Ο Μόρι και η Μπέτι Μάρκοφ, 103 και 100 ετών αντίστοιχα, ποζάρουν για το λεύκωμα «Aging Gracefully» του Κάρστεν Τορμαέλεν | Karsten Thormaehlen
Θέματα

Πώς μοιάζει ο έρωτας στα 100;

Αυτοαποκαλούνται «παραδοξότητες». Η Μπέτι και ο Μόρι Μάρκοφ είναι 100 και 103 ετών αντίστοιχα, ζουν στο Λος Αντζελες, έχουν συμπληρώσει αισίως 78 χρόνια γάμου και διηγούνται την πιο γλυκιά -αλλά και ωμά αληθινή- ιστορία αγάπης
Protagon Team

Η ιστορία τους θυμίζει εν μέρει το σενάριο της ταινίας «Amour» του Μίκαελ Χάνεκε. Οπως ο Ζορζ και η Αν, οι ήρωες της ταινίας, το κομμάτι της κοινής ζωής τους είναι μεγαλύτερο από εκείνο που έχουν ζήσει χώρια. Μόνο που, σε αντίθεση με τη σπαρακτική ιστορία της ταινίας, ο Μόρι και η Μπέτι Μάρκοφ, 103 και 100 ετών αντίστοιχα, αντιμετωπίζουν τα 78 χρόνια κοινού βίου τους με περίσσιο χιούμορ.

«Είμαστε μαζί εδώ και σχεδόν οκτώ δεκαετίες και ακόμα δεν έχουμε σκοτώσει ο ένας τον άλλον», λέει γελώντας ο Μόρι. «Αν και το έχουμε προσπαθήσει κάποιες φορές», συμπληρώνει χαμογελαστή η Μπέτι. «Είχαμε αρκετούς καβγάδες. Αλλά δεν με χτύπησε ποτέ, ούτε εγώ. Αν και νομίζω ότι μια φορά τον έσπρωξα». Οι δυο τους ποζάρισαν στο «Aging Gracefully», το εξαιρετικό λεύκωμα του γερμανού φωτογράφου Κάρστεν Τορμαέλεν.

Ας επιστρέψουμε στους Μάρκοφ. Ο Μόρι συνεχίζει αστειευόμενος ότι θα… αλλάξει την Μπέτι με δύο γυναίκες 50 ετών, ενώ και οι δύο συμφωνούν ότι οι καβγάδες τους ανήκουν πια στο παρελθόν. Πλέον, στα 100 τους η συμβίωσή τους είναι ειρηνική. Η Μπέτι, όταν της ζητούν να απαντήσει ποια είναι τα μυστικά του πετυχημένου γάμου, απαντά ότι δεν υφίσταται κάποιο μυστικό. «Απλώς μην επιτρέπετε στα παράπονα που έχετε να μετατραπούν σε θυμό. Ανοχή και σεβασμός. Ο Μόρι δεν χρησιμοποιεί ποτέ τη λέξη «αγάπη», εγώ πάλι το κάνω. Μα οι πράξεις είναι ίδιες σε κάθε περίπτωση».

Γιατί όχι «αγάπη»; Ο Μόρι την θεωρεί κτητική, ελεγκτική, απαιτητική λέξη. Θα προτιμούσε το «νοιάξιμο», που έχει πολύ βαθύτερο νόημα. «Την αγκαλιάζω συνεχώς, την φιλώ, νοιάζομαι για αυτή», λέει ενώ δηλώνει σίγουρος ότι η ημέρα που έγιναν ζευγάρι είναι η πιο πολύτιμη της ζωής του.

Γνωρίστηκαν στη Νέα Υόρκη το 1938, στον γάμο του ξαδέρφου της Μπέτι, που έτυχε να είναι και αδελφός ενός από τους φίλους του Μόρι. Κάθονταν στο ίδιο τραπέζι, η Μπέτι στα αριστερά του και στα δεξιά του η Ρόουζ Λεμπόφσκι, ένα πολύ όμορφο και σοφιστικέ κορίτσι από πλούσια οικογένεια. Καιρό μετά, όταν η Μπέτι έμαθε την ιστορία και ρώτησε τον Μόρι γιατί διάλεξε εκείνη, της απάντησε «επειδή έτρωγες λιγότερο».

Οι φίλοι της Μπέτι δεν ενέκριναν από την αρχή τον Μόρις, ωστόσο εκείνο το βράδυ του επέτρεψε να την γυρίσει στο σπίτι της στο Κουίνς. «Ηταν πολύ όμορφος, με μαύρα σγουρά μαλλιά», θυμάται εκείνη. Σε ένα από τα πρώτα ραντεβού τους, το αμάξι έπαθε βλάβη και ο Μόρι, μηχανικός γαρ, κατάφερε να το επιδιορθώσει ήσυχα, χωρίς να παραπονιέται. Χωρίς καμία φασαρία, θυμάται η Μπέτι, όπως συνήθως κάνουν οι περισσότεροι άνδρες. Αυτό την εντυπωσίασε.

Τα ραντεβού τους σταμάτησαν σύντομα, καθώς ο Μόρι έφυγε από την Ανατολική Ακτή και επέστρεψε στην Καλιφόρνια, όπου έμεινε για αρκετό διάστημα. Του άρεσε ο λαμπερός ήλιος και η ατμόσφαιρα της περιοχής.

Οταν ο δημοσιογράφος του Guardian, Πολ Λέτι, την ρωτά αν η πρόταση γάμου ήταν μια ξεχωριστή στιγμή, η Μπέτι απαντά ότι στην πραγματικότητα ο Μόρι ποτέ δεν της πρότεινε να τον παντρευτεί. Απλώς την ρώτησε αν θα ήθελε να ζήσει μαζί του στην Καλιφόρνια. Της έστειλε το εισιτήριο του λεωφορείου και την συνάντησε μετά από ταξίδι τεσσάρων ημερών. Βρήκαν έναν ραβίνο σε… τιμή ευκαιρίας και παντρεύτηκαν σε μια πολύ απλή τελετή. Ο ραβίνος που τέλεσε τον γάμο είπε τότε: «μακάρι ο γάμος σας να είναι τόσο αγνός όσο ο χρυσός σε αυτό το δαχτυλίδι» και αμέσως το ζευγάρι ξέσπασε σε γέλια, καθώς ήταν ένα ψεύτικο κόσμημα που είχαν αγοράσει πριν λίγο από το πολυκατάστημα Woolworths.

Το διαμέρισμά τους είναι διακοσμημένο με έργα του Μόρι, τα περισσότερα φιλοτεχνημένα τη δεκαετία του 1950 και 1960. Οταν η συζήτηση φτάνει στο πώς αντιμετωπίζουν τα γηρατειά, η Μπέτι νιώθει ότι χάνει μεγάλο μέρος της ενέργειάς της. «Τα πόδια μου δεν είναι καλά και συχνά νιώθω σύγχυση», εξομολογείται. Ο Μόρι το τελευταίο διάστημα χρησιμοποιεί ένα αυτόματο σκούτερ για τις μετακινήσεις του, δυσκολεύεται όμως να δεχτεί ότι, λόγω ηλικίας, δεν έχει πια δίπλωμα αυτοκινήτου. Ωστόσο αυτό δεν τους εμποδίζει να βγαίνουν για το πρωινό τους σε τοπικά καφέ, παρατηρώντας τα μικρά παιδιά που παίζουν στα συντριβάνια.

«Εχω ζήσει μια μακρά και πλήρη ζωή», λέει ο Μόρι, «δεν έχω βαρεθεί ούτε ένα λεπτό. Πάντοτε ήμουν απασχολημένος δουλεύοντας, φτιάχνοντας πράγματα, ταξιδεύοντας, φωτογραφίζοντας, γράφοντας. Και πάντοτε έχω τόσα πολλά να κάνω! Μερικές φορές λέω: έχω τόσα πολλά να κάνω, δεν έχω χρόνο να πεθάνω!».

Υπήρχε όμως και κάποια στιγμή που έφτασε κοντά στον θάνατο: μία ημέρα πριν τα 99α γενέθλιά του, όταν υπέστη καρδιακή προσβολή. Η Μπέτι κάλεσε γρήγορα τις πρώτες βοήθειες. Ο αγαπημένος της υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση για να βάλει βηματοδότη, όμως κάτι πήγε στραβά, δεν λειτούργησαν όλα όπως έπρεπε. Η οικογένεια έσπευσε στο νοσοκομείο για αποχαιρετίσει τον Μόρι, όπως πίστευε, όταν προς μεγάλη της έκπληξη τον είδε ζωντανό και μάλιστα να αστειεύεται!

«Αν ήμουν θρήσκος, θα είχα αποδώσει τη μακροζωία μου σε θεϊκή παρέμβαση. Αφού όμως δεν είμαι, μπορώ να πω ότι πρόκειται απλώς για τύχη». Ο πατέρας του, φανατικός καπνιστής, πέθανε σε ηλικία 94 ετών, δείγμα ότι τα γονίδιά του είναι κάτι παραπάνω από ισχυρά. Και κάπως έτσι η συζήτηση φτάνει στα μυστικά μακροζωίας τους.

Ο Μόρι θυμάται τον εαυτό του να κολυμπά γυμνός σε ένα από τα ποτάμια της περιοχής που ζούσε, γεμάτο με σκουπίδια και ακαθαρσίες – αναρωτιέται αν αυτή του η συνήθεια του χάρισε ένα ισχυρό ανοσοποιητικό σύστημα. Ως προς τη διατροφή του, θυμάται να απολαμβάνει χοτ-ντογκ με μουστάρδα και ξινολάχανο, μαζί με τόνικ. Μέχρι να αντιμετωπίσει καρκίνο της γλώσσας, κάπνιζε τσιγάρα, πούρα και πίπα. Ιδίως το διάστημα που εργαζόταν ως μηχανικός, κάπνιζε τα τσιγάρα κρατώντας τα μόνο με το στόμα, καθώς τα χέρια του ήταν μονίμως λερωμένα. Ο καπνός γέμιζε τα μάτια του σε τέτοιο βαθμό, που το επόμενο πρωί σχεδόν δεν μπορούσε να τα ανοίξει.

Η Μπέτι, πιο προσεκτική, αποδίδει τη μακροζωία της στις διατροφικές της συνήθειες, καθώς πάντα προτιμούσε γεύματα με πρωτεΐνες και λαχανικά. Επί δεκαετίες, κάθε πρωί περπατούσαν γύρω από την τοπική λίμνη πριν πάρουν το πρωινό τους. Θυμούνται τους εαυτούς τους πάντοτε γεμάτους ενέργεια, δεν έπληξαν ποτέ. Από τα πρώτα σημεία ταύτισης, οι πολιτικές τους πεποιθήσεις. Ο Μόρι ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ και συχνά συμμετείχε σε διαδηλώσεις, ενώ η Μπέτι είχε βρεθεί στη φυλακή επειδή μοίραζε φυλλάδια. Ποτέ ο στόχος τους δεν ήταν η ανατροπή της κυβέρνησης, υποστηρικτές του Θίοντορ Ρούσβελτ και φανατικοί υποστηρικτές του τέως προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα.

Οσο για τον νέο αμερικανό πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ, ο Μόρι σχολιάζει ότι, στη διάρκεια της ζωής του, πιστεύει ότι είναι το πιο περίεργο άτομο που έχει εκλεγεί σε θέση του προέδρου. «Είναι εγωπαθής, τρελάρας, ιδιοκτήτης καζίνο: τι φόρους πληρώνει;», αναρωτιέται. «Είναι τόσο προκατειλημμένος», προσθέτει η Μπέτι.

Χάρη στις πολιτικές του πεποιθήσεις δημιούργησαν από νωρίς έναν στενό κύκλο αξιόπιστων φίλων, που βοήθησε στο μεγάλωμα των παιδιών τους, Τζούντιθ και Στίβεν. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πέολεμο, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Μόρι έφτιαχνε πυροκροτητές και ρουκέτες για λογαριασμό του στρατού, απέκτησε το δικό του κατάστημα με ηλεκτρικές συσκευές. Χρησιμοποιούσε σιδερένια κομμάτια από επισκευές κλιματιστικών για να στήσει τα γλυπτά που κατόρθωσε να εκθέσει δεκαετίες αργότερα.

Ταξίδεψαν σχεδόν σε όλον τον κόσμο, εξασφαλίζοντας εντυπωσιακές φωτογραφίες, όμως όταν η συζήτηση αρχίζει να περιστρέφεται γύρω από τα φωτογραφικά, η Μπέτι αναστενάζει και ο Μόρι αλλάζει αμέσως θέμα. Ωστόσο δηλώνει πολύ περήφανη για αυτόν. «Είναι πολυτάλαντος. Αν είχε μεγαλώσει διαφορετικά, ποιος ξέρει τι θα μπορούσε να είχε πετύχει;».

Ο Μόρι επιμένει ότι οι ημέρες του δεν είναι αρκετές, ενώ επιμένει ότι για να ζήσεις μια καλή, δραστήρια ζωή δεν χρειάζονται πολλά χρήματα. Στο διπλανό σπίτι ζει η κόρη τους, επομένως ο θάνατος του ενός δεν θα σημάνει απόλυτη μοναξιά για εκείνον που θα μείνει πίσω.

Πριν αποχωρήσει ο δημοσιογράφος, τον επιπλήττουν: «Δεν μας ρώτησες για τη σεξουαλική μας ζωή!», του λέει ο Μόρι, για να συμπληρώσει γελώντας ότι «είναι μόνο μια ανάμνηση». Με το χέρι του στο γόνατο της Μπέτι, την κοιτάζει κατάματα και λέει: «Μετά από 78 χρόνια, μπορώ να πω ότι δεν είχα κάνει λάθος. Είχαμε τα σκαμπανεβάσματά μας, αλλά είμαστε ακόμη εδώ».