Βρετανός και βετεράνος στον κινηματογράφο, ο Μάικλ Κέιν είναι ένας από τους πιο αξιοσέβαστους ηθοποιούς στο χώρο της Εβδομης Τέχνης. Υστερα από 73 χρόνια καριέρας στο θέατρο και στο σινεμά, ο θρυλικός σταρ παρουσιάζει, με μια συνέντευξη στην Telegraph και τον δημοσιογράφο Μικ Μπράουν, την τελευταία του ταινία, «The Great Escaper».
«Τον βρίσκω να κάθεται σε έναν μεγάλο λαδί καναπέ παρακολουθώντας το τουρνουά του Γουίμπλεντον στην τηλεόραση» γράφει ο Μικ Μπράουν στη βρετανική εφημερίδα, «όταν, μια συννεφιασμένη μέρα στις αρχές Ιουλίου, φτάνω για να τον συναντήσω στο διαμέρισμά του, στο Τσέλσι».
Στα 90 του πια, ο άλλοτε κατάξανθος ηθοποιός έχει πλέον άσπρα μαλλιά. Είναι ντυμένος με μπλε πουκάμισο με το μονόγραμμά του, μαύρο παντελόνι και σουέτ παπούτσια, ενώ τα μάτια του αστράφτουν πίσω από τα μεγάλα γυαλιά του. Δίπλα του, η πάντα γοητευτική και σχεδόν αγέραστη στα 76 της χρόνια σύζυγός του, Σακίρα.
Εχουν, λένε, αυτό το σπίτι εδώ και 30 χρόνια, ενώ μέχρι πρόσφατα είχαν στην κατοχή τους και ένα εξοχικό στο Σάρεϊ. Το πούλησαν όμως, γιατί το σπίτι ήταν χτισμένο σε έκταση οκτώ στρεμμάτων, μια έκταση πολύ μεγάλη για να περπατάει πλέον, σε αυτή την ηλικία, ο Κέιν. «Ασε που έπρεπε να παίρνω τηλέφωνο τη Σακίρα εκεί μέσα για να τη βρω!» λέει γελώντας.
«Και έπειτα σκέφτηκα “ποιο το νόημα;” και το πούλησα, αγοράζοντας ένα μικρότερο εξοχικό στο Γουίμπλεντον, που είναι πιο κοντά στην οικογένεια και στα τρία εγγόνια μου». Τώρα το ζευγάρι περνάει τρεις ημέρες στο Τσέλσι και την υπόλοιπη εβδομάδα στο Γουίμπλεντον, όμως ο Κέιν προτιμά ξεκάθαρα το πρώτο: «Αν ζεις στο Τσέλσι», λέει, «δεν θέλεις να ζήσεις οπουδήποτε αλλού στο Λονδίνο».
Το σαλόνι είναι γεμάτο με μεγάλα, μοντέρνα έπιπλα, με έναν πάγκο που το χωρίζει από την τραπεζαρία και από την κουζίνα, εκεί όπου η Σακίρα κάθεται σε ένα ψηλό σκαμπό παρακολουθώντας τη συνέντευξη.
Του αρέσει το γέλιο του Μάικλ Κέιν, και πάντα του άρεσε να κάνει τους συνομιλητές του να γελάνε. «Θα σου πω σε ποιον άρεσε το γέλιο» λέει στον Μπράουν. «Στον Φρανκ Σινάτρα!» Οι δυο τους γνωρίστηκαν όταν ο Κέιν έφθασε για πρώτη φορά στο Χόλιγουντ, στα μέσα της δεκαετίας του 1960. «Ο Φρανκ ήταν πολύ καλός, έγινε φίλος μου και του άρεσε να γελάει. Ποτέ όμως δεν έκανε πράγματα που θα μου φαίνονταν αστεία» λέει.
«Ηταν σκληρός άνθρωπος… πολύ σκληρός. Με πήγε στο Λας Βέγκας με το ιδιωτικό του αεροπλάνο και μου γνώρισε κάθε λογής μαφιόζο. Με όλους τους είχαμε δειπνήσει στο Caesars Palace… Ηταν πολύ δύσκολο για μένα να πιστέψω αυτό που συνέβαινε». Αυτό έγινε και πάλι όταν ο Σινάτρα παντρεύτηκε τη Μία Φάροου και ο Κέιν έβγαινε με την κόρη του Σινάτρα, τη Νάνσυ.
Τον Μάρτιο, στα 90ά γενέθλια του Κέιν, η Φάροου έκανε μια χιουμοριστική ανάρτηση στο Instagram, επισημαίνοντας ότι εάν ο Κέιν είχε παντρευτεί τη Νάνσυ, εκείνη θα ήταν η πεθερά του. Δεν το πίστευε όταν του το είπε ο δημοσιογράφος, καθώς, όπως παραδέχθηκε ποτέ δεν μπαίνει στο Instagram. Σημείωσε όμως ότι ο ίδιος και η Φάροου έγιναν καλοί φίλοι. Οταν ο Φρανκ έφευγε για ένα ταξίδι ή μια περιοδεία, του έλεγε “να την προσέχεις, Μάικλ, μην την αφήσεις να βαρεθεί!” «Ετσι κι εγώ είχα πάρει μαζί της σβάρνα τις ντίσκο, τα εστιατόρια και όλα αυτά – για να μη βαρεθεί» λέει γελώντας.
«Ας πούμε τώρα για το Χόλιγουντ» προτείνει ο Μπράουν και νιώθει από την έκφραση που παίρνει το πρόσωπό του ότι ακόμα και η λέξη τον εμψυχώνει. «Ημουν τελείως άγνωστος στο κοινό, όταν ξαφνικά βρέθηκα ανάμεσα στα μεγαλύτερα αστέρια του παγκόσμιου κινηματογράφου», λέει. «Ηταν η πιο απίστευτη εμπειρία. Ηταν σαν να ζούσα μαζί με θεούς. Πήγαινα, για παράδειγμα, σε ένα εστιατόριο και μπορεί να βρισκόταν εκεί ο Τζον Γουέιν ή όποιος άλλος. Ολοι θα με χαιρετούσαν! Για την ακρίβεια, με αντιμετώπισζν σαν έναν από αυτούς! Εζησα εκεί, δούλεψα εκεί, κέρδιζα κατά καιρούς Οσκαρ… και όλα αυτά» – έχει κερδίσει δύο χρυσά αγαλματίδια, ενώ έχει προταθεί για άλλα τέσσερα. «Ημουν ακριβώς σαν αυτούς».
Σε μια καριέρα που ήδη μετρά 73 χρόνια – από την πρώτη του, φευγαλέα εμφάνιση στην ταινία του 1950 «Morning Departure», ο Μάικλ Κέιν έχει γυρίσει περισσότερα από 120 φιλμ. Η νέα του ταινία, «The Great Escaper», μάλλον θα είναι η τελευταία του, σύμφωνα με τον ίδιο. Το φιλμ βασίζεται στην αληθινή ιστορία του Μπερνάρντ «Μπέρνι» Τζόρνταν, ενός βετεράνου του βασιλικού ναυτικού.
Το 2014, ο ήρωάς του, σε ηλικία 89 ετών, εξαφανίστηκε από το γηροκομείο του στο Χόουβ, όπου ζούσε με τη σύζυγό του, προκειμένου να ταξιδέψει στη Γαλλία για να παρευρεθεί στην 70ή επέτειο από την Απόβαση στη Νορμανδία. Η εξαφάνισή του πυροδότησε έρευνα της αστυνομίας, ενώ έκανε τεράστια αίσθηση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. «Είναι μια ιστορία», σημειώνει ο Κέιν, «που με άγγιξε ιδιαίτερα! Θα μπορούσα να είμαι ο ίδιος ο Μπέρνι».
Ο Κέιν ήταν 12 ετών όταν τελείωσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ωστόσο, πέρασε μεγάλο μέρος του πολέμου εκτοπισμένος στο Νόρφολκ. «Αλλά γνώριζα τα πάντα γιατί ο μπαμπάς μου ήταν στρατιώτης» δηλώνει με υπερηφάνεια. «Ηταν στη Ρώμη ο πατέρας μου!» Το «The Great Escaper» είναι μια υπέροχα συγκινητική ταινία, με λαμπρές ερμηνείες από τον Κέιν –ως επιφυλακτικού Μπέρνι– και της Γκλέντα Τζάκσον, στον ρόλο της μάλλον ελαφρόμυαλης συζύγου του, από την οποία ο ήρωας παίρνει το κουράγιο να ξεκινήσει την περιπέτειά του, δραπετεύοντας από τον οίκο ευγηρίας. Στην πραγματικότητα, ο Μπέρνι Τζόρνταν πέθανε το 2015, έξι μήνες μετά το ταξίδι του στη Γαλλία, ενώ η σύζυγός του μόλις μία εβδομάδα αργότερα.
«Ημουν τόσο χαρούμενος που το έκανα» λέει ο Μάικλ Κέιν. «Λάτρεψα τον χαρακτήρα του Μπέρνι». Ωστόσο, παραδέχεται ότι για τον ίδιο ήταν ένας σωματικά επίπονος ρόλος. Πλέον, δεν μπορεί να περπατήσει χωρίς βοήθεια. «Μου έδωσαν ένα πολύ καλό μπαστούνι και έτσι μπόρεσα να γυρίσω τις σκηνές που ήθελαν. Ωστόσο, τους χάριζα πάντα μία και μόνη λήψη» λέει χαμογελώντας. «Μία λήψη και μετά “πάρ’ τον κάτω”, έπεφτα!»
Ο ίδιος, όπως φαίνεται, σκέφτεται τη συνταξιοδότησή του εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Από το 1968 ακόμα, είχε πει σε έναν δημοσιογράφο ότι σχεδίαζε «να συνταξιοδοτηθώ στα 45 μου, να μετακομίσω σε μια αγροικία, να τη γεμίσω με παιδιά και να γεράσω με χάρη». Οπως γράφει στην Telegraph ο Μπράουν, οι δυο τους είχαν συναντηθεί τελευταία φορά το 2015, όταν ο Κέιν είχε μόλις ολοκληρώσει την ταινία του Πάολο Σορεντίνο «Νιότη».
«Τότε μου είχατε πει ότι πλέον βγαίνετε στη σύνταξη! Είπατε, μάλιστα, χαριτολογώντας, ότι δεν χρειάζεται πια να εργαστείτε για να πληρώσετε το νοίκι», του υπενθυμίζει ο δημοσιογράφος πειράζοντάς τον. Ομως εκείνος συνέχισε, γυρίζοντας άλλες 10 ταινίες. «Ναι, αλλά δεν ήμουν 90 τότε!» απαντά ο ηθοποιός. «Είμαι στα 90 τώρα και δεν μπορώ να περπατήσω σωστά. Πρέπει να ζω σαν συνταξιούχος τώρα, τέλος πάντων…».
Αλλάζει θέμα. Λέει ότι έχει γράψει ένα βιβλίο και είναι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό, γιατί βρήκε έτσι κάτι δημιουργικό που μπορεί να κάνει, χωρίς να χρειάζεται να περπατήσει. «Τα μόνα που χρειάζεται κανείς για να γράψει ένα βιβλίο είναι μια καρέκλα, ένα μολύβι και χαρτί». Δεν είναι, όμως, το πρώτο του. Εχει εκδώσει τρεις αυτοβιογραφίες και δύο «συλλογές εκπληκτικών γεγονότων». Είναι όμως το πρώτο του θρίλερ και θα κυκλοφορήσει τον Νοέμβριο.
Το εμπνεύσθηκε, λέει, από μια είδηση που διάβασε, για δύο ρακοσυλλέκτες που βρήκαν κομμάτια πλουτωνίου στα σκουπίδια. Φυσικά, προσέθεσε και άλλους ήρωες στην αφήγηση –συμπεριλαμβανομένου ενός ντετέκτιβ από το Λονδίνο, ενός μοχθηρού ρώσου ολιγάρχη, ενός πονηρού εμπόρου τέχνης κ.ά.–, και έτοιμη η ιστορία του! Χρειάστηκαν 18 μήνες για να γραφτεί, με τη βοήθεια ενός επαγγελματία, για την ανάπτυξη του πλαισίου και του χαρακτήρα.
«Οταν έγραφα για την καριέρα μου και τη ζωή μου», λέει, «μου ήταν απλό, καθώς ήξερα τα πάντα για τον εαυτό μου. Οταν, όμως, γράφεις για έναν φόνο, δεν γνωρίζεις τίποτε για αυτό, οπότε μάλλον θα χρειαστείς τη βοήθεια κάποιου ερευνητή. Δεν είναι λογοτεχνία, είναι θρίλερ» τονίζει. «Σακίρα!», φωνάζει προς το άλλο δωμάτιο. «Ποιος είναι ο τίτλος του βιβλίου μου, τώρα που το έχουν αλλάξει;» «“Θανάσιμο παιχνίδι”, αγάπη μου» απαντά εκείνη. «Εγώ το είχα ονομάσει “Κυνηγώντας τον θάνατο”», λέει, «αλλά το άλλαξαν». Ανασηκώνει τους ώμους του. «Είμαι χαρούμενος όμως που το βιβλίο μου δημοσιεύεται».
Ο Μπράουν τον ρωτάει ποιο είναι το καλύτερο πράγμα όταν είσαι 90 χρόνων. «Οτι κανείς δεν περιμένει από σένα να κάνεις πολλά. Αντίθετα, συνήθως οι άλλοι κάνουν πολλά πράγματα για σένα» απαντά ο ηθοποιός. «Ωστόσο, το χειρότερο είναι ότι χάνεις τόσα πολλά από τη ζωή σου. Δεν μπορείς, λόγου χάρη, να τρέξεις, δεν μπορείς να παίξεις ποδόσφαιρο, και σταδιακά συνειδητοποιείς ότι πλησιάζεις στον θάνατο» λέει.
«Αλλά δεν παραπονιέμαι, είμαι χαρούμενος. Γράφω το βιβλίο μου, έχω δύο παιδιά, τρία εγγόνια και μια γυναίκα. Και αν το βιβλίο που έγραψα αποδειχτεί επιτυχημένο, θα το αφήσω πίσω μου. Ισως κάποιος θελήσει κάποτε να το κάνει και ταινία. Θα τους χρεώσω ένα εκατομμύριο δολάρια. Οπότε, θα είμαι πολύ χαρούμενος για αυτό» λέει γελώντας.
Ο δημοσιογράφος τον ρωτάει αν τον τρομάζει η προοπτική του θανάτου. «Οχι. Τον περιμένω τον θάνατο, το ξέρω ότι έρχεται, γιατί όλοι μια μέρα θα πεθάνουμε. Κανείς δεν πρόκειται να πει “λυπάμαι πολύ που πεθαίνεις, μακάρι να ήσουν σαν εμένα, αθάνατος!”. Ολοι θα πεθάνουμε. Τουλάχιστον, εγώ έχω ζήσει μέχρι τα 90 μου. Δεν πέθανα στα εννιά, ούτε στα 19, ούτε στα 29. Είμαι 90 και έζησα όσο καλύτερα θα μπορούσα να ζήσω. Εχω την καλύτερη σύζυγο και την καλύτερη οικογένεια. Μπορεί να μην είναι μια οικογένεια που άλλοι άνθρωποι θα έλεγαν ότι είναι η καλύτερη, αλλά για εμένα είναι η καλύτερη οικογένεια».
* Το φιλμ «The Great Escaper» θα κάνει πρεμιέρα στους κινηματογράφους στις 6 Οκτωβρίου.