Τι σημαίνει η εμπειρία του βιβλίου; Έχει σχέση μόνο με το διάβασμα ή μήπως αποκαλύπτει κάτι πολύ περισσότερο; Για έναν βιβλιόφιλο όπως ο αργεντίνος Αλμπέρτο Μανγκέλ, συγγραφέας του έργου «Η Ιστορία της Ανάγνωσης» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Νέα Σύνορα, Λιβάνη) που σήμερα ζει σε ένα μεσαιωνικό πρεσβυτέριο στη Γαλλία ανάμεσα σε 30.000 βιβλία, η μυρωδιά παίζει σημαντικό ρόλο. Σε μια πρόσφατη ομιλία του στην Βρετανική Βιβλιοθήκη, ο παλιός protégé του Χόρχε Λουί Μπόρχες και διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Αργεντινής, δήλωσε ότι αγαπάει ιδιαίτερα τις παλιές εκδόσεις Penguin με το μαλακό εξώφυλλο (paperback) για τη μυρωδιά τους που του θυμίζει «φρέσκο μπισκότο».
Κάποιοι από το κοινό πρόσθεσαν και τις δικές τους αισθητικές εντυπώσεις. Ένας συνταξιούχος δήλωσε ότι βίωνε τα βιβλία σαν τη μυρωδιά του αλατοπίπερου «αυτή την ξηρότητα όταν ανοίγεις το ντουλάπι … με ένα άγγιγμα της θάλασσας», ενώ μια 46χρονη ομολόγησε ότι πρόσφατα αγόρασε ένα βιβλίο για τον γιο της μεταξύ άλλων και επειδή «μύριζε βροχή».
Για τους συντηρητές και τους ιστορικούς, η μυρωδιά έπαιζε, ανέκαθεν, σημαντικό ρόλο στην εκτίμηση της προέλευσης και της κατάστασης των ιστορικών βιβλίων. «Δεν έχω λόγια για να το ορίσω, αλλά υπάρχει μια περίεργη θερμή μυρωδιά δέρματος στην αγγλική περγαμηνή, σε αντίθεση με την πιο έντονη και πιο δροσερή μυρωδιά των ιταλικών δερμάτων», γράφει ο Κρίστοφερ ντε Χάμελ, βιβλιοθηκάριος στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, στο βιβλίο του “Meetings With Remarkable Manuscripts”.
Αλλά αυτή η έλλειψη λεξιλογίου θα μπορούσε να αλλάξει, χάρη στο πρωτοποριακό έργο ερευνητών του Ινστιτούτου Αειφόρου Κληρονομιάς του UCL, οι οποίοι σχεδίασαν έναν τρόπο να συνδέουν τέτοιες φαινομενικά υποκειμενικές περιγραφές με τη χημική σύνθεση των βιβλίων. Σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό «Heritage Science», η Σεσίλια Μπενμπάιμπρ και ο Ματίγια Στρλιτς περιγράφουν πώς ανέλυσαν δείγματα από ένα παλιό βιβλίο, που βρήκαν σε ένα παλιοβιβλιοπωλείο και ανέπτυξαν έναν «τροχό οσμών ιστορικών βιβλίων», ο οποίος συνδέει αναγνωρίσιμες χημικές ουσίες με τις αντιδράσεις των ανθρώπων σε αυτές.
Χρησιμοποιώντας ίνες από το βιβλίο, παρήγαγαν ένα «εκχύλισμα ιστορικού βιβλίου», το οποίο παρουσιάστηκε σε 79 επισκέπτες στο Μουσείο και την Πινακοθήκη του Μπέρμιγχαμ. «Σοκολάτα», «κακάο» ή «σοκολατούχο» ήταν οι πιο συχνές λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν για να περιγράψουν τη μυρωδιά του μυθιστορήματος του Παναϊτ Ιστράτι «Τα Γαϊδουράγκαθα του Μπαραγκάν», που είχε εκδοθεί το 1928 στα γαλλικά από τον οίκο Bernard Gasset. (Στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 2015 από τις εκδόσεις Φαρφουλάς.) Ακολουθούσαν οι χαρακτηρισμοί «καφές», «παλιό», «ξύλο» και «καμένο».
«Από την σκοπιά του αναλυτή και δεδομένου ότι ο καφές και η σοκολάτα είναι προϊόντα ζύμωσης και φρύξης [καβουρδίσματος] που περιέχουν λιγνίνη και κυτταρίνη [πολύπλοκες πολυμερείς ενώσεις από τα κυριότερα συστατικά του ξύλου] έχουν πολλά κοινά πτητικά οργανικά συστατικά [πτητικές οργανικές ενώσεις] με το χαρτί που αποσυντίθεται», γράφουν οι ερευνητές, οι οποίοι σύγκριναν τα αποτελέσματά τους με εκείνα προηγούμενων μελετών. Η έρευνα τούς οδήγησε άλλωστε και σε μέρη όπου πολλά από αυτά τα βιβλία διαβάζονται. Σε βιβλιοθήκες.
Σε ένα άλλο πείραμα, ζήτησαν από τους επισκέπτες της βιβλιοθήκης Wren στο καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου να περιγράψουν τη μυρωδιά της βιβλιοθήκης. Όλοι την περιέγραψαν ως «ξυλώδη», το 86% αναγνώρισε επίσης την οσμή ως «καπνιστή», το 71% ως «γήινη» και λίγο λιγότεροι από τους μισούς (41%) ανέφεραν το «άρωμα βανίλιας». Όλες αυτές οι μυρωδιές, όμως, σχετίζονται με συγκεκριμένες χημικές ουσίες που υπάρχουν σε παλιά βιβλία.
Το πρότζεκτ προέκυψε μετά από την παρατήρηση του Στρλιτς για τη σημασία που έχει η οσμή για τους συντηρητές και τους βιβλιοθηκάριους. «Οι βιβλιοθηκάριοι μάς είπαν ότι η μυρωδιά είναι το πρώτο πράγμα που “χτυπάει” τους αναγνώστες. Είναι ο τρόπος επικοινωνίας των βιβλιοθηκών, προτού καν φτάσει κανείς στα βιβλία. Αλλά αυτό που επικοινωνούν με τη μυρωδιά τους τα βιβλία είναι επίσης ενδιαφέρον. Η ιδέα είναι να προτείνουμε ένα μεγάλο θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο οι μυρωδιές έχουν την δική τους πολιτισμική αξία για εμάς ως κοινωνία», λέει.
Ο καθηγητής της επιστήμης της κληρονομίας στο UCL, Ματίγια Στρλιτς, έχει σπουδάσει χημεία. «Γνωρίζουμε πολύ καλά πώς να αναλύουμε τις χημικές ουσίες, αλλά αυτό που υπονοούν και τα συναισθήματα που προκαλούν είναι ένα τελείως διαφορετικό θέμα. Για αυτό, χρειάζεται μια διεπιστημονική μελέτη», λέει. Το πρότζεκτ άρχισε τελικά να αποκτά ανθρωπολογικό και πολιτισμικό εύρος μετά την άφιξη της επικοινωνιολόγου Σεσίλια Μπενμπάιμπρ, που κάνει το διδακτορικό της.
Βιβλιοθήκες αφιερωμένες στα ιστορικά βιβλία όπως αυτή του καθεδρικού του Αγίου Παύλου, μυρίζουν διαφορετικά από εκείνες που φιλοξενούν πιο πρόσφατες εκδόσεις, λέει ο Στρλιτς στον Guardian: «Γνωρίζουμε ότι τα βιβλία που είχαν εκδοθεί πριν από το 1850 έχουν διαφορετική μυρωδιά από τις εκδόσεις που έγιναν μεταξύ του 1850 και του 1990 και αυτό γιατί από τα τέλη του 19ου και κυρίως τον 20ο αιώνα στην τυπογραφία κυριαρχούν τα οξέα». Για την παραγωγή, δηλαδή, χαρτιού από ξύλο, άρχισε να προστίθεται στον ξυλοπολτό θειικό οξύ.
Η ζωή των βιβλίων επηρεάζει επίσης τη μυρωδιά τους: εξαρτάται από το πόσο μακριά έχουν ταξιδέψει, αν έχουν φυλαχτεί σε υγρό ή ξηρό περιβάλλον. Όπως επισημαίνει ο Ντε Χάμελ: «ορισμένα χειρόγραφα σπάνια μετακινήθηκαν από το ράφι που είχαν τοποθετηθεί από τη στιγμή που ολοκληρώθηκαν. Άλλα ταξίδεψαν σε όλο τον γνωστό κόσμο μέσα σε ξύλινα κιβώτια ή σε σάκους σέλας, ταλαντεύτηκαν σε πλάτες αλόγων και πάνω σε μικρά ιστιοφόρα στους ωκεανούς ή φορτώθηκαν σε αεροσκάφη».
Τα μεσαιωνικά χειρόγραφα που μελέτησε ο Κρίστοφερ ντε Χάμελ είχαν γραφτεί με το χέρι σε περγαμηνές από δέρματα ζώων που έχουν, επίσης, τη δική τους ξεχωριστή μυρωδιά. Οι βιομηχανοποιημένες εκδόσεις από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, δημιούργησαν λιγότερο ανθεκτικά βιβλία, εκτεθειμένα σε μια μοίρα που κάθε συλλέκτης βιβλίων φοβάται: Οι καφέ κηλίδες που εμφανίζονται σε πολλούς παλιούς τόμους οφείλονται στα μικρά στίγματα που αφήνουν οι μεταλλικοί αναδευτήρες κατά την επεξεργασία του χαρτοπολτού σε συνδυασμό με τους μύκητες που αναπτύσσονται στα σημεία αυτά καθώς το χαρτί γερνάει.
Πολλοί άνθρωποι υποθέτουν ότι αυτές οι κηλίδες δίνουν στα παλιά βιβλία τη χαρακτηριστική οσμή της μούχλας που αναδίδουν. Στην πραγματικότητα, λέει ο Στρλιτς, αυτή η μυρωδιά οφείλεται στην απελευθέρωση χημικών ουσιών, όπως η φουρφουράλη και η εξανόλη, καθώς το χαρτί διασπάται. Η εξανόλη συχνά περιγράφεται και ως μυρωδιά «αγροκτήματος», «παλαιού ρουχισμού» ή «παλαιού δωματίου», οι οποίες στον τροχό των οσμών κατατάσσονται στην κατηγορία με την ένδειξη «γεώδης / μούχλα / κλεισούρα».
Αλλά οι κηλίδες είναι πιθανό να μειωθούν καθώς η διαδικασία παραγωγής των βιβλίων αλλάζει. «Τη δεκαετία του 1980, η τεχνολογία άλλαξε για περιβαλλοντικούς λόγους και η αποφυγή της χρήσης χλωρίου στην παραγωγική διαδικασία είχε ως συνέπεια το χαρτί να γίνει και πάλι πιο σταθερό», λέει ο Στρίλιτς
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι ο «τροχός οσμών ιστορικών βιβλίων» θα μπορούσε να αποτελέσει ένα χρήσιμο διαγνωστικό εργαλείο για τους συντηρητές, βοηθώντας τους να εκτιμήσουν την κατάσταση των αντικειμένων μέσω του οσφρητικού προφίλ τους. Εάν για παράδειγμα ένα βιβλίο μυρίζει σοκολάτα, είναι πιθανό ότι απελευθερώνει βανιλίνη, βενζαλδεΰδη και φουρφουράλη, τρεις χημικές ουσίες που σχετίζονται με την αποδόμηση της κυτταρίνης και της λιγνίνης που υπάρχουν στο χαρτί.
Η μελέτη έχει όμως ευρύτερες επιπτώσεις, καθώς στο πεδίο της πολιτισμικής κληρονομιάς εμφανίζεται πλέον ένα μεγάλο ενδιαφέρον για την ιστορική σημασία της οσμής. «Με την τεκμηρίωση των λέξεων που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν μια μυρωδιά πολιτιστικής κληρονομιάς, η μελέτη μας ανοίγει μια συζήτηση για την ανάπτυξη ενός λεξιλογίου για τον εντοπισμό αρωμάτων, που έχουν πολιτιστικό νόημα και σημασία», λέει η Μπενμπάιμπρ.
Τι μπορεί λοιπόν να μας πει ο τροχός οσμής για τα βιβλία του Penguin που σύμφωνα με τον Αλμπέρτο Μανγκέλ μυρίζουν σαν «φρέσκα μπισκότα»; «Το μπισκότο είναι μια λέξη που συχνά εμφανίζεται όταν περιγράφονται βιβλία. Υπεύθυνες θα μπορούσαν να είναι βασικά δύο ενώσεις: η φουρφουράλη [μυρωδιά γλυκύτητας ή ψωμιού] και η βανιλίνη [οσμή της βανίλιας]», λέει η Μπενμπάιμπρ. Το « μπισκότο», λοιπόν, μπορεί να υποδηλώνει ότι η κατάσταση των βιβλίων επιδεινώνεται, ταυτόχρονα όμως αποκαλύπτει την ευχαρίστηση που κρύβεται ανάμεσα στις σελίδες τους.
Ο κλάδος των δώρων πάντως, το έχει ήδη αξιοποιήσει. Το κατάστημα της British Library, σε απόσταση λίγων μέτρων από το αμφιθέατρο όπου μιλούσε ο Μάνγκουελ, πουλάει ένα κερί που ισχυρίζεται ότι αναδίδει τη μυρωδιά «βιβλιοθήκης». «Δεν πρόκειται μόνο για τη χημική σύνθεση της ίδιας της οσμής, αλλά για την ανθρώπινη ευαισθησία», λέει η Σεσίλια Μπενμπάιμπρ, «Με την αναδόμηση της οσμής και την αξιολόγηση της ανθρώπινης αντίδρασης σε αυτήν, θα μπορέσουμε να δούμε τι είναι αυτό που θέλουμε να διατηρήσουμε».