«Ξέρεις τι πρέπει να κάνουμε;», είπε ο Τζιμ στον φίλο του Σαμ ο οποίος είχε μεταβεί στο Λος Αντζελες για να τον συναντήσει. «Οχι, τι;», απάντησε ο Σαμ. «Πρέπει να ιδρύσουμε ένα ροκ συγκρότημα». «Γαμώτο, έχω δύο χρόνια να παίξω ντραμς», ανταπάντησε ο Σαμ, ρωτώντας τον Τζιμ στη συνέχεια: «Και εσύ τι θα κάνεις;». «Θα τραγουδάω». «Ξέρεις να τραγουδάς;». «Γαμώτο, δεν ξέρω να τραγουδάω;». «Και πώς θα το ονομάσουμε το συγκρότημα». «The Doors. Υπάρχουν αυτά που γνωρίζουμε και αυτά που δεν γνωρίζουμε. Και υπάρχει μία θύρα που τα χωρίζει. Και εγώ θέλω να είμαι αυτή η θύρα, Ahhh wanna be th’doooorrrr…», απάντησε ο Τζιμ Μόρισον, έχοντας στο μυαλό του τις «Θύρες της Αντίληψης» του Αλντους Χάξλεϊ.
Επειτα από μερικές ημέρες ο Σαμ επέστρεψε στο σπίτι του, μην δίνοντας ιδιαίτερα σημασία στη συζήτηση που είχε με τον φίλο του για την ίδρυση ενός ροκ συγκροτήματος. Στο Venice, τη Βενετία του Λος Αντζελες, ο Τζιμ, που ζούσε στην ταράτσα μίας πολυκατοικίας και κατανάλωνε σχεδόν καθημερινά LSD και έγραφε ποιήματα, είχε αποφασίσει τι ήθελε να κάνει στη ζωή του.
Μία μέρα συνάντησε τυχαία τον Ρέι Μάνζαρεκ, συμφοιτητή του στην Σχολή Κινηματογράφου, Θεάτρου και Τηλεόρασης του Πανεπιστημίου του Λος Αντζελες, του UCLA. Ο Τζιμ καθόταν στην αμμουδιά. «Εχω γράψει μερικά τραγούδια», είπε στον Ρέι. «Τραγούδησε τα μου», τον προέτρεψε εκείνος. «Δεν έχω τρομερή φωνή», σημείωσε ο Τζιμ πριν αρχίσει να σιγοτραγουδά αυτό που επρόκειτο να γίνει στη συνέχεια το «Moonlight Drive», ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια των Doors. «Δεν έχω ακούσει πιο όμορφους στίχους. Να ιδρύσουμε ένα συγκρότημα και να βγάλουμε ένα εκατομμύριο δολάρια», είπε ο Ρέι. «Ακριβώς, αλλά το ένα εκατομμύριο δολάρια δεν έχει μεγάλη σημασία», σημείωσε ο Μόρισον.
Επειτα από λίγο καιρό ο Ρέι Μάνζαρεκ ρώτησε τον Τζον Ντένσμορ, τον οποίο είχε γνωρίσει σε ένα σεμινάριο υπερβατικού διαλογισμού, εάν ήθελε να παίζει ντραμς μαζί τους. Προσήλθε στην πρώτη τους συνάντηση μαζί με τον Ρόμπι Κρίγκερ που έπαιζε κιθάρα. Κάπως έτσι δημιουργήθηκαν οι Doors, το καλοκαίρι του 1965.
Μετά τις πρώτες πρόβες και έχοντας ηχογραφήσει κάποια κομμάτια, άρχισαν να απευθύνονται στις δισκογραφικές εταιρείες αλλά κανένας δεν τους έδινε ιδιαίτερη σημασία. Τελικά οι Doors έγιναν ένα από τα πιο θρυλικά και σημαντικά συγκροτήματα στην ιστορία της ροκ μουσικής. Εκαναν το ντεμπούτο τους 1967 με τον δίσκο «The Doors», προσφέροντας στον κόσμο τραγούδια όπως το «Light my Fire», το «Break on Through» και, φυσικά το «The End».
Σύμφωνα με τον Λούκα Βαλτόρτα της La Repubblica το «The Doors» ενδέχεται να είναι το πιο σημαντικό «πρώτο» άλμπουμ στην ιστορία με το οποίο έκανε την εμφάνισή του ένα ροκ συγκρότημα. Τόσο μουσικά όσο και πολιτισμικά: «λογοτεχνικές παραπομπές, από το “Ταξίδι στην Ακρη της Νύχτας” του Σελίν έως τον Αλντους Χάξλεϊ και τρεις μουσικοί που εφευρίσκουν έναν απόλυτα νέο ήχο ο οποίος θα παραμείνει μοναδικός και απαράμιλλος. Ο Ρέι Μάνζαρεκ που με τα πλήκτρα του παίζει από τζαζ έως λατινοαμερικάνικους ρυθμούς, συνθέτοντας έναν ψυχεδελικό σκοπό και αντικαθιστώντας το μπάσο (στους Doors δεν υπάρχει μπάσο), ο Τζον Ντένσμορ με τα μινιμαλιστικά κρουστά του και ο Ρόμπι Κρίγκερ, ο κιθαρίστας που από το φλαμένκο περνάει στην ινδική μουσική και στη τζαζ. Αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι και οι τρεις μπορούσαν να συγχωνεύονται απόλυτα με τη φωνή του Τζιμ Μόρισον, αυτοσχεδιάζοντας καθημερινά πάνω στη σκηνή, όπου τα πάντα μπορούσαν να συμβούν», αναφέρει ο ιταλός δημοσιογράφος στο κείμενό του.
Συνολικά οι Doors κυκλοφόρησαν έξι δίσκους από το 1967 έως το 1971, χάρη στους οποίους κέρδισαν περίοπτη θέση στο πάνθεο της ροκ μουσικής. Θρυλικοί, ωστόσο, κατέστησαν κυρίως λόγω των ζωντανών εμφανίσεων τους, τις οποίες ο επικεφαλής του γκρουπ αντιμετώπιζε ως ιερουργίες. Μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια ο Τζιμ Μόρισον κατάφερε να γίνει σαμάνος της ροκ μουσικής, επαναστάτης, είδωλο, απελευθερωτής συνειδήσεων, σύμβολο του σεξ αλλά και δημόσιος κίνδυνος νούμερο ένα για τα χρηστά ήθη της συντηρητικής Αμερικής. Ωστόσο υπήρξε επίσης και αλκοολικός και ναρκομανής, ανεξέλεγκτος και εκρηκτικός και βίαιος και αυτοκαταστροφικός.
Πριν από ακριβώς πενήντα χρόνια, την 3η Ιουλίου του 1971, ο αυτοαποκαλούμενος «Lizard King» – Βασιλιάς των Σαυρών – άφησε την τελευταία του πνοή μέσα σε μία μπανιέρα, σε ένα διαμέρισμα στο Παρίσι. Ηταν μόλις 27 χρόνων. Επίσημα πέθανε από καρδιακή προσβολή. Παραμένει ακόμα άγνωστο, ωστόσο, τι την προκάλεσε. Πιστεύεται ευρέως πως έχασε τη ζωή του από υπερβολική δόση ηρωίνης αλλά το μόνο σίγουρο είναι πως την 7η Ιουλίου του 1971 ο Τζέιμς Ντάγκλας Μόρισον ενταφιάστηκε στο περίφημο Κοιμητήριο του Περ – Λασέζ. Παρόντες ήταν μόλις πέντε άνθρωποι, όμως από τότε έως και πριν το ξέσπασμα της πανδημίας τον τάφο του στο Παρίσι τον επισκέπτονταν κάθε χρόνο χιλιάδες άνθρωποι, για να αποτίσουν φόρο τιμής σε αυτόν καταραμένο ποιητή της ροκ μουσικής.
«Τι άνθρωπος ήταν; Ηταν μία ιδιοφυΐα. Γνωρίζετε πως είναι να έχετε πάρα πολλά στο κεφάλι σας; Πιστεύω πως για εκείνον ήταν έτσι διαρκώς. Θεωρώ πως για αυτό άρχισε να πίνει, για να απαλλαγεί από αυτές τις φωνές. Ηταν ένας απίστευτος τύπος, ειδικά πριν αρχίσει να πίνει. Δικιά του ιδέα ήταν να μοιράζουμε δια τέσσερα τα κέρδη, παρότι έως τότε εκείνος έγραφε όλους τους στίχους. Ετσι ήταν, ένας πραγματικά ωραίος άνθρωπος. Ενίοτε, όμως, όταν έπινε γινόταν σχιζοφρενικός, άγριος. Ηταν σαν να εξωτερίκευε μία άλλη προσωπικότητα και παραληρούσε. Αλλά μπορώ να σας πως άξιζε τον κόπο που συνεργάστηκα μαζί του», ανέφερε πριν από λίγες ημέρες ο 75χρονος Ρόμπι Κρίγκερ, συνομιλώντας με τον με τον δημοσιογράφο της La Repubblica.
Λιγότερο από τρεις μήνες πριν εγκαταλείψει τα εγκόσμια ο Τζιμ Μόρισον, την 19η Απριλίου του 1971 κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ ο δίσκος «L.A. Woman», ο τελευταίος που συνέθεσαν και ηχογράφησαν όλοι μαζί. Με αφορμή τη συμπλήρωση μισού αιώνα από τον θάνατο της φωνής και της ψυχής των Doors αλλά και από την κυκλοφορία του δίσκου, το ερχόμενο φθινόπωρο το «L.A. Woman» πρόκειται να επανακυκλοφορήσει με εναλλακτικές εκτελέσεις των πασίγνωστων τραγουδιών του.