H Τζέσικα Τσαστέιν. Διαπρέπει και στον νέο της ρόλο (αριστερά) ως τραγουδίστρια της κάντρι Τάμι Γουινέτ, στη σειρά «George & Tammy» | CreativeProtagon/Showtime/Getty Images
Θέματα

Τζέσικα Τσαστέιν: Από πράκτορας της CIA, τραγουδίστρια της κάντρι

Κατάφερε να αφήσει πίσω τα δύσκολα παιδικά χρόνια και να γίνει οσκαρική σταρ. Αποστολή της, πλέον, να «σώσει» την τραγουδίστρια Τάμι Γουινέτ από δεκαετίες απόρριψης της ως φεμινίστριας. «Δεν θα θυμώσω ποτέ με μια γυναίκα που έκανε ό,τι έκανε για να επιβιώσει», λέει η αμερικανίδα ηθοποιός
Protagon Team

Σε μια σκηνή του «George & Tammy», της νέας βιογραφικής μίνι σειράς έξι επεισοδίων που προβάλλεται από το Cosmote Series HD (και on demand στη βιβλιοθήκη της Cosmote TV), η Τζέσικα Τσαστέιν έπρεπε να εμφανιστεί στη σκηνή μπροστά σε ένα πλήθος νεαρών γυναικών ερμηνεύοντας το τραγούδι «Run, Woman, Run» του 1970, στο οποίο η Τάμι Γουινέτ προτρέπει τις γυναίκες να σταματήσουν να είναι τόσο απαιτητικές και να ζήσουν με όποιον άντρα τις θέλει.

Την ημέρα των γυρισμάτων, ωστόσο, η 45χρονη ηθοποιός είχε πρόβλημα, παρότι έλκεται από χαρακτήρες που προκαλούν αμφιθυμία. Η Τσαστέιν, γράφει στον Guardian η Εμα Μπροκς, δέχτηκε τον ρόλο εν μέρει για να σώσει τη Γουινέτ από δεκαετίες άδικης φεμινιστικής απόρριψης. Αλλά έπρεπε να παραδεχτεί ότι στίχοι όπως «Τρέξε, γυναίκα, τρέξε / Γύρνα πίσω σε εκείνον και φτιάξε τα πράγματα όσο καλύτερα μπορείς» ήταν δύσκολοι για ένα σύγχρονο κοινό. Την προσέβαλλαν, εξάλλου, προσωπικά.

Ενιωσε υποχρεωμένη να προειδοποιήσει τις νεαρές πριν γυρίσει τη σκηνή: «Κοίταξα όλα αυτά τα γλυκά, νεαρά πρόσωπα που με κοιτούσαν και είπα, “Κορίτσια: Μην ακούτε τους στίχους αυτού του τραγουδιού. Δεν το θέλω. Σας παρακαλώ. Λατρεύω την Τάμι, αλλά δεν το πίστευε. Παντρεύτηκε πέντε φορές, οπότε μην πάρετε τίποτα από αυτά τοις μετρητοίς”» λέει στον Guardian με αφορμή την προβολή της σειράς «George & Tammy».

Με τον Μάικλ Σάνον στη σειρά «George & Tammy» (Showtime)

Η Τσαστέιν μεγάλωσε στην Καλιφόρνια, σε μια οικογένεια που κατά καιρούς υπέφερε από μεγάλη φτώχεια. Ζούσε με τη γιαγιά της, την πολύ νεαρή μητέρα της και τη μικρότερη αδελφή της, που αυτοκτόνησε όταν η Τσαστέιν ήταν στα 20 της, αν και αυτό είναι ένα θέμα στο οποίο σπάνια αναφέρεται δημοσίως. Τώρα πια, όμως, ζει στη Νέα Υόρκη με τον σύζυγό της Τζιαν Λούκα Πάσι ντι Πρεποζουλό, έναν ιταλό αριστοκράτη που ασχολείται με τη μόδα, και τα δύο παιδιά τους. Η ζωή της είναι παραπάνω από άνετη, αλλά δεν χάνει την ευκαιρία να μπαίνει στο μετρό για να πάει σε μουσεία και στο θέατρο.

Εφέτος κέρδισε το Οσκαρ καλύτερης ηθοποιού για τον ρόλο της τηλευαγγελίστριας Τάμι Φέι Μπέικερ, η ερμηνεία της στην πρόσφατη επιτυχία του Netflix «Η Καλή Νοσοκόμα» είναι λαμπρή και ετοιμάζεται να εμφανιστεί στο Μπρόντγουεϊ, στο κλασικό έργο του Χένρικ Ιψεν «Το Κουκλόσπιτο». Αν σκεφτεί κανείς τις λιγότερο ασφαλείς περιόδους της ζωής της, όταν λαχταρούσε να γίνει ηθοποιός και γενικότερα να ξεφύγει από τη θλίψη και την έλλειψη προνομίων, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η Τσαστέιν ενδιαφέρεται για ηρωικές ιστορίες, γράφει στον Guardian η Εμα Μπροκς.

Το 2011, μέσα  σε 12 μήνες, η Τσαστέιν εμφανίστηκε σε έξι ταινίες, μεταξύ των οποίων οι «Υπηρέτριες» («The Help», 2011) του Τέιτ Τέιλορ και «Το Δέντρο της Ζωής» του Τέρενς Μάλικ, ενώ θα ακολουθούσε το «Zero Dark Thirty» (2012). Τότε περίπου είχε δεχτεί για πρώτη φορά την πρόταση να παίξει την Τάμι Γουινέτ, αλλά ο ρόλος δεν την ενδιέφερε· η τραγουδίστρια της κάντρι δεν της φαινόταν εμπνευσμένη φιγούρα, ειδικά από τη στιγμή που την είχε «θάψει» η Χίλαρι Κλίντον.

Στις «Υπηρέτριες» του 2011, δίπλα στην Οκτάβια Σπένσερ (Dreamworks)

Οπως έγραψε το Politico, σε τηλεοπτική συνέντευξή της το 1992, η Χίλαρι, καθισμένη δίπλα στον Μπιλ Κλίντον, είχε πει: «Ξέρετε, δεν κάθομαι εδώ, σαν γυναικούλα δίπλα στον άντρα μου, όπως η Τάμι Γουινέτ. Κάθομαι εδώ γιατί τον αγαπώ και τον σέβομαι και τιμώ όσα πέρασε και όσα περάσαμε μαζί». Τότε έσωσε μεν την υποψηφιότητά του, αλλά όχι και την εικόνα στα μάτια των Αμερικανών, οι οποίοι δεν το ξέχασαν όταν κατέβηκε ως υποψήφια η ίδια.

Με τα χρόνια, ωστόσο, καθώς η Τσαστέιν αναζητούσε πιο περίπλοκους ρόλους, η γνώμη της άλλαξε. Η Τάμι Γουινέτ «προερχόταν από ένα διαλυμένο σπίτι, έκανε πολλούς γάμους και υπήρχε κάτι τόσο άσχημο σε όλο αυτό, ώστε έπρεπε να τραγουδήσει το “Μείνε πλάι στον άντρα σου”» λέει, σε αντίθεση με τη Λορέτα Λιν, που ήταν μια ωραία γυναίκα, παντρεμένη με τον ίδιο άντρα σε όλη της ζωή –κάτι που ήθελαν οι άνθρωποι εκείνη την εποχή– και άρα μπορούσε να πει προοδευτικά τραγούδια, όπως το  «Don’t Come Home A-drinkin’ (With Lovin’ on Your Mind)», με ένα δυνατό μήνυμα κατά του «βιασμού μέσα στον γάμο».

Η Γουινέτ ήταν 24 ετών όταν χώρισε τον πρώτο σύζυγό της και μετακόμισε στο Νάσβιλ μαζί με τις τρεις κόρες της, ρισκάροντας τα πάντα για να κυνηγήσει το μεγάλο της όνειρο, τη μουσική. Στην 30ετή καριέρα της κατάφερε να κερδίσει δύο Grammy, να δει 11 άλμπουμ της στο Νο1 και να γίνει η πρώτη τραγουδίστρια της κάντρι που κέρδισε χρυσό δίσκο. Ταυτόχρονα, όμως, υπήρξε μια τραγική φιγούρα, θύμα του εθισμού της στα παυσίπονα, με πέντε γάμους, επαναλαμβανόμενες κακοποιήσεις, μια σκηνοθετημένη (από την ίδια) απαγωγή και τελικά, έναν μυστηριώδη θάνατο.

Είναι καταστάσεις για τις οποίες η Τσαστέιν τρέφει τεράστια συμπάθεια, παραμένοντας πεισματικά απρόθυμη να επικρίνει άλλες γυναίκες για επιλογές που, εκ των υστέρων, φαίνονται πολιτικά αμφίβολες.

«Είναι περίπλοκο», λέει στον Guardian η αμερικανίδα ηθοποιός, «Ακόμα και τώρα, με το #MeToo, οι άνθρωποι θα πουν: “Θύμωσες με αυτή την ηθοποιό, που υποστήριξε αυτό το άτομο;”» Πρόκειται για κωδικοποιημένη αναφορά σε γυναίκες στο Χόλιγουντ, που θεωρείται ότι συνεργάστηκαν με άνδρες οι οποίοι στη συνέχεια δέχτηκαν κατηγορίες για κακοποίηση. Η Τσαστέιν δεν θα τις κρίνει. «Δεν θα θυμώσω ποτέ με μια γυναίκα που ήταν ανάγκη να κάνει ό,τι έκανε για να συντηρήσει τον εαυτό της και να επιβιώσει, γιατί παίζει με διαφορετικούς κανόνες από τους άντρες».

Για να σώσει τη Γουινέτ από τη μονοδιάστατη εικόνα της, η Τσαστέιν έκανε αυτό που της αρέσει να κάνει πάντα: έσκαψε βαθιά, ανακαλύπτοντας, μεταξύ άλλων, μια ασυμφωνία μεταξύ του πρώτου σχεδίου των στίχων του «Stand  By Your Man», γραμμένου από τον Μπίλι Σερίλ, και την τελική εκδοχή, η οποία –μετά την επεξεργασία της Γουινέτ– βάζει την εμπειρία της γυναίκας πάνω από την εμπειρία του άνδρα.

Σε έναν απαιτητικό ρόλο, στο «Zero Dark Thirty» του 2012 (Columbia Pictures )

Μία από τις πιο δύσκολες ψυχολογικά ταινίες της Τσαστέιν ήταν το θρίλερ της Κάθριν Μπίγκελοου «Zero Dark Thirty». Ελαβε πέντε υποψηφιότητες για Οσκαρ, μεταξύ των οποίων και Καλύτερης Ηθοποιού, για την Τσαστέιν, στον ρόλο μιας πράκτορα της CIA που κυνηγούσε τον Οσάμα Μπιν Λάντεν.

«Πραγματικά, βυθίζομαι στα πράγματα» λέει στον Guardian. «Είχα κρεμάσει φωτογραφίες όλων των τρομοκρατών στους τοίχους του δωματίου μου στο ξενοδοχείο. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να κάνω το “Zero Dark Thirty” τώρα. Ξέρεις – άντε γειά, θα λείψω για δύο μήνες στο Τσάντιγκαρ, στην Ινδία και στην Ιορδανία. Ημουν… τρελή σε εκείνη την ταινία». Αν δει τώρα ένα καρέ, σοκάρεται: «Θα δω ένα κλιπ και θα σκεφτώ: είχα καταρρεύσει ψυχικά» λέει και θυμάται ότι ένιωθε πολύ μόνη κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.

Ωστόσο, το μεγαλύτερο (διανοητικό) άλμα που έκανε η Τζέσικα Τσαστέιν δεν αφορούσε κάποιον ρόλο, αλλά την απόφαση που πήρε στα τέλη της εφηβείας της να κάνει αίτηση για μια θέση στο Τζούλιαρντ, την πιο ανταγωνιστική σχολή Υποκριτικής στη Νέα Υόρκη. Ο πατέρας της δεν υπήρχε καν στο κάδρο, ενώ η μητέρα της και η γιαγιά της (και οι δύο είχαν γίνει μητέρες στα 17 τους) δεν είχαν πάει σε κολέγιο. Παραμένει, λοιπόν, εξαιρετικά εντυπωσιακό το πώς οραματίστηκε η νεαρή Τζέσικα το μέλλον της χωρίς καν να έχει στοιχεία από το περιβάλλον της. Ηταν, λέει, η περίπτωση «όταν το δεις, μπορείς να το κάνεις». Οταν έναν φίλος της έκανε αίτηση στη σχολή Τζούλιαρντ, η Τζέσικα σκέφτηκε: «Δεν νομίζω ότι είμαστε διαφορετικοί σε επίπεδο δεξιοτήτων» και έτρεξε στη Νέα Υόρκη.

Δεν είχε, όμως, πολλές πιθανότητες να πετύχει: «Πάντα πίστευα ότι δεν ήμουν έξυπνη, γιατί τα πήγαινα άσχημα στο σχολείο» λέει, πράγμα που οφειλόταν στο ταμπεραμέντο της: «Ημουν ένα αντιπαθητικό παιδί γιατί δεν μου έδιναν την απαραίτητη προσοχή. Εκανα πράγματα όπως το να τρώω μπανανόφλουδες στο μεσημεριανό για να με προσέξουν τα άλλα παιδιά». Απουσίαζε επίσης η γονεϊκή φροντίδα: «Δεν ήμουν καλή στα μαθήματα γιατί όταν γυρνούσα σπίτι έβλεπα τηλεόραση –σαπουνόπερες– όλη μέρα», λέει στον Guardian.

Με τον Eντι Ρέντμεϊν στην ταινία «Η Καλή Νοσοκόμα» (Netflix)

Η ζωή της στο σπίτι περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από τον εθισμό στα ναρκωτικά της μικρότερης αδερφής της, η οποία αυτοκτόνησε, όπως είπε η ηθοποιός σε συνέντευξή της στην Daily Mail το 2014. Στα 15 της, άρχισε να κάνει σκασιαρχείο. Αλλά, ενώ άλλα άτομα που εγκατέλειπαν το σχολείο τριγύριζαν «καπνίζοντας ή κοιμόντουσαν», η Τσαστέιν διάβαζε Σαίξπηρ.

Ενα ταξίδι στο φεστιβάλ Σαίξπηρ του Ορεγκον, όπου είδε τον Μάρκο Μπαριτσέλι να ερμηνεύει τον Ριχάρδο Γ’ «… κάτι άνοιξε μέσα μου. Ηταν το πιο περίεργο πράγμα. Συγκινήθηκα τόσο πολύ. Είχα το πιο δυνατό συναίσθημα γι’ αυτόν τον ηθοποιό» λέει στον Guardian. Επαθε «εμμονή με τον Σαίξπηρ» λέει και προσθέτει: «Η γιαγιά μου είχε μόλις αγοράσει κάτι βιβλία για διακόσμηση, της άρεσε το σχέδιο, δεν προορίζονταν για να διαβαστούν… Ενα από αυτά ήταν τα άπαντα του Σαίξπηρ. Ακόμα το έχω. Για μένα είναι πολύ συναισθηματικό».

Αγάπησε, λοιπόν, τους σαιξπηρικούς χαρακτήρες και αργότερα, όταν έγινε μέλος μιας τοπικής θεατρικής ομάδας, «πρέπει να έπαιξα την Ιουλιέτα δύο φορές». Ηταν η πρώτη φορά που σκέφτηκε το ενδεχόμενο της υποκριτικής. Γρήγορα της έγινε εμμονή και καταφύγιο. Το διάβασμα των έργων του Σαίξπηρ στο πάρκινγκ ήταν μια απόδραση από τη χαοτική κατάσταση στο σπίτι της. Τα λόγια την ηρεμούσαν. «Ενιωθα ότι κάποιος με καταλάβαινε με διαφορετικό τρόπο» λέει βάζοντας τα κλάματα. «Μπορώ να συγκινηθώ μιλώντας για αυτό. Είναι σαν να μη σε βλέπουν. Και ξαφνικά, να, σε βλέπει κάποιος που είχε ζήσει πριν από τόσα χρόνια».

Παράτησε και το σχολείο: «Στην οικογένειά μου κανείς δεν με σταμάτησε, κανείς δεν ήταν του στυλ “δεν μπορείς να γίνεις ηθοποιός”. Αλλά είμαι σίγουρη ότι θα προτιμούσαν να γίνω οδοντίατρος». Οταν αποφοίτησε κανείς δεν το πρόσεξε, όλοι ήταν πολύ πιεσμένοι εξαιτίας των προβλημάτων της αδελφής της.

Στον ρόλο της τηλευαγγελίστριας Τάμι Φέι Μπέικερ, για τον οποίο κέρδισε το Οσκαρ καλύτερης ηθοποιού (Searchlight Pictures)

Εν μέρει λόγω της καταγωγής της, η Τσαστέιν δίνει έμφαση στο δικαίωμα μιας γυναίκας να επιλέγει πότε και αν θα κάνει παιδιά. «Το πρόβλημα είναι ότι η μαμά μου, η γιαγιά μου και όλες οι γυναίκες στην οικογένειά μου ήταν έγκυες στα 17 τους, γιατί δεν τους δόθηκε ποτέ η επιλογή» λέει. «Ο έλεγχος των γεννήσεων είναι ακριβός. Και δεν μπορούσαν να βασιστούν στους άνδρες, ότι θα έκαναν το καθήκον τους, ότι θα ήταν υπεύθυνοι. Επομένως, είναι πολύ σημαντικό για μένα οι γυναίκες να έχουν πρόσβαση σε αντισυλληπτικά και ελευθερία πάνω σε αυτό. Ξέρω ότι πολλοί φρικάρουν με κάποιες γυναίκες που αποφασίζουν να μην κάνουν παιδιά. Αλλά νομίζω ότι είναι υπέροχο!».

Η μητέρα της απέκτησε αργότερα άλλα δύο παιδιά, με τον πατριό της Τσαστέιν. Η ηθοποιός, ωστόσο, που περνάει 20 χρόνια τον μικρότερο αδελφό της, περίμενε μέχρι να κλείσει τα 40 για να αποκτήσει τα δικά της παιδιά, έναν γιο και μια κόρη, κάτω των πέντε και τα δύο.

Οταν μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, χρειάστηκε χρόνο μέχρι να καταφέρει να σταθεί στα πόδια της. Η χαρά της που είχε μπει στη σχολή Τζούλιαρντ υπονομεύθηκε σχεδόν αμέσως από ένα διαρκές άγχος ότι θα την έδιωχναν. Το περιβάλλον ήταν σκληρό. Τον πρώτο χρόνο τής είπαν ότι έπρεπε να σταματήσει να προσπαθεί να ευχαριστήσει τους πάντες: «Μου είπαν: “Χαμογελάς πάρα πολύ. Αυτό είναι το δεκανίκι σου. Οταν παίζεις, χαμογελάς υπερβολικά, προσπαθείς να είσαι γοητευτική”. Ενδιαφέρον δεν είναι; Η φωνή μου, επίσης, ήταν πιο δυνατή, σαν να την ανέβαζα ψηλά για να μην τρομάζω. Είναι πολύ διαφορετική τώρα». Οι δάσκαλοι τη συμβούλεψαν να τα κόψει όλα αυτά: «Σχεδόν σε θέλουν να μη δίνεις σημασία σε τίποτα. Γιατί τότε είσαι ελεύθερη» λέει.

Μετά την αποφοίτησή της έπαιξε στις σειρές «ER» και «Law and Order» και άρχισε να κερδίζει μεγαλύτερους ρόλους, μέχρι που έκανε το «Zero Dark Thirty», και τότε «δεν υπήρχε άλλος άντρας στη ζωή της εκτός από τον Μπιν Λάντεν»… Εκτοτε, η Τσαστέιν έχει εμφανιστεί σε ένα ευρύ φάσμα ταινιών, από κωμωδίες και franchise υπερηρώων μέχρι τον εκπληκτικό ρόλο μιας νοσηλεύτριας σε ΜΕΘ στην «Καλή Νοσοκόμα» του Netflix, που προσπαθεί να προστατεύσει τους ασθενείς της από έναν κατά συρροήν δολοφόνο.

Η Τάμι Φέι Μπέικερ δεν ήταν ένα «καλό» άτομο, ούτε και η Τάμι Γουινέτ. Για την Τσαστέιν, ωστόσο, ένας ρόλος είναι ενδιαφέρων όταν βρίσκεται πέρα από τη σφαίρα αυτού που θεωρείται αξιοσέβαστο. Οταν πρόκειεται για έναν χαρακτήρα που είναι πιθανό να δεχθεί επίθεση τόσο από γυναίκες όσο και από άνδρες.