Ο Φρανκ Γκέρι είναι ο αρχιτέκτονας του Μουσείου Γκούγκενχαϊμ. Είναι ο άνθρωπος που έδωσε το στίγμα του στο αστικό τοπίο που διαμορφωνόταν στο Λος Αντζελες τη δεκαετία του 1980, την εποχή της ντίσκο, όταν κατασκεύαζε φτηνά κτίρια και εμπνεόταν από την ιαπωνική τέχνη. Ο ίδιος έκανε μία στροφή 180 μοιρών, εγκατέλειψε τα φτηνά υλικά και τα funky σχέδια και σχεδόν εθίστηκε στις μεγάλες καμπύλες, τα ακριβά πρότζεκτ, τα αλουμινένια και μεταλλικά υλικά, τις οροφές που καθρεφτίζουν τον ουρανό και τα σχήματα που μοιάζουν να λιώνουν κάτω από τον ήλιο.
Εφτασε σε ένα τέτοιο επίπεδο αναγνωρισιμότητας ώστε οποιαδήποτε ενέργειά του, ακόμη και το ύψωμα του μεσαίου δάχτυλο σε έναν «ενοχλητικό» ισπανό ρεπόρτερ, παραφουσκωνόταν από τα μέσα ενημέρωσης με αποτέλεσμα ο μεγάλος καλλιτέχνης να παρερμηνεύεται και οι πραγματικές του ιδέες για το όραμα της αρχιτεκτονικής να χάνονται κάπου στη μετάφραση.
Αυτή είναι μία άποψη. Ανήκει στον βιογράφο του Φρανκ Γκέρι, Πολ Γκόλντμπεγκερ. Κι όμως, ο αναγνώστης της βιογραφίας «Χτίζοντας την Τέχνη» κάπου μπερδεύεται. Τελικά ποιος είναι ο καναδός Φρανκ Γκέρι; Ο βιογράφος βλέπει έναν μεγάλο αρχιτέκτονα -«ίσως τον σημαντικότερο της εποχής του»- που εμπνέεται απευθείας από τους πίνακες ζωγράφων και που αφοσιώνεται στους κατοίκους του LA, τους οποίους και ευχαριστεί μεγαλόψυχα στο εισαγωγικό σημείωμα της έκθεσης στο Μουσείο Τέχνης της Κομητείας του Λος Αντζελες. Ο αναγνώστης του βιβλίου, ή τουλάχιστον οι κριτικοί του New York Book Review, βλέπουν τον ίδιο μεγάλο αρχιτέκτονα ή τουλάχιστον έναν δημιουργικό καλλιτέχνη, αλλά και έναν ερμητικά κλειστό και κάπως ξιπασμένο χαρακτήρα.
Ας υποθέσουμε ότι πράγματι είναι καλός φίλος, και ότι είναι φιλελεύθερος -όπως το εννοούν οι Αμερικανοί- στο μεδούλι. Αλλά, όπως επισημαίνει ο δημοσιογράφος του Book Review, είναι λίγο δύσκολο να μην ενοχληθεί ο αναγνώστης από τις παράπλευρες απώλειες-φίλοι, συνεργάτες και ολόκληρα πρότζεκτ που απλώς δεν «έβγαιναν»- που απαίτησε ο δρόμος του Γκέρι προς την αρχιτεκτονική δόξα. Οσο και να προσπαθεί να το επικαλύψει στη βιογραφία ο συγγραφέας, λειαίνοντας τις γωνίες του αντιφατικού χαρακτήρα του ήρωά του και καλώντας τον αναγνώστη να βάλει παρωπίδες και να κοιτάξει μόνο το αρχιτεκτονικό μεγαλείο, η προσωπικότητα του Γκέρι είναι αντιφατική.
Και το έργο του; Τα κτίριά του είναι χωρίς αμφιβολία μεγαλειώδη, εκθαμβωτικά και σίγουρα εξυπηρετούν τους κατοίκους της γύρω περιοχής -το Γκούγκενχαϊμ έδωσε ύφος και χρήματα σε ένα λιμάνι που που βρισκόταν σε παρκμή. Αλλά τότε γιατί δημιουργούν στους επισκέπτες τους μία αίσθηση κλειστοφοβίας;
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το παραθέτει ο ίδιος ο συγγραφέας στο βιβλίο του και αφορά στο πρώτο σχέδιο που έφερε τον αρχιτέκτονα στο προσκήνιο, το 1978. Μία επισκέπτρια στο ροζ, ολλανδικού τύπου, μπανγκαλόου που είχε σχεδιάσει ο αρχιτέκτονας γι’ αυτόν και την οικογένειά του στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας δεν άντεξε τον εσωτερικό σχεδιασμό του. Της προκαλούσαν ασφυξία οι επενδυμένες με γυαλί δέσμες που τρυπούσαν την ατμόσφαιρα και έπρεπε να επικαλεστεί μία υποτιθέμενη αδιαθεσία για να δραπετεύσει και να πάρει οξυγόνο. Το ίδιο ακριβώς μοτίβο, με τις περίεργες γωνίες και τα γυάλινα τμήματα, αλλά σε μεγέθυνση, επανέλαβε ο κ. Γκέρι ύστερα από δύο δεκαετίες για τον σχεδιασμό του αίθριου στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη βασκική πόλη.
Φυσικά ο λόγος που το Γκούγκενχαϊμ έχει γίνει ορόσημο του Μπιλμπάο δεν είναι ο εσωτερικός του χώρος. Εκεί αναλαμβάνουν άλλοι να μαγέψουν τον επισκέπτη. Το μεγάλο ερωτηματικό που αντιμετωπίζει ο βιογράφος είναι από πού προήλθε η έμπνευση –ή μάλλον τι είδε ο 60χρονος τότε αρχιτέκτονας για να οραματιστεί το εμβληματικό μεταλλικό και κυματιστό καβούκι του κτιρίου. Ο κριτικός αρχιτεκτονικής, Γκόλντμπεγκερ, εξηγεί στο βιβλίο του ότι ο Γκέρι είδε ό,τι είχε παρατηρήσει τέσσερις αιώνες νωρίτερα ο Ελ Γκρέκο: τον ισπανικό ουρανό. Ο έλληνας ζωγράφος τον ενσαρκώνει με τα άγρια σύννεφα που πλαισιώνουν τους πίνακές του, ο καναδός αρχιτέκτονας τον καθρεφτίζει στο αλουμινένιο κέλυφος του κτιρίου και αυτό αλλάζει χρώματα ανάλογα με το ταμπεραμέντο της ισπανικής ατμόσφαιρας.
Ασφαλώς κανένας, ούτε ο βιογράφος, δεν ισχυρίζεται ότι ο Γκέρι εμπνεύστηκε ένα κτίριο απευθείας από τα σύννεφα ή από τρεις-τέσσερις ιστορικούς πίνακες. Προϋπήρχε ένα κτίριο με αλουμινένιες κυματιστές επιφάνειες. Είναι η Οπερα του Σίδνεϊ, σχεδιασμένη από τον δανό Γιόερ Ούτσον και αυτήν ήλπιζαν οι βασκικές αρχές να μιμηθεί ο αρχιτέκτονας δίνοντάς του το πρότζεκτ για το Γκούγκενχαϊμ. Κι όμως, ο κ. Γκέρι θα αναγνωρίσει με πολύ μεγαλύτερη άνεση τις επιρροές του σε πίνακες καλλιτεχνών παρά σε κτίρια αρχιτεκτόνων. Γι’ αυτόν –και κατ’ επέκταση για τον βιογράφο του- τα πρώιμα σχέδιά του για κατοικίες (σαν και αυτήν που φόβισε την καλεσμένη του) αντλούν έμπνευση από τους πίνακες του Τζόρτζιο Μοράντι. Αλλά γιατί από τα φημισμένα μπουκάλια του ιταλού καλλιτέχνη και όχι από τα κτίρια του επίσης ιταλού αρχιτέκτονα Αλντο Ρόσι, ο οποίος, πριν από τον Γκέρι «έκλεψε» τις πινελιές του Μοράντι;
Ακόμη και για το πιο πρόσφατο αριστούργημα του, ο Πύργος Μπίκμαν στην οδό Σπρους, στη Νέα Υόρκη, ο Γκέρι αναγνωρίζει ως πηγή έμπνευσης τον γλύπτη Λορέντσο Μπερνίνι αλλά όχι την αντίστοιχη τεχνική –την απότομη μετατόπιση- που ακολούθησε ο Ρεμ Κούλχαας, στο Ρόντερνταμ μία δεκαετία νωρίτερα.
Ούτε καν τον μέντορά του αναγνωρίζει. Ο αμερικανός Γουίλιαμ Περέιρα ήταν ένας αρχιτέκτονας που υιοθέτησε μία νοοτροπία εκμετάλλευσης της μίνιμουμ ενέργειας σε μία περίοδο που η ενέργεια έμοιαζε άφθονη, βραβεύτηκε με ένα Οσκαρ για τη συμβολή του στα Ειδικά Εφέ της ταινίας, Ματωμένοι Πειραταί (1942) άφησε πίσω του μία πυραμίδα στο Σαν Φρανσίσκο (Transamerica) και σχεδόν ολόκληρο το κάμπους του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας.
Μέσα από τη σκοπιά του Γκέρι -και αυτήν υιοθετεί τελικά και ο βιογράφος- ο μέντοράς του είναι απλώς μία μορφή «που στοιχειώνει τον Φρανκ για τα επόμενα χρόνια, ένας αρχιτέκτονας που παραμένει στη μνήμη για τα θρασέα σχέδια που με κάποιο τρόπο κατόρθωσε τους πελάτες του να κατασκευάσουν». Ο Γκέρι, δια στόματος του βιογράφου του, πίστευε ότι ο μέντοράς του «κινητοποιούνταν περισσότερο από την επιθυμία να δημιουργήσει αξιομνημόνευτα σχέδια παρά από μία αυθεντική κατανόηση των αναγκών των πελατών του». Οταν ο Γκέρι δέχθηκε αντίστοιχη κατηγορία –ότι τα κτίριά του είναι περισσότερα εκθαμβωτικά παρά λειτουργικά- από έναν Ισπανό που απλώς μετέφερε ότι άκουγε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, ο αρχιτέκτονας απάντησε με μία χειρονομία. «Ηταν εξουθενωμένος από το τζετ λαγκ», υποστηρίζει σήμερα ο βιογράφος του. «Αλλωστε, το περιστατικό είναι περισσότερο αστείο παρά σκανδαλώδες», θεωρεί ο συγγραφέας.
Σε άλλη ερώτηση -αν θα συνεχίσουν να είναι τα εμβληματικά κτίρια χαρακτηριστικά των πόλεων- ο δημοσιογράφος είχε την τιμή να δεχθεί μία απάντηση: «Το 98% των κτιρίων που χτίζονται είναι απλά σκατά. Δεν υπάρχει η αίσθηση του ντιζάιν, κανένας σεβασμός για την ανθρωπότητα. Αλλά μία στο τόσο, μία ομάδα ανθρώπων κατορθώνουν κάτι μοναδικό. Ελάχιστοι, αλλά, θεέ μου, άσε μας στην ησυχία μας. Είμαστε αφοσιωμένοι. Εργάζομαι με πελάτες που σέβονται την τέχνη της αρχιτεκτονικής. Παρακαλώ μην κάνετε τόσο ηλίθιες ερωτήσεις».
Εδώ ο συγγραφέας σχολιάζει ότι η διασημότητα του Φρανκ έχει φτάσει σε αυτό το σημείο ώστε κάθε χειρονομία του μπαίνει στο στόχαστρο. Οχι μόνο παραφουσκώνονται τα λεγόμενά του, σύμφωνα με τον συγγραφέα, αλλά χάνεται η πραγματική ουσία που θέλει να μεταδώσει, μέσα στην εξάντλησή του, ο αρχιτέκτονας. Μπορεί, δηλαδή, ο 87χρονος αρχιτέκτονας να προτιμάει να μιλάει με τα σχέδια στους συμπολίτες του παρά με τα λόγια στους ενοχλητικούς ρεπόρτερ. Αλλά ακόμη και τα έργα του, παρότι εντυπωσιάζουν δεν βρίσκουν πάντοτε συνομιλητή. Και μάλλον γι’ αυτό αισθάνεται εξαντλημένος.