Περίεργη φάρα είμαστε. Οι κριτικοί έθαψαν την ταινία «Ουζερί Τσιτσάνης» και το κοινό την αποθέωσε. Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, συγγραφέας του ομώνυμου βιβλίου το οποίο αποτέλεσε τη βάση της ταινίας μιλά στο Protagon περί αισθητικής, σινεμά, κρίσης και πολιτικής.
Δεν εκπλήσσεται από τις αντιδράσεις των κριτικών και δεν ανησυχεί: «Πολλές ενστάσεις υπήρχαν και για τον μέγα Θόδωρο Αγγελόπουλο και για την “Στέλλα” του Κακογιάννη, και για τον “Κυνόδοντα” – ενώ διάβασα απορριπτικές κριτικές για το έξοχο “Οι ζωές των άλλων”, για το “Η σιωπή των αμνών”, που πήρε Όσκαρ και για ένα σωρό άλλα εξαιρετικά έργα. Περί ορέξεως σπανακοτυρόπιτα. Η κριτική είναι δικαιωματική, αλλά και αυτή είναι υπό κρίσιν – πρόκειται για εξόχως περίπλοκο θέμα. Ύστερα, πάντα υπάρχουν καλές και κακές κριτικές. Τελικά αποφασίζει ο κόσμος και ο καθείς ξεχωριστά, με την δική του κρίση, οπτική, και πιθανή προκατάληψη. Δεν υπάρχει αντικειμενική κριτική – αλλά άπειρες διαβαθμίσεις, αντίστοιχες οράσεις, επίπεδα και κριτήρια αποτίμησης. Πάντως εμένα μου άρεσε η ταινία “Ουζερί Τσιτσάνης”. Για το budget της είναι αξιοπρεπέστατη και συγκινητική. Δεν είναι Σπίλμπεργκ – και πώς θα μπορούσε άλλωστε;»
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης απορρίπτει και τις αιτιάσεις περί τηλεοπτικής αισθητικής στο έργο: «Δεν υπάρχει τηλεοπτική αισθητική, ούτε η τηλεοπτική αισθητική είναι κάτι συγκεκριμένο – εξάλλου τηλεοπτική σειρά είναι και το “Αλεξάντερπλατς”, και το “Κάτω Παρτάλι”. Είναι ίδια; Τα κοντινά πλάνα, λόγω έλλειψης χρημάτων, δεν συνιστούν τηλεοπτική αισθητική, εκτός και αν στο σινεμά δεν υπάρχουν κοντινά πλάνα και γι’ αυτό ας ρωτήσουμε τον Αϊζενστάιν, ή τον Φασμπίντερ. Υπάρχει όμως και προκατάληψη. Αν κάποιος κάνει μια σειρά στην τηλεόραση, ορισμένοι ψάχνουν να βρούνε στοιχεία της και στην επόμενη, κινηματογραφική εργασία του ίδιου σκηνοθέτη. Είναι σαν βρίσκουμε οπωσδήποτε ίχνη αλόγων και στοιχεία γουέστερν σε κάθε σκηνοθεσία του Κλιντ Ιστγουντ, επειδή ο ίδιος έκανε κάποτε τον πιστολά. Σε σχέση με το βιβλίο: μια ταινία είναι αυτόνομο έργο, και πάντα η αισθητική της είναι έργο του σκηνοθέτη. Δεν μπορεί να συσχετιστεί με την λογοτεχνία, που εκφράζεται με άλλους όρους. Το κάθε τι αντιμετωπίζεται καθεαυτό, σε κάθε περίπτωση, και με διαφορετικά κριτήρια. Εγώ δεν θα ήθελα ποτέ ο Μανουσάκης, ή ένας άλλος σκηνοθέτης να έχει την δική μου αισθητική, αλλά την δική του. Και έτσι γίνεται πάντα, αναπόφευκτα, κι ευτυχώς.»
Ο Σκαμπαρδώνης είναι ανοιχτόμυαλος. «Τo σινεμά είναι μια κατεξοχήν λαϊκή τέχνη, αλλά και πάντα συνδεδεμένη με την κοσμικότητα. Δείτε τι γίνεται στο Χόλιγουντ – κι εμένα μ’ αρέσει η περιοδική κοσμικότητα, αν και δεν είμαι κοσμικός, ούτε καν demi-mondaine. Μ’ αρέσουν οι γιορτές. Δεν βλέπω καμιά γελοιότητα στην κοσμικότητα καθεαυτή – γελοίος μπορεί να είναι κάποιος, οπουδήποτε, ακόμα και στην εκκλησία, ή σε μια κομματική συγκέντρωση, αν όντως και καθεαυτός είναι γελοίος. Και ο Παπακαλιάτης κάτι προσπαθεί, κάτι καλό αγωνίζεται να κάνει – μην είμαστε έτοιμοι να του ορμήσουμε. Το προτιμώ από το να μην έκανε τίποτε. Ας κάνουνε κι άλλοι, κάτι καλύτερο, ή χειρότερο. Νομίζω ότι μας λείπει η γενναιοδωρία, η συγκατάβαση. Διαβάστε τι έχουνε γράψει, εδώ στην Ελλάδα, κατά του Λάνθιμου. Είναι φρικαλέο, να είμαστε έτοιμοι να κατασπαράξουμε όποιον Έλληνα προσπαθεί κάτι, οτιδήποτε. Το Ευαγγέλιο λέει, μην κρίνεις εύκολα, ίνα μην κριθείς, και γίνεις κριθή.»
«Ο διχασμός είναι ένα αγώνισμα στο οποίο πάντα είχαμε υψηλές επιδόσεις. Ενώ οι Μεσευρωπαίοι έχουν συλλογικό όραμα, εμείς είμαστε αναρχικοί από κούνια»
Για τον ίδιο, το Ουζερί Τσιτσάνης είναι ξεχωριστό: «Κάθε βιβλίο είναι ξεχωριστό – αλίμονο αν δεν ήταν. Κάθε βιβλίο, μυθιστόρημα ή διηγήματα, έχει τον δικό του μόχθο, τις δικές του δυσκολίες, την δική του αναζήτηση, το δικό του σύμπαν. Μπορεί όλα τα βιβλία ενός συγγραφέα να έχουν βαθύτερη αισθητική ενότητα, αλλά από άποψη θέματος, χαρακτήρων, εποχής, ρυθμού και τόνου είναι το καθένα μοναδικό. Έτσι και το Ουζερί Τιτσάνης: είχε ξεχωριστές απαιτήσεις, όπως και το κάθε μυθιστόρημα, ή διήγημα, εντασσόμενα, όμως, ελπίζω, όλα σε ένα ευρύτερο, διακριτό ύφος. Αυτό είναι, εξάλλου, και το στοίχημα.»
Δεν ανησυχεί γι ‘αυτό που αποκαλούμε κρίση στην Ελλάδα. «Οι κρίσεις δεν είναι κάτι ασύνηθες στην Ιστορία, αλλά εγγενές συστατικό της. Το χειρότερο, άλλωστε, όπως έχω ξαναπεί, δεν είναι η βαθιά, τωρινή κρίση, που θα ξεπεραστεί οικονομικά, κάποτε, αλλά το ότι πέθανε ο Μάνος Χατζιδάκις.»
Επίσης, δεν τον τρομάζει ο ανορθολογισμός. «Η βάση του βίου και της πολιτικής δεν είναι η λογική, αλλά ο ανορθολογισμός, ο οποίος εσωτερικεύεται ως λογικότητα. Το πραγματικό διαθλάται μέσα από την ιδεολογία, την εμμονή, την προκατάληψη, ή το μίσος και στρεβλώνεται κατά βούληση. Ο Καραγάτσης έλεγε πως η Δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα που στηρίζεται στον φθόνο. Ειδικά το τελευταίο καιρό, η κοινή λογική είναι το ίδιο σπάνια όσο και η ιδιοφυία, ή, η λευκή φάλαινα της Μεσογείου. Πρέπει να το αποδεχτούμε. Η εκλογίκευση έρχεται αργά, και κρατάει λίγο, ως μικρή αναλαμπή.»
Αρθρογραφεί εδώ και δεκαετίες, καθημερινά, με ελάχιστες διακοπές, κι όμως έχει αποφύγει την παγίδα να λαϊκίσει, να βροντοφωνάξει το εγώ του. «Είμαι κι εγώ εγωιστής, όπως όλοι μας. Προσπαθώ, όσο μπορώ να το ελέγχω, ή να το κρύβω επιμελώς. Και όταν κρίνω, υπονοώ ότι είμαι κι εγώ μέσα στους κρινόμενους. Δεν είμαι υπεριπτάμενος κήνσορας. Έχουμε όλοι ευθύνη, λίγο ή πολύ, για τα πάντα. Όλοι κάνουμε λάθη. Όλοι έχουμε ιδιοτέλεια. Και το ότι κρίνεις κάποιον αυτό δεν σε κάνει αυτομάτως καλύτερό του. Απλώς μέσα από τον διάλογο, την ειρωνεία, την σάτιρα, ή τον αυτοσαρκασμό, ίσως φτάσουμε σε μια βαθύτερη αυτοσυνείδηση και γενναιοφροσύνη, που δεν το πολυπιστεύω.»
Του έχουν γίνει προτάσεις για να ασχοληθεί με την πολιτική. «Δεν θα πω λεπτομέρειες για να μην εκθέσω ανθρώπους, ή πολιτικούς χώρους. Μου έχουνε γίνει προτάσεις. Δεν δέχτηκα γιατί είμαι αφοσιωμένος σε άλλα αθλήματα. Θεωρώ ότι ο καθείς είναι προτιμότερο να κάνει εκείνο στο οποίο πιστεύει ότι είναι καλύτερος. Η Τέχνη είναι μακρά, ο βίος βραχύς, άρα τι να περισσέψει για την πολιτική; Αλλά, μην λέμε μεγάλα λόγια – μπορεί αργότερα να πάθω καμιά κρίση, να με πιάσει κανένα σωτηριολογικό σύνδρομο. Ως τότε, ευτυχώς θα ασκούν την πολιτική και θα αγρυπνούν αυτοί που έχουν, ελπίζω, ή πιστεύουν ότι έχουν το ανάλογο ταλέντο. Γιατί και χωρίς πολιτική δεν γίνεται, δυστυχώς.»
Πιστεύει ότι είμαστε αναρχικοί από κούνια. «Ο διχασμός είναι ένα αγώνισμα στο οποίο πάντα είχαμε υψηλές επιδόσεις. Ενώ οι Μεσευρωπαίοι έχουν συλλογικό όραμα, εμείς είμαστε αναρχικοί από κούνια. Κι αυτό από την εποχή του Πρωταγόρα, που πρώτος είπε την πιο επαναστατική φράση: “Όλα είναι υποκειμενικά”. Αλλά το λέει κι ο Νίτσε: “Δεν υπάρχει το γεγονός, παρά μόνο οι ερμηνείες του”. Όμως εμείς το παρακάνουμε. Ο Σκαρίμπας έγραψε πως όταν δυο Γερμανοί συναντήσουν έναν τρίτο, αρχίζουν όλοι και περπατούν με βήμα χήνας. Όταν πρόκειται για Έλληνες μπορεί να δούμε τρείς διαφορετικές παρελάσεις. Τριχασμό. Το σωστό ίσως βρίσκεται κάπου στη μέση. Γι’ αυτό όποτε ο αναρχισμός μας συνέκλινε και έβρισκε κοινό στόχο τα καταφέρναμε μια χαρά – έστω και για λίγο. Και, μετά, πάλι, φτου κι απ’ την αρχή.»
* Το Ουζερί Τσιτσάνης είναι ένα κομμάτι της άγνωστης ιστορίας της Θεσσαλονίκης. Το 96% των Εβραίων που ζούσαν στην πόλη εξοντώθηκαν από τους Ναζί κι οι περιουσίες τους «εξαφανίστηκαν». Βιβλία και ταινίες όπως το «Ουζερί Τσιτσάνης» που απευθύνονται στο ευρύ κοινό, επιτελούν το ρόλο της εκπαίδευσης στην ιστορία που θέλουμε να ξεχνάμε.