Το ότι δεν εξεπλάγην κανείς δεν έχει σημασία. Αντιθέτως, στην καλύτερη περίπτωση, είναι έκδηλη η ανησυχία. Γιατί «στο τέλος της θητείας του θα έχει κυβερνήσει την Τουρκία επί 26 χρόνια, σχεδόν διπλάσιο χρόνο από τον Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος παρέμεινε στην εξουσία επί 15 χρόνια. Οπότε, στο τέλος, ο Ερντογάν δεν θα έχει μόνο ασκήσει την εξουσία, αλλά θα έχει μεταμορφώσει τη χώρα, επιβάλλοντας το όραμά του όσον αφορά το τι θα έπρεπε να είναι η Τουρκία».
Αυτά είπε, μιλώντας στη La Repubblica, ο Μουσταφά Ακιόλ, ένας από τους κορυφαίους ειδικούς, παγκοσμίως, στην όμορη χώρα, ίσως ο πιο επιφανής στο πλαίσιο του διεθνούς διαλόγου για την πατρίδα του, θαμώνας του CΝΝ, του Foreign Policy και του Foreign Affairs και ανώτερο στέλεχος του Cato Institute της Ουάσινγκτον.
Εχοντας περιγράψει εκ των προτέρων όσα επιβεβαίωσαν την Κυριακή οι κάλπες, σημείωσε πως «τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να περιμένουμε λιγότερα ελεύθερα μέσα ενημέρωσης και περισσότερα πανεπιστήμια ελεγχόμενα από το κράτος, περισσότερο εθνικισμό και θρησκευτική παραδοσιακότητα. Και ένα νέο Σύνταγμα, για το οποίο γνωρίζουμε ελάχιστα, αλλά του οποίου το περιεχόμενο πρέπει να προσέξουμε πολύ» προσέθεσε συνομιλώντας με τη Φραντσέσκα Κάφερι.
Πώς τα κατάφερε, όμως, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, παρά τις χείριστες οικονομικές επιδόσεις της Τουρκίας, τα τελευταία αρκετά, πλέον, χρόνια, τον υψηλότατο πληθωρισμό και την κάθε άλλο παρά ταχεία ανασυγκρότηση μετά τους φονικούς σεισμούς του περασμένου Φεβρουαρίου;
«Το ζήτημα έχει να κάνει με το “ανήκειν”: οι θρησκευόμενοι, οι εθνικιστές, δεν θα ψήφιζαν ποτέ κάποιον άλλον. Η Τουρκία χωρίζεται σε πολιτιστικές περιοχές που είναι επίσης πολιτικές. Απλώς κοιτάξτε τον χάρτη: η συντηρητική Ανατολία ψήφισε σύσσωμη τον Ερντογάν, οι κουρδικές περιοχές και οι ακτές, πιο προοδευτικές, στήριξαν τον Κιλιτσντάρογλου. Γενικά, μπορεί να ειπωθεί ότι οι συντηρητικοί αποτελούν το 50% του τουρκικού εκλογικού σώματος και δεν πρόδωσαν τον άνθρωπό τους. Αλλωστε, ο Ερντογάν εδραίωσε την έννοια της ταυτοτικότητας ως βάση της πολιτικής» απάντησε ο Ακιόλ.
«“Εμείς είμαστε καλοί μουσουλμάνοι, εκείνοι είναι ανήθικοι και άθρησκοι”» επισήμανε στους ψηφοφόρους του ο τούρκος πρόεδρος και το μήνυμα αναμεταδώθηκε ανελέητα από τα μέσα ενημέρωσης, το 90% εκ των οποίων ελέγχεται από την κυβέρνηση, έφτασε ακόμη και στις σαπουνόπερες», προσέθεσε.
Ομως ο Ερντογάν δεν καινοτομεί. Παρόμοια στρατηγική εφαρμόζει ο Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Υφίσταται, ωστόσο, μια σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο χωρών. «Στις ΗΠΑ η ισορροπία δυνάμεων λειτουργεί. Ο Τραμπ μπόρεσε να αναστατώσει ορισμένες δομές του κράτους, αλλά μέχρι ένα σημείο. Αυτό δεν ισχύει για εμάς» σημείωσε ο Ακιόλ.
Οσον αφορά την εξωτερική πολιτική, «πιστεύω ότι ο Ερντογάν θα συνεχίσει την πραγματιστική και διεθνιστική προσέγγιση που εφάρμοσε τα τελευταία χρόνια. Δεν θα φύγει από το ΝΑΤΟ, αλλά θα υπαγορεύσει τους όρους, ούτως ώστε να επιτρέψει στη Σουηδία να ενταχθεί. Θα επιδιώξει ισχυρότερες εμπορικές σχέσεις με την Ευρώπη, αλλά δεν θα δεσμευθεί να σεβαστεί τις ιδρυτικές αξίες της Ενωσης όσον αφορά τις ατομικές και πολιτικές ελευθερίες. Και θα συνεχίσει, όποτε μπορεί, να διαδραματίζει μεσολαβητικό ρόλο, που του επιτρέπει να κερδίζει κύρος στη διεθνή κοινότητα» (βλ. συμφωνία για τα σιτηρά).
Στην επικράτηση του Ερντογάν συνέβαλε, φυσικά, και το ότι η αντιπολίτευση «πήγε στις κάλπες με έναν μη-χαρισματικό ηγέτη και οι ψηφοφόροι δεν το συγχώρεσαν αυτό. Εάν στη θέση του Κιλιρτσντάρογλου ήταν ο δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, ο Εκρέμ Ιμάμογλου, η κατάληξη μπορεί να ήταν διαφορετική. Αλλά η αντιπολίτευση ήταν διαιρεμένη. Και, ούτως η άλλως, προνόησε να τερματίσει την πορεία του φορτώνοντάς του μια καταδίκη που δεν του επέτρεψε να αγωνιστεί».
Σχετικά με το μέλλον της Τουρκίας, σημείο αναφοράς θα αποτελέσει (καλώς ή κακώς) η οικονομία. «Αναμφίβολα […] Τα συναλλαγματικά διαθέσιμα είναι υπό του μηδενός. Ο Ερντογάν προέβη σε υπερβολές, πριν και κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, για να εξασφαλίσει την υποστήριξη του εκλογικού του σώματος, άνοιξε εργοτάξια, διπλασίασε τους μισθούς, σε πολλές περιπτώσεις ξόδεψε πολύ περισσότερα από όσα μπορούσαν να αντέξουν τα κρατικά ταμεία. Στις κάλπες η κακή κατάσταση της οικονομίας δεν μέτρησε για τους ψηφοφόρους, γιατί πείστηκαν από τη θεωρία περί επίθεσης της Δύσης που προέβαλε ο Ερντογάν: “Η οικονομία μας βρίσκεται σε κρίση γιατί θέλουν να μας μποϊκοτάρουν”» εξήγησε ο Ακιόλ.