κατεβείς».
Ο κύριος Μάνος, ας το πούμε απερίφραστα, μας μίλησε για την ζωή μας. Για την καθημερινότητά μας. Για όσα ζήσαμε και όσα φοβόμασταν να ζήσουμε. Ή για όσα φοβηθήκαμε και τα ζήσαμε. Μας μίλησε, δίχως φόβο και πάθος, για την καταγωγή μας. Και για την αγωγή μας. Όσο κι αν μέσα στον χορό του λαϊφστάιλ εμείς επιμέναμε να τις ξεχνάμε. Και τις δύο.
Δείτε ένα βίντεο με τα «Μαλαματένια λόγια»:
Και όλα αυτά, με «Μαλαματένια λόγια». Εκεί που με τη θρυλική «Θητεία» του Γιάννη Μαρκόπουλου και με τις ερμηνείες των Χαράλαμπου Γαργανουράκη, Λάκη Χαλκιά και Τάνιας Τσανακλίδου, το 1974, λίγο πριν τον επιθανάτιο ρόγχο της Χούντας, αλλά με το στίγμα των χουντικών λογοκριτών στους στίχους του, κατάφερνε να εμφορήσει με όσα πίστευε και όσα ήθελε να πει – για μας πάντα – ένα τραγούδι: «Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια / κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής / περνούσα τα δικά σου δικαστήρια / αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις / να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια / και σαν κακούργο να με τιμωρείς». Η ιστορία λέει ότι σε αυτό το τραγούδι πέρασε την ιστορία του εργατικού κινήματος και την πολιτική ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Παρασκευή ήταν η 21η Απριλίου 1967, Παρασκευή και η μέρα της δολοφονίας του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη: «Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες / και ξημερώνοντας Παρασκευή / τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες / με πήραν και με βάλαν σε κλουβί / και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες / παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί». Και η λογοκρισία του έκοβε το «κι όχι να ζεις μ’ αυτή τη συμμορία» σε «κομπανία». Άφησαν όμως, ανέγγιχτο, το κλείσιμο του ματιού του στον Γιώργο Σεφέρη, στην «Ελένη» του και στο πολυαγαπημένο του «Επί Ασπαλάθων»: «Τα αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία» και «Γυναίκες στην γωνιά, με ασετυλίνη, παραμιλούν στην ακροθαλασσιά» και «Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι, ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά».
Το βίντεο για το «Βραδεμβούργιο»:
Αυτός, εδώ, είναι ο πολυσχιδής, ο πολύπλευρος, ο ένας Μάνος Ελευθερίου. Λαϊκός, αιχμηρός και διορατικός, παρηγορητικός και εφέτης μαζί, όσο και δημόσιος κατήγορος, αλλά και λόγιος. Με τον νου ακόμη και παραπέρα από το λόγιο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο θησαυρός του, για τον οποίο σπάνια μιλούσε, ήταν «τα χειρόγραφα που έχω των πεθαμένων και είναι σπάνια, μοναδικά, δεν βρίσκονται σήμερα», όπως παραδεχόταν στο «Βήμα». Σε έναν διάλογο με όσους έφυγαν και είχαν τόσα να του πουν, καθώς ήξερε «ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη». Αυτός που «στις μυρτιές του Άδη σεργιανά». Λαϊκός και καθημερινός, με την φωνή μιας πριμαντόνας να καραδοκεί κάπου στο βάθος να ακουστεί τελευταία, γιατί τίποτα δεν έχει τελειώσει προτού εκείνη η πριμαντόνα πει τον τελευταίο λόγο της. Πριν βγάλει την τελευταία κορώνα της.
Αυτή η πριμαντόνα υπήρχε πάντα στη σκέψη του. Στην άκρη της ή στα σύνορά της. Ίσως σαν φάντασμα / φάσμα από το πολύτιμο Θέατρο «Απόλλων» της αγαπημένης του πατρίδας, της Ερμούπολης. Ίσως σαν εκείνο που τον γεφύρωνε πάντα με την παιδική του ηλικία. Ακόμη κι όταν μολογούσε, βαριά, την ηλικία του. Την έβλεπε παντού αυτή την πριμαντόνα. Ακόμη και στον πρόλογο, που μου έκανε την τιμή να συνθέσει, για το βιβλίο μου «Με μουσικές εξαίσιες, με φωνές» (Εκδ. Ιωλκός): «Υπάρχει νομίζω κρυμμένη μια απαστράπτουσα πριμαντόνα που μου θυμίζει αόριστα τις μορφές του Μεσοπολέμου, ίσως και λίγο πριν, αν είναι δυνατό, ντυμένη σε ροζ μετάξι, με μαργαριτάρια στο λαιμό, κρατώντας στην αγκαλιά το κάτασπρο, ήσυχο σκυλάκι της. Η πριμαντόνα καραδοκεί…».
Δείτε το βίντεο για το «Κάτω απ’ την μαρκίζα»:
Ακόμη και στα «Δέκα γραμμάριά» του, για τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα: «Δέκα γραμμάρια χασίς / και πέντε μιας αναπνοής / αρκούν για πάντα να κλειστείς / στο κρατητήριο. / Σκέψου την Κάλλας σε μιαν άρια / φτάνει τα τέσσερα γραμμάρια / γιατί αυτά μοιάζουν τροπάρια / σε κομμωτήριο».
Έτσι και στην ζωή που επέλεγε. Στην δική του καθημερινότητα, που την ζούσε ακόμη και κόντρα στους στίχους του για τις δικές μας καθημερινότητες. Μπορούσε τη μία στιγμή να φωτογραφίζεται με τον Ηλία Ψινάκη και να του γράφει το «Έχω πρόβλημα υγείας / καρδιακής κυκλοφορίας / έχω πρόβλημα μεγάλης ιστορίας». Και την άλλη να βουτάει στους κόσμους του Καβάφη και του Ελύτη και να χαρίζει 40.000 τίτλους βιβλίων στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Σύρου και 1.000 στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αστυπάλαιας. Μπορούσε να χαρίζει στίχους του πολύτιμους σε νέους, όπως πολύ πρόσφατα στον Γιώργο Κυριάκο: «Σαν Βραδεμβούργιο του Μπαχ σε φυλακή / έτσι ακούστηκε η φωνή σου στη ζωή μου. / Σκέφτηκα τότε τι μπορώ και τι δεν ήμουν / και τι δεν έχω στη ζωή προοπτική». Ή αντίστοιχα στην Ελισάβετ Καρατζόλη και τον Αλέξανδρο Εμμανουηλίδη.
Με την ίδια ζέση συνέθετε, μαζί με το Θάνο Μικρούτσικο, τον ύμνο εκείνων που με τους «αθάνατους έχουν λογαριασμούς», στον ακρογωνιαίο ογκόλιθο της στιχουργικής του, «Ο Άμλετ της Σελήνης»: «Τι ζήλεψες τι τα ‘θελες τα ένδοξα Παρίσια / έτσι κι αλλιώς ο κόσμος πια παντού είναι τεκές / διεκδικούσες θαύματα που δίνουν τα χασίσια / και παραισθήσεις όσων ζουν μέσα στις φυλακές». Αναφορά στον συγγραφέα – διανοούμενο Γιώργο Χειμωνά, που ζούσε στο Παρίσι. Με άξονα την μεγάλη «ψύχωση» του κυρίου Μάνου για τον Άμλετ: «Ξέρω απ’ έξω κι όλους τους μονολόγους από τότε που ήμουν μαθητής στη Δραματική Σχολή», όπως έλεγε.
Δείτε το βίντεο από τον «Άμλετ της Σελήνης»:
Συνάμα, όμως, ο ίδιος Μάνος Ελευθερίου μπορούσε να υπερασπίζεται την επιλογή του να γράψει -αξιομνημόνευτους!- στίχους για την Πέγκυ Ζήνα, στο σημείωμά του για το άλμπουμ της «Ευαίσθητη… Ή λογική;»: «Τελικά ποιος μοιράζει τίτλους και παράσημα σ’ αυτόν τον τόπο; Και παράσημα από ποια νίκη κι από ποια μάχη; Με ποια αρματωσιά και σταδιοδρομία, με ποιο ήθος και κυρίως με ποιο ΕΡΓΟ αποφασίζει να εξοστρακίσει (το θέμα μου είναι και η Πέγκυ Ζήνα) έναν τραγουδιστή μόνο και μόνο επειδή δεν τραγουδά τα τραγούδια της αρεσκείας του ή των φίλων του; Κάτι που μένει στον αέρα στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, είναι η παλαιά υστερική και λυσσαλέα επίθεση εναντίον του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού από τους συνθέτες και τραγουδιστές του λεγόμενου ελαφρού τραγουδιού. Δεν υπήρξε βρωμερό επίθετο που να μην γράφτηκε».
Το βίντεο από τις «Αφύλαχτες διαβάσεις»:
Χάρη σε αυτή του τη στάση κερδίσαμε μερικούς ακόμη στίχους για τα ανερμάτιστα… έρμα μας. Π.χ. με τις – προσωπικά αγαπημένες – «Αφύλαχτες διαβάσεις», σε μουσική του Γιώργου Σαμπάνη: «Πού γυρνάς και πώς ζεις / ποια σεντόνια σε σκεπάζουν / με ποιους ξένους μιλάς / πώς μπορείς και σ’ αγκαλιάζουν / πού χρωστάς, τι ζητάς, τι σου τάζουν (…) Το παιχνίδι εδώ παιζόταν / μα ήτανε αλλού οι παίχτες / κι απ’ τα κέρδη που θα μείνουν / μόνο εσύ θα πληρωθείς / σαν τα τρένα που περνάνε τις αφύλαχτες διαβάσεις / και προλάβεις να περάσεις / και προλάβεις να σωθείς».
Ακούστε το «Δέκα γραμμάρια»:
«Πικρός, μα πολύ πικρός ποιητής ο Μάνος Ελευθερίου στο πρωτοφανέρωμά του. Άτεγκτος στην ήττα του που την πιστεύει ήττα όλων μας. Στην ήττα της παραδοχής μιανού κύκλου ευαισθησίας σαν σκοπού της ζωής», έγραφε κοντά εξήντα χρόνια πριν η εφημερίδα «Ακρόπολις». «Η πρώτη επαφή μαζί του μας δημιουργεί μια υποψία πως αυτά όλα είν’ επικίνδυνα τεχνητά. Αργότερα μόνο θα καταλάβουμε, σαν με πιότερη προσοχή θα σκύψουμε κοντά του πόσο μετουσιωμένος είναι. Και τότε θα διακρίνουμε κείνο το χαμόγελο σφραγίδα, πίκρας κι ειρωνείας πάνω στα χείλη του».
Ενα βίντεο για το «Χρόνια σαν τριαντάφυλλα»:
Και αυτό, το 1962, ενώ ήδη είχε γράψει για τα «Λαϊκά» του Μίκη Θεοδωράκη το περίφημο «Το τρένο φεύγει στις οκτώ» (κυκλοφόρησε το 1971) και δύο χρόνια πριν από την δισκογράφηση του πρώτου τραγουδιού, σε μουσική Χρήστου Λεοντή, υπό τον – πικρό – τίτλο «Ρημαγμένοι Κήποι»: «Το σπίτι γέμισε με λύπη / και με σταχτί πικρό καπνό / φεύγεις και ρήμαξαν οι κήποι / χωρίς γαλάζιο ουρανό / το σπίτι γέμισε με νύχτα». Κι έπειτα ήρθε η Ιστορία και ο Μάνος Ελευθερίου γέμισε το σπίτι -της καταγωγής και της αγωγής μας- με τους στίχους του. Τους στίχους της δικής μας καθημερινότητας. Ακόμη κι αν έγραφε για καφενέδες, όπως στο «Χρόνια σαν τριαντάφυλλα» του Σταμάτη Κραουνάκη, που απογείωσε ο Δημήτρης Μητροπάνος («Παραθαλάσσιος καφενές σε κάποια επαρχία / εκεί που ζουν οι άνθρωποι μόνο γονατιστοί») ή στα «Παραθαλάσσια καφενεία» της Νένας Βενετσάνου («Είχα μια αγάπη από παιδί για καφενεία / που ήταν στη θάλασσα και βλέπαν ουρανούς»)…