Θέματα

Τα Χριστούγεννα του γκρινιάρη

Εβλεπα τις προάλλες τη διαφήμιση στην τηλεόραση με τον γκρινιάρη πατέρα των Χριστουγέννων και θυμήθηκα διάφορα. Παλιές χριστουγεννιάτικες ιστορίες, τις οποίες συνέκρινα με τις καινούργιες, αυτές που ζούμε τώρα
Κιάρα Σουγκανίδου

Κατ’ αρχάς θυμήθηκα όλα εκείνα τα υπερ-χαρούμενα εορταστικά άρθρα στα lifestyle περιοδικά, στην προ μνημονίου εποχή. Ηταν εντελώς πλασματικά. Αν τα έπαιρνες στα σοβαρά, αφενός μεν θα ξεπαραδιαζόσουν εντελώς, αφετέρου θα πάθαινες μελαγχολία, διότι τελικά όσα κι αν ξόδευες, οι δικές σου γιορτές ποτέ δεν θα είχαν καμία σχέση με αυτό το χαϊλίκι που έβλεπες στις φωτογραφίες.

Εμείς δε, οι εργαζόμενοι στα περιοδικά, κάθε χρόνο μπαίναμε σε εορταστικό κλίμα στο γραφείο από τον Οκτώβριο. Και όταν πια έρχονταν οι γιορτές νιώθαμε κατάκοποι, μπουχτισμένοι από χρυσόσκονη και ελαφρώς μελαγχολικοί, διότι για μας οι γιορτές ήταν σαν να είχαν ήδη περάσει.

Το άλλο που θυμήθηκα ήταν ότι πάντα, στην προ μνημονίου εποχή, υπήρχε ένας συντάκτης σχεδόν σε κάθε περιοδικό, που είχε τον ρόλο του «γκρινιάρη». Αυτός κάθε χρόνο πρότεινε να γράψει ένα άρθρο «Γιατί δεν μου αρέσουν τα Χριστούγεννα» και τελικά πάντα αυτό το δημοσίευμα είχε τη μεγαλύτερη πλάκα απ΄όλα τα εορταστικά.

Το διάβαζες και ταυτιζόσουν. Μισούσες το κόκκινο πουλόβερ με τον τάρανδο, τα πλουμιστά φωτάκια έξω από τα σπίτια, τα χριστουγεννιάτικα δέντρα που μαδάνε, τα «συντριπτικά» οικογενειακά γεύματα με το πολύ φαγητό και την πολλή πλήξη, όλα αυτά.

Ο πατέρας έχει τον ρόλο του γκρινιάρη. Όμως ο πατέρας σήμερα είμαι εγώ, είμαστε όλοι, δεν είναι η εξαίρεση

Και μετά, αμέσως μετά, άρχιζες να βλέπεις τα ίδια πράγματα με συμπάθεια. Γελούσες με τον τάρανδο – έλεγες «εντάξει, θα φοράω το κόκκινο πουλόβερ μέσα στο σπίτι για πλάκα». Αποδεχόσουν τα κιτς φωτάκια στα μπαλκόνια – έλεγες ότι «φωτίζουν τον δρόμο και κάνουν την ατμόσφαιρα πιο χαρούμενη». Εκτιμούσες τη γέμιση στην οικογενειακή γαλοπούλα – έλεγες «εγώ δεν θα καταφέρω ποτέ να κάνω τέτοιο πράγμα, οπότε όσο το κάνει η μαμά μου θα το τρώω». Και όσο για την πλήξη, έλεγες «εντάξει ας πλήξουμε και λίγο, η πλήξη ξεκουράζει».

Τέτοιες σκέψεις, όχι πολλά χρόνια μακρινές, μου έφερε στο μυαλό αυτό το σποτάκι στην τηλεόραση. Ο πατέρας έχει τον ρόλο του γκρινιάρη. Όμως ο πατέρας σήμερα είμαι εγώ, είμαστε όλοι, δεν είναι η εξαίρεση.

Ο πατέρας είναι ο έλληνας πολίτης που ζει αυτό που μας έλαχε. Είναι ο Ελληνας που δεν παίρνει δώρο Χριστουγέννων. Είναι αυτός που μετράει τις πενταροδεκάρες και δεν του περισσεύουν ούτε για κάλαντα (θυμάστε εκείνα τα 20ευρα στα ανήψια;). Είναι αυτός που βλέπει τα αναμμένα φωτάκια και θυμάται τον λογαριασμό της ΔΕΗ ‒ σκέφτεται να τον αφήσει απλήρωτο, για μετά τις γιορτές. Είναι αυτός που σπάει το κεφάλι του να βρει έξυπνες και πρωτότυπες ιδέες για δώρα στα παιδιά του, για να μην καταλάβουν ότι φέτος τα δώρα θα είναι απλώς συμβολικά… Φυσικά ο ίδιος αυτός Ελληνας, ούτε περιμένει δώρο από κανέναν, ούτε και έχει καμία διάθεση να λάβει. Τα καλά νέα είναι ότι, για φέτος, γλύτωσε τον… άχρηστο τάρανδο!

Ας το πω διαφορετικά. Βλέποντας αυτό το φιλμ σκεφτόμουν, τι θα μπορούσε τώρα να δώσει στον μέσο Ελληνα λίγη από τη γιορταστική ελπίδα των προηγούμενων χρόνων. Των προ ΕΝΦΙΑ, προ 100 Δόσεων, προ Απειλητικού και Αναδρομικού ΟΑΕΕ, προ Μαζικών Απολύσεων, προ Ατομικών Συμβάσεων Εργασίας, προ αυξημένου ΦΠΑ, προ παγωμένων σπιτιών τον χειμώνα εξαιτίας του ακριβού πετρελαίου και της ΔΕΗ, προ μνημονίου εν ολίγοις.

Ο γκρινιάρης πατέρας ανοίγει στο σποτ ένα βιβλίο και μέσα βρίσκει το τυχερό δώρο του. Καθαρή τύχη. Ποτέ δεν περίμενα τίποτα από αυτήν. Τώρα βλέπω στη διαφήμιση τα 50.000 και σκέφτομαι τι θα έκανα αν τα κέρδιζα. Οσο για τα 250.000… Θα απαντήσω απλώς με την ατάκα του γκρινιάρη πατέρα «Χρόνια Πολλά! Και καλά…».