Θέματα

Ο καλύτερος (και ο χειρότερος) τρόπος να εντοπίσετε έναν ψεύτη

Ξεχάστε την περίφημη γλώσσα του σώματος και την έκφραση των ματιών. Υπάρχει ένας καλύτερος και πολύ πιο σίγουρος τρόπος να καταλάβετε και να ξεσκεπάσετε την ανειλικρίνεια
Protagon Team

Οι αξιωματικοί ασφαλείας στα αεροδρόμια της υφηλίου αντιμετωπίζουν μια πολύ μεγάλη πρόκληση: να καταλάβουν ποιοι από τους επιβάτες που φτάνουν ή φεύγουν έχουν κάτι να κρύψουν και τι ακριβώς είναι αυτό. Ενας από τους υπευθύνους ασφαλείας, ο Τόμας Ορμεροντ, επισημαίνει στον Ντέιβιντ Ρόμπσον και στο BBC ότι το να εντοπίσεις έναν ψεύτη σε 1.000 επιβάτες είναι το ίδιο εύκολο όσο να βρεις μια καρφίτσα μέσα σε έναν αχυρώνα.

Τι πρέπει να γίνει, λοιπόν; Η μία εναλλακτική είναι να εστιάσεις στα μάτια και στη λεγόμενη γλώσσα του σώματος. Αλλά αυτό δεν θα ήταν και τόσο καλή ιδέα. Αλλεπάλληλες έρευνες αποκάλυψαν πως ακόμα και για εκπαιδευμένους αστυνομικούς η προσπάθεια να εντοπίσεις έναν ψεύτη από το βλέμμα ή τις κινήσεις είναι καταδικασμένη σε αποτυχία: σύμφωνα με μία από αυτές, μόνον 50 ανάμεσα σε 20.000 άτομα κατάφεραν να προβλέψουν κατά 80% κάτι τέτοιο. Οι περισσότεροι απάντησαν στην τύχη. Και φυσικά απέτυχαν.

Η ομάδα του Ορμεροντ δοκίμασε κάτι εντελώς διαφορετικό και κατάφερε να εντοπίσει τους ψεύτικους επιβάτες στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Ποιο ήταν το μυστικό τους; Μα, να απορρίψουν πολλές από τις παραδοσιακές μεθόδους που χρησιμοποιούνταν έως τώρα και να εφαρμόσουν ορισμένες άλλες που βασίζονται σε πολύ πιο ευθείες τεχνικές. Τα τελευταία χρόνια οι έρευνες για την εξαπάτηση είχαν απογοητευτικά αποτελέσματα. Οι προηγούμενες υποθέσεις εργασίας είχαν εστιάσει στη γλώσσα του σώματος ενός υποψήφιου ψεύτη, όπως το παίξιμο των ματιών, τα κόκκινα μάγουλα ή το νευρικό και βεβιασμένο χαμόγελο. Το πιο χτυπητό παράδειγμα αυτής της μεθόδου ήταν όταν ο Μπιλ Κλίντον άγγιξε ασυναίσθητα τη μύτη του καθώς αρνιόταν τη σχέση του με την Μόνικα Λουίνσκι, κάτι που εξελήφθη ως σίγουρο σημάδι ότι ψευδόταν. Η βασική ιδέα, δηλώνει ο Τίμοθι Λιβάιν από το Πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα στο Μπέρμινγχαμ, ήταν ότι όταν λέμε ψέματα διακινούνται μέσα μας ορισμένα πολύ έντονα συναισθήματα -ενοχή, άγχος, σε σπανιότερες περιπτώσεις ακόμη και χαρούμενη έξαψη από την πρόκληση που αντιμετωπίζουμε- τα οποία είναι δύσκολο να ελέγξουμε. Ακόμη κι αν πιστεύουμε πως έχουμε μια απολύτως ανέκφραστη όψη, μπορεί να μας ξεφεύγουν διάφορες «μικροεκφράσεις» όπως τις λένε οι ειδικοί ψυχολόγοι που μπορούν να μας προδώσουν.

Τεράστια ποικιλία συμπεριφορών

Ομως, όσο περισσότερο παρατηρούσαν οι ψυχολόγοι, τόσο περισσότερο απατηλά φαίνονταν τα σημάδια γι’ αυτούς. Το πρόβλημα, όπως υπογραμμίζουν, έγκειται στην τεράστια ποικιλία της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Δεν υφίσταται ένα πανανθρώπινο λεξικό για τη γλώσσα του σώματος. «Δεν υπάρχουν σταθερά σημάδια που συμβαδίζουν με την εξαπάτηση» υπογραμμίζει ο Ορμεροντ, που συνεργάζεται με το Πανεπιστήμιο του Σάσεξ. «Μπορεί να γελάω νευρικά, κάποιοι άλλοι να σοβαρεύουν, κάποιοι να επιδιώκουν την οπτική επαφή, άλλοι να την αποφεύγουν». Ο Λιβάιν φαίνεται να συμφωνεί: «Είναι ξεκάθαρο πως δεν υπάρχουν κάποια αξιόπιστα σημάδια τα οποία να ξεχωρίζουν την αλήθεια από το ψέμα» επισημαίνει. Και παρότι κυκλοφορεί ευρέως η άποψη πως το υποσυνείδητό μας μπορεί να ξεχωρίσει αυτά τα σημάδια ακόμη και αν διαφεύγουν της προσοχής μας, ούτε αυτό έχει ακόμη αποδειχτεί.

Παρά τα αποκαρδιωτικά αυτά αποτελέσματα, η ασφάλειά μας συχνά επαφίεται στην ύπαρξη τέτοιων μυθικών σημαδιών. Αναλογιστείτε τις ερωτήσεις που ορισμένοι επιβάτες είναι πιθανόν να αντιμετωπίσουν πριν από μια διηπειρωτική πτήση, κάτι που ο Ορμεροντ ήταν υποχρεωμένος να ερευνήσει την περίοδο των Ολυμπιακών του 2012 στο Λονδίνο. Οπως λέει, οι αστυνομικοί θα χρησιμοποιήσουν ένα τυπικό «ναι-όχι» ερωτηματολόγιο, σχετικά με τις προθέσεις των επιβατών και είναι εκπαιδευμένοι να εντοπίσουν «ύποπτα σημάδια» (όπως νευρικά σωματικά συμπτώματα) που μπορεί να προδίδουν εξαπάτηση. «Ομως, τα υπάρχοντα πρωτόκολλα είναι επιρρεπή στις προκαταλήψεις. Για παράδειγμα, οι αξιωματικοί ασφαλείας είναι πιο πιθανό να εντοπίσουν ύποπτες κινήσεις σε συγκεκριμένες εθνικές ή θρησκευτικές ομάδες. «Η μέθοδος που εφαρμόζεται σήμερα, αντί να διευκολύνει εμποδίζει τον εντοπισμό και την αποκάλυψη ατόμων που ψεύδονται» επισημαίνει ο Ορμεροντ.

Μια φυσιολογική συζήτηση

Οπότε χρειάζεται να εφαρμοστεί μια καινούργια μέθοδος. Με δεδομένα όμως τα αποκαρδιωτικά αποτελέσματα των εργαστηρίων, ποια θα μπορούσε να είναι; Η απάντηση του Ορμεροντ ήταν αφοπλιστικά απλή: πρέπει να απομακρυνθούμε από το μανιερισμό των λέξεων όπου είμαστε παγιδευμένοι και να δοκιμάσουμε να πιέσουμε απαλά στα σημεία που θα μας επέτρεπαν να ξεσκεπάσουμε τους ψεύτες. Και ο Ορμεροντ μαζί με τον συνεργάτη του Κόραλ Ντάντο από το Πανεπιστήμιο του Γουλβερχάμπτον εκθέτουν μια σειρά από κινήσεις που επιτρέπουν να ξεσκεπάσουμε τους ψεύτες:

Χρησιμοποιήστε ανοιχτές ερωτήσεις. Αυτό θα αναγκάσει τον ψεύτη να ακολουθήσει τη λογική τους και να πέσει ο ίδιος στην παγίδα του ψέματός του.

Δοκιμάστε το στοιχείο της έκπληξης. Οι ερευνητές θα πρέπει να αυξήσουν τις μη αναμενόμενες ερωτήσεις κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει σύγχυση ή να τους ζητήσουν να διηγηθούν κάτι που έγινε πριν πολύ καιρό, τεχνικές που τους δυσκολεύουν να συνεχίσουν να φορούν το προσωπείο τους.

Ψάξτε για μικρές λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να επιβεβαιωθούν. Αν ένας επιβάτης ισχυρίζεται πως φοιτά στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ρωτήστε τον σχετικά με το πρόγραμμά του. Αν εντοπίσετε κάποια αντίφαση, μην αντιδράσετε σπασμωδικά αλλά εκμεταλλευτείτε την ψύχραιμα συνεχίζοντας να ρωτάτε μέχρις ότου ο ψεύτης πέσει σε περισσότερες αντιφάσεις και τελικά αποκαλυφθεί.

Παρατηρήστε τυχόν αλλαγές στην αυτοπεποίθησή του. Προσέξτε να εντοπίσετε πώς το ύφος ενός δυνητικού ψεύτη αλλάζει όταν τεθεί υπό αμφισβήτηση η αληθοφάνεια των λεγομένων του. Οταν ένας ψεύτης νιώθει να ελέγχει την κατάσταση είναι λαλίστατος, στο βαθμό όμως που χάνει τον έλεγχο η άνεσή του συρρικνώνεται και μπορεί να καταρρεύσει αν καταλάβει πως το ξεσκέπασμά του δεν είναι παρά θέμα χρόνου.

Αυτό που πρέπει να επιδιώκεται είναι μια φυσιολογική συζήτηση και όχι μία ανάκριση σε τεταμένο κλίμα. Κάτω από αυτή την απαλή πίεση, ο ψεύτης μπορεί να αποκαλυφθεί αντιφάσκοντας, ή γινόμενος εμφανώς προσχηματικός και ασταθής στις απαντήσεις του. «Το βέβαιο είναι πως δεν υπάρχει μια σίγουρη συνταγή, οπότε συνδυάζουμε τα σημαντικότερα στοιχεία ώστε να φτάσουμε στην αποκάλυψη του ψεύτη» επισημαίνει ο Ορμεροντ. Η σημασία αυτής της μεθόδου επιβεβαιώθηκε και από μια άσκηση προσομοίωσης στην οποία πήραν μέρος πολλά αεροδρόμια της Ευρώπης. Η ομάδα ετοίμασε πολλούς ψεύτικους επιβάτες τους οποίους προμήθευσε με εισιτήρια και τους δόθηκε μια εβδομάδα να προετοιμάσουν την ιστορία που θα έλεγαν. Οι αξιωματικοί της ομάδας των Ορμεροντ και Ντάντο, εφαρμόζοντας τη δική τους μέθοδο ερωτήσεων είχαν 20 φορές περισσότερες πιθανότητες να εντοπίσουν τους ψεύτικους επιβάτες απ΄ ό,τι άλλοι αστυνομικοί που δούλεψαν με βάση τα ύποπτα σημάδια του σώματος, και οι πρώτοι εντόπισαν το 70% των ψεύτικων επιβατών! «Είναι πράγματι εντυπωσιακό» υπογραμμίζει ο Λιβάιν που δεν είχε αναμιχθεί σε αυτή την έρευνα. «Καθώς διεξήχθη σε κανονικά αεροδρόμια υπό κανονικές συνθήκες, η έρευνα αυτή είναι εξαιρετικά σημαντική».

Εξαπατώντας τους συμπαίκτες τους

Ωστόσο και τα πειράματα του ίδιου του Λιβάιν δεν αποδείχτηκαν λιγότερα σημαντικά. Οπως ο Ορμεροντ, έτσι κι εκείνος πιστεύει πως οι έξυπνα κατευθυνόμενες συνεντεύξεις οι οποίες στοχεύουν να εντοπίσουν κενά στη διήγηση ενός ψεύτη είναι κατά πολύ καλύτερες από εκείνες που εστιάζουν στα ύποπτα σημάδια και στη γλώσσα του σώματος. Ετσι σκάρωσε ένα παιχνίδι, όπου σπουδαστές έπαιξαν σε ζευγάρια με έπαθλο 5 δολάρια για κάθε σωστή απάντηση που έδιναν. Χωρίς να το γνωρίζουν οι σπουδαστές, οι συμπαίκτες τους ήταν ηθοποιοί οι οποίοι όταν ο ελεγκτής του παιχνιδιού έβγαινε για λίγο από το δωμάτιο, τους πρότειναν να επωφεληθούν και να δουν τις σωστές απαντήσεις ώστε να κερδίσουν με ζαβολιά. Αρκετοί από τους σπουδαστές πείστηκαν. Στη συνέχεια, οι σπουδαστές ανακρίθηκαν από ομοσπονδιακούς πράκτορες αν είχαν εξαπατήσει τους συμπαίκτες τους κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Υποβάλλοντάς τους σε απλές ερωτήσεις και χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους την περίφημη γλώσσα του σώματος, οι πράκτορες βρήκαν σε ποσοστό 90% ποιοι είχαν κάνει ζαβολιά και ποιοι όχι. Ενας μάλιστα ο οποίος διενήργησε 33 συνεντεύξεις σημείωσε 100% επιτυχία, ενώ ακόμη μία σειρά συνεντεύξεων που έγινε από πρωτάρηδες και άπειρους πράκτορες είχε 80% επιτυχία.

Μάλιστα κάποιες φορές οι ερευνητές έπεισαν τους ζαβολιάρηδες να παραδεχθούν ανοιχτά τη ζαβολιά τους. Και όπως τονίζει ο Λιβάιν, το μυστικό της επιτυχίας τους ήταν γνωστό στους ιεροφάντες της τέχνης της πειθούς: ξεκινούσαν τη συζήτηση ρωτώντας τους σπουδαστές πόσο έντιμοι ήταν. «Οι άνθρωποι θέλουν να σκέφτονται πως είναι ειλικρινείς και αυτό τους σπρώχνει να γίνουν συνεργάσιμοι» σημειώνει ο Λιβάιν. «Καθώς, τα άτομα που δεν είναι ειλικρινή έχουν δυσκολία να υποδύονται πως είναι συνεργάσιμα, μπορείς να διαπιστώσεις ποιος έχει λερωμένη τη φωλιά του» καταλήγει με στόμφο. Αυτές οι εξελίξεις μπορούν κυρίως να φανούν χρήσιμες στις αρχές ασφαλείας ώστε να εντοπίσουν υπόπτους και να αποτρέψουν τρομοκρατικά χτυπήματα σώζοντας χιλιάδες ζωές. Μπορούν όμως να φανούν χρήσιμες και στον καθέναν από εμάς, ώστε με μια μικρή δόση τακτ, ευστροφίας και πειθούς να αποκαλύπτουμε το ψέμα καθημερινά και τελικά να το ξεριζώσουμε από τη ζωή μας.