Θέματα

Το μούσι και η ιστορία του: Περηφάνεια και προκατάληψη

Ο 21ος δεν είναι ο αιώνας της γενειάδας, κι ας μας φαίνεται έτσι. Το μούσι δεν είναι η σημαία των χίπστερ. Μια μεγάλη έκθεση στο Λονδίνο μας θυμίζει πως αυτή την trendy ανδρική τούφα έγινε μόδα για πρώτη φορά τον 19o αιώνα
Κιάρα Σουγκανίδου

Αν ένας ιστορικός του μέλλοντος έψαχνε να βρει την εικόνα του νέου άνδρα στις απαρχές του 21ου αιώνα, θα παρατηρούσε δύο βασικά χαρακτηριστικά. Το ένα, άμεσα εμφανές, θα ήταν το περιποιημένο μούσι. Το άλλο, εμφανές μεν αλλά όχι απόλυτα και πάντα, θα ήταν τα πολλά και μεγάλα τατουάζ.

Το μούσι, ως παγκόσμια τάση, σήμερα, συνδέεται και με την παγκόσμια οικονομική κρίση. Θεωρητικά, ο άνδρας αφήνοντας μούσι κάνει οικονομία σε ξυραφάκια και αφρό. Όμως ακόμα και αυτός ο ισχυρισμός δεν είναι κάτι καινούργιο. Το 1861, όπως φαίνεται στη μεγάλη έκθεση που λαμβάνει χώρα αυτόν τον καιρό στο Λονδίνο, στο Μουσείο Florence Nightingale, η British Medical Journal σε δημοσίευμά της ενημέρωνε ότι το ανδρικό ξύρισμα κοστίζει στην οικονομία ετησίως 36 εκατ. εργάσιμες ημέρες.

Βρετανός αξιωματικός του Κριμαϊκού Πολέμου. Τότε, πριν από 150 χρόνια, έγινε για πρώτη φορά μόδα το μούσι, ως ένδειξη ανδρείας

Μάλλον λοιπόν προκειμένου να προωθηθεί η «εξοικονόμηση» εργάσιμων ημερών οι δύο περίφημοι πρωθυπουργοί της βασίλισσας Βικτόριας, Ντισραέλι και Γλάδστον λανσάρισαν ο καθένας και το δικό του μούσι. Ο πρώτος είχε υπογένειο και ο δεύτερος μεγάλες φαβορίτες που κάλυπταν σχεδόν όλο το σαγόνι του.

Βεβαίως, για να μη γελιόμαστε, το μούσι σήμερα, δεν γλυτώνει τον άνδρα από χρήματα… Το αντίθετο μάλιστα. Η γενειάδα του χίπστερ στον 21ο αιώνα τριμάρεται από μοντέρνους επιδέξιους μπαρμπέρηδες σε πολύ ντιζάιν μπαρμπέρικα (πιο στιλάτα από τα γυναικεία κομμωτήρια). Βάφεται με ειδικές μπογιές για να καλύπτονται οι άσπρες τρίχες. Λούζεται καθημερινά με ειδικά σαμπουάν και θρέφεται με ειδικές μάσκες περιποίησης. Κερώνεται, για να μην χαλάει το σχήμα του με το φύσημα του αέρα. Τριμάρεται και στο σπίτι, με ειδικά σύνεργα, για τη συντήρηση, μέχρι την επόμενη επίσκεψη στο μπαρμπέρικο που πρέπει οπωσδήποτε να γίνεται μια φορά τον μήνα. Όλα αυτά, διότι η σημερινή μόδα της γενειάδας απαιτεί, αυτή, να λάμπει από περιποίηση και να μην φαίνεται ξεφτισμένη σαν του… κλοσάρ. Όλα αυτά λοιπόν κοστίζουν, πολύ περισσότερο από τον αφρό και τα ξυραφάκια.

Ο σημερινός μουσάτος, είναι καθαρός και μοντέρνος. Και έχει πολλά τατουάζ

Το μούσι, πάντως, επισήμως, έχει ιστορία τουλάχιστον 150 χρόνων στην ευρωπαϊκή και την αμερικανική μόδα.

Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, οι άνδρες ξυρίζονταν απαραιτήτως. Από το 1850 όμως και μετά, δηλαδή στον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1956), το μούσι άρχισε να γίνεται δημοφιλές, διότι συνδέθηκε με την αρρενωπότητα και την παλικαριά. Η αρχή έγινε με τους μεγάλους ηγέτες που συμμετείχαν στον πόλεμο, αλλά και τους τους διανοούμενους, τους αθλητές και τους καλλιτέχνες της εποχής. Για παράδειγμα, πρωτοπόροι μουσάτοι Ευρωπαίοι θεωρούνται ο Τσάρος Αλέξανδρος Γ’ της Ρωσίας και ο Ναπολέων Γ’ της Γαλλίας. Μαζί με αυτούς ο Φρειδερίκος Γ’ της Γερμανίας και ο ιταλός στρατηγός και πολιτικός Τζιουζέπε Γκαριμπάλντι. Ακολουθούν οι Κάρολος Ντίκενς, Καρλ Μαρξ, Τζιουζέπε Βέρντι κ.α.

Στις ΗΠΑ το μούσι εμφανίστηκε ως μόδα για πρώτη φορά στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Και μάλλον το λανσάρισε ο 16ος αμερικανός πρόεδρος, Αβραάμ Λίνκολν

Στη Βρετανία απ’ ό,τι φαίνεται το μούσι το εισήγαγε ο βρετανός ορειβάτης, συγγραφέας και διασκεδαστής, Αλμπερτ Σμιθ. Ο Σμιθ το 1951 έγινε ένας από τους πρώτους που κατέκτησαν την κορυφή Μον Μπλανκ των ελβετικών Αλπεων. Σημειωτέον, την κορυφή την κατέκτησε ξυρισμένος κόντρα. Εν συνεχεία, από το 1854 και για έξι χρόνια, ο ορειβάτης ανέβασε μια παράσταση εμπνευσμένη από αυτή την εμπειρία του στις Αλπεις, στην οποία πρωταγωνιστούμε ο ίδιος. Στην παράσταση, είχε αφήσει μούσι για να δείχνει πιο ηρωικός! Κάπως έτσι, ταυτίστηκε το μούσι με την ανδρεία. Σε αυτό συνέβαλαν φυσικά και οι βετεράνοι του Κριμαϊκού Πολέμου.

Σήμερα το μούσι, έχει συνδεθεί με την οικονομική κρίση. Και στην εκβιομηχανισμένη Δύση του 19ου αιώνα είχε επιχειρηθεί κάτι τέτοιο. Ωστόσο σήμερα το μούσι του χίπστερ απαιτεί φροντίδα και έξοδα. Τελικά κοστίζει περισσότερο η μηνιαία συντήρησή του απ΄ ό,τι κοστίζουν τα ξυραφάκια και ο αφρός

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, το μούσι καθιερώθηκε στον Εμφύλιο Πόλεμο. Ο διασημότερος γενειοφόρος των ΗΠΑ, ήταν τότε, ο πρόεδρος Αβραάμ Λίνκολν (1861-1865). Πριν από αυτόν κανένας πρόεδρος δεν είχε μούσι. Μετά από αυτόν και μέχρι τον Γούντροου Γουίλσον (1913-1921), όλοι οι πρόεδροι είχαν μούσι ή μουστάκι. Ολοι, πλην του Αντριου Τζόνσον (1965-1869), και του Γουίλιαμ Μακίνλεϊ (1897-1901).

Η μόδα της γενειάδας, κράτησε περίπου 50 χρόνια στον δυτικό κόσμο. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν το μούσι βρισκόταν στο φόρτε του, οι φαλακροί και οι σπανοί, είχαν πρόβλημα. Ετσι στα τεκμήρια της εποχής που εκτίθενται σήμερα στο Λονδίνο, συγκαταλέγονται και ψεύτικα μούσια, από τρίχωμα κατσίκας, τριμαρισμένα σε διάφορα στιλ.

Από την άλλη όμως και οι γιατροί στην εκβιομηχανισμένη πλέον Βρετανία του 1860 συνέστηναν στους εργάτες και τους ανθρακωρύχους να αφήνουν μούσι για να προστατεύονται από τη βλαβερή σκόνη και τις αναθυμιάσεις στα ορυχεία και στα εργοστάσια. Ετσι το μούσι εκδημοκρατίστηκε.

Η λαίδη Εμιλι Τένισον, σιχαινόταν το μούσι που καλλιέργησε ο σύζυγός της, διακεκριμένος ποιητής λόρδος Αλφρεντ Τένισον. Η λαίδη κατέφυγε στη Βουλή των Λόρδων με την παράκληση να ψηφιστεί νόμος για την απαγόρευση της γενειάδας

Την ίδια εποχή, δυτικοευρωπαίοι διπλωμάτες και στρατιωτικοί που ζούσαν στις αποικίες, και βάσει πρωτοκόλλου υποχρεούντο να είναι ξυρισμένοι, ζητούσαν από τις μητροπόλεις ελάφρυνση των κανόνων δημόσιας παρουσίας τους, ώστε να μπορούν να αφήσουν κι εκείνοι μούσι. Το επιχείρημα φυσικά προς τις αποικιοκρατικές Αρχές δεν ήταν η μόδα της γενειάδας… αλλά ήταν το γεγονός πως τα ευγενικά ευρωπαϊκά πρόσωπα, έμοιαζαν «παιδικά» στα μάτια των γηγενών και δεν προκαλούσαν τον δέοντα φόβο και σεβασμό.

Τώρα η γνώμη των γυναικών για το ανδρικό μούσι… ήταν κάτι παιζόμενο. Σε άλλες άρεσε και άλλες τις ενοχλούσε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της βικτοριανής Αγγλίας υπήρξε η λαίδη Εμιλι Τένισον, σύζυγος του βραβευμένου από τη βασίλισσα, λόρδου ποιητή, Αλφρεντ Τένισον. Το ζευγάρι τελούσε για 20 χρόνια υπό αρραβώνα και όλον αυτόν τον καιρό ο ποιητής κυκλοφορούσε πάντα φρεσκοξυρισμένος. Αμέσως μετά τον γάμο όμως, άφησε ένα πυκνό και μακρύ μούσι, το οποίο έγινε σήμα κατατεθέν του. Η λαίδη σιχαινόταν το μούσι του συζύγου της αλλά δεν μπορούσε να τον πείσει να το κόψει. Ετσι, απελπισμένη, απευθύνθηκε στη Βουλή των Λόρδων με την παράκληση να κηρυχθεί με νομοσχέδιο το μούσι παράνομο για να αναγκαστεί ο Τένισον να το ξυρίσει… Φυσικά η λαίδη δεν κατάφερε να πείσει τους Λόρδους.

Εκτός από τους πολιτικούς, του 19ου αιώνα, λανσάρισαν το μούσι και πλείστοι καλλιτέχνες, διανοούμενοι και αθλητές. Στη φωτογραφία, ο διάσημος γερμανός συνθέτης, Γιοχάνες Μπραμς

Τελικά το μούσι άρχισε να φθίνει μόνο στις αρχές του 20ού αιώνα. Μόνο κάποιες διάσημες προσωπικότητες που έζησαν ως νέοι στη βικτοριανή εποχή, το διατήρησαν, όπως ο Ζίγκμουντ Φρόιντ.

Στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 το παλιό τροφαντό μούσι είχε πλέον περιοριστεί σε απλό μουστάκι ή υπογένειο, με βασικούς εκφραστές τους Μαρσέλ Προυστ, Αλβέρτο Αϊνστάιν, Βλαντίμιρ Λένιν, Λέων Τρότσκι, Ιωσήφ Στάλιν και φυσικά… τον Αδόλφο Χίτλερ.

Η έκθεση
«The Age of the Beard: Putting on a Brave Face in Victorian Britain»
Florence Nightingale Museum: London SE1 (τηλ. 020 7188 4400), www.florence-nightingale.co.uk
Διαρκεί: ως τις 30 Απριλίου