Ο Νίκος και η Μαρία Βαλσαμάκη στους εξώστες του ξενοδοχείου «Αμαλία» στους Δελφούς | Αρχείο Δημήτρη Καλαπόδα
Θέματα

Ο θρυλικός ανανεωτής αρχιτέκτων

Ακμαίος και ενεργός παρά τα 92 του χρόνια, ο κορυφαίος εκφραστής του ελληνικού μοντερνισμού Νίκος Βαλσαμάκης καθόρισε την αρχιτεκτονική μας, θριάμβευσε ως δημιουργός της ανθρώπινης κλίμακας και επέλεξε να ζει με τους δικούς του όρους
Ματούλα Κουστένη

Αθήνα αρχές δεκαετίας 1950. Στην οδό Σεμιτέλου 5, υψωνόταν μια πενταόροφη πολυκατοικία. Την είχε σχεδιάσει και την επέβλεπε ένας νεαρός αρχιτέκτονας που η ανανεωτική δύναμη τού έργου του ήταν παραπάνω από σαφής. Δεν είχε καν ολοκληρώσει τις σπουδές του αλλά φαινόταν πως στο μυαλό του το μέλλον ήταν ήδη σχεδιασμένο.

Σκαρφαλωμένος στο γλυπτό του Γεράσιμου Σκλάβου, μπροστά στο ξενοδοχείο «Αμαλία» στους Δελφούς (Αρχείο Δημήτρη Καλαπόδα)

Η πολυκατοικία αυτή ήταν ένα από τα πρώτα έργα ενός νεαρού αρχιτέκτονα: του Νίκου Βαλσαμάκη. Κι ήταν εκείνη που άνοιξε τον δρόμο στον ίδιο να αφοσιωθεί στον λατρεμένο του απέριττο μοντερνισμό και στην Αθήνα να «συνομιλήσει» με τα διεθνή αρχιτεκτονικά ρεύματα.  Η πόλη αναζητούσε επείγουσες λύσεις σε μείζονα ζητήματα της μετασχηματιζόμενης ελληνικής κοινωνίας μετά τον πόλεμο κι εκείνος έδειχνε με το αναμφίβολο ταλέντο του ότι είχε την ικανότητά  να ξεπερνά τις συμβάσεις της εποχής.

Πολύ γρήγορα ακολούθησε ένας μεγάλος αριθμός δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων: δύο ακόμα εμβληματικές πολυκατοικίες στη Βασ. Σοφίας 86 και 129, μία στην Κηφισίας 272, μια κατοικία στην Ανάβυσσο (1961), μία ακόμα στη Φιλοθέη, το περίπτερο της Εθνικής στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης,  το  ξενοδοχείο Αμαλία στους Δελφούς (1963 –1965), το μαρμάρινο συγκρότημα της Alpha Bank στη Σταδίου αρκετά αργότερα και δεκάδες άλλα έργα που καθόρισαν την αρχιτεκτονική εξέλιξη της χώρας.

Σκαρφαλωμένος στο λεωφορείο, στο δρόμο για τους Δελφούς (Αρχείο Δημήτρη Καλαπόδα)

Το ετοιμοπόλεμο μολύβι στον λαιμό

Το γραφείο αρχιτεκτονικών μελετών του βρισκόταν επί χρόνια σε ένα ανηφορικό σημείο της οδού Πλουτάρχου, στο Κολωνάκι. Εκεί εργαζόταν αδιάκοπα, με αυτοπειθαρχία και μαζί με μια ολιγομελή ομάδα συνεργατών ώστε να μπορεί να εποπτεύει πλήρως κάθε μελέτη (από τον περιβάλλοντα χώρο ως την εσωτερική διακόσμηση). Πιο στενός του συνεργάτης ήταν ο θρυλικός Στέφανος: καθόταν απέναντί του και συνήθως συνεννοούνταν με τα μάτια. Στο πάτωμα κυριαρχούσε το λευκό μάρμαρο (σαν αυτό με το οποίο έντυνε τις προσόψεις των τραπεζικών κτιρίων), αλλά οι καρέκλες ήταν οι κατακόκκινες  Modus της Tecno.

«Ο Βαλσαμάκης ανανέωσε τη μορφή της πολυκατοικίας σε βαθμό που, η αρχιτεκτονική της δεν θα ήταν ποτέ πια η ίδια» Δημήτρης Φιλιππίδης

Στο λαιμό είχε ένα κορδόνι  από το οποίο κρεμούσε το μηχανικό του μολύβι Caran d’ Ache, ώστε να είναι πάντοτε «ετοιμοπόλεμο». Κάπνιζε άφιλτρα τσιγάρα που χτυπούσε πριν τα ανάψει πάνω στο πακέτο τους.

Πάνω στα γραφεία κυριαρχούσε ένα χάος από σχέδια και δεκάδες φωτογραφίες που φανέρωναν την εξέλιξη των έργων. Σε κάθε σημείο υπήρχαν εκατοντάδες ξένα περιοδικά. Κι έξω στον δρόμο, τον περίμενε μια θρυλική Τζάγκουαρ με την οποία όργωνε την Ελλάδα και το εξωτερικό για να επιβλέπει την τελευταία λεπτομέρεια των έργων του και να αναζητά τα σημεία έμπνευσης. Λάτρευε τα  ταξίδια, κοιτούσε μπροστά και αγνοούσε όσους τον επέκριναν ότι δεν υπερασπίστηκε με τον απαραίτητο φανατισμό τον «υποχρεωτικό» τοπικισμό.

Ο Νίκος Βαλσαμάκης, αυτή η σπουδαία προσωπικότητα της ελληνικής μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής συμπληρώνει φέτος τα 92 του χρόνια και μετρά ήδη 65 χρόνια υψηλής αρχιτεκτονικής δημιουργίας. Η Τζάγκουάρ του σήμερα σαπίζει στο κτήμα του στο Πικέρμι, αλλά εκείνος ακμαίος ακόμα παρέδωσε πρόσφατα μια ολοκαίνουργια πολυτελή εξοχική κατοικία στην Αντίπαρο. Όταν ένας μαθητής του τον ρώτησε ποιο είναι το μυστικό για να γίνει κάποιος επιτυχημένος αρχιτέκτονας απάντησε χαμογελώντας «να παντρευτεί μια πλούσια γυναίκα».

Μοναχικός, αλλά και πολύ γλυκός άνθρωπος, ακριβοθώρητος, με βαθιά γνώση που ποτέ δεν σπατάλησε σε εύκολες διδασκαλίες, εξαιρετικά δημιουργικός σε όλες του τις περιόδους, o Nίκος Βαλσαμάκης μπορεί να κρατήθηκε μακριά από κάθε δημοσιότητα αλλά άφησε το αποτύπωμά του στην ελληνική μεταπολεμική εικόνα της Αθήνας, χάρισε στην πόλη κτίρια που αποτέλεσαν ορόσημα για την ανανέωση και την εξέλιξη της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής και όρισε την καθαρή ομορφιά της μοντέρνας αρχιτεκτονικής.

Σκαρφαλωμένος σε ένα ύψωμα χαμογελά στον φακό του Δημήτρη Καλαπόδα

Οπως, άλλωστε, σημειώνει ο Δημήτρης Φιλιππίδης στο βιβλίο του «Νεοελληνική Αρχιτεκτονική»: «Ο Βαλσαμάκης ανανέωσε τη μορφή της πολυκατοικίας σε βαθμό που, η αρχιτεκτονική της δεν θα ήταν ποτέ πια η ίδια». Ενώ σε άλλο σημείο παρατηρεί πως «όχι μόνο δεν έπαψε να ανήκει στην ελληνική πρωτοπορία και να καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τους κανόνες του παιχνιδιού, αλλά με την επίπονη και αθόρυβα σεμνή του αυτοσυγκράτηση μέσα στα αυστηρά περιθώρια της αρχιτεκτονικής πράξης, δέχθηκε να κριθεί μόνο από το σχεδιαστικό του έργο».

O μοντερνισμός που μαρτυρά την καταγωγή της

Το πλούσιο έργο του, αριθμεί πάνω από τριακόσιες εφαρμοσμένες συνθέσεις, και περιλαμβάνει: κτίρια δημόσιας χρήσης, κατοικίες, τουριστικά συγκροτήματα και ξενοδοχεία. Τα κτίριά του δεν έχουν ακρότητες. Είναι εκλεπτυσμένα αλλά όχι πάντοτε διακριτικά, είναι προσαρμοσμένα στο ελληνικό κλίμα και το φως, είναι προορισμένα να «τιμήσουν» παραδοσιακά υλικά και μεθόδους κατασκευής, «μαρτυρούν» την εποχή και την καταγωγή τους, μοιάζουν συχνά αποστασιοποιημένα, όπως ο ίδιος. Σήμερα βέβαια, η «μοντερνιτέ» της δεκαετίας του ’40 του ’50, του ‘60 που εξέφρασε ο Βαλσαμάκης και η γενιά του προσπαθεί να διαφυλαχθεί ως πολύτιμη κλασική σφραγίδα μιας ρημαγμένης αρχιτεκτονικά πόλης.

«Μια προσεκτικότερη μελέτη του ξενοδοχείου Ολυμπία επιτρέπει να παρατηρήσεις την ανθρώπινη κλίμακα και την ήπια πλαστικότητα του έργου του Βαλσαμάκη, που ταιριάζουν στο ελληνικό φως» Ελένη Φέσσα- Εμμανουήλ

Ο Νίκος Βαλσαμάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1924. Φοίτησε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π. στα ταραγμένα χρόνια του Εμφυλίου και μάλιστα σε μια περίοδο που στις σχετικές σχολές φοιτούσαν δώδεκα περίπου σπουδαστές ετησίως. Διέκοψε τις σπουδές του το 1947 για να υπηρετήσει στον στρατό μέχρι το 1950 και αποφοίτησε το 1953.  Είναι παντρεμένος από το 1965 με την αρχιτέκτονα Μαρία Σερδάρη.

Το 1961 εξελέγη Αντιπρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Αρχιτεκτόνων (ΣΑΔΑΣ), το 1962 Πρόεδρος του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας, το 1977 έγινε μέλος της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής Εταιρείας. Στην Architectural Association παρουσιάστηκε το 1983 η πρώτη αναδρομική έκθεσή του, η οποία στη συνέχεια παρουσιάστηκε και στη Mackintosh School of Architecture.

Ζώντας το έργο του, ατενίζοντας το τοπίο, έχοντας δίπλα του τη σύζυγό του (Αρχείο Δημήτρη Καλαπόδα)

Το 1991 αναγορεύτηκε Επίτιμος Διδάκτορας του Τμήματος Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το 1999 έλαβε από την Ακαδημία Αθηνών το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών (ήταν μάλιστα τότε μόλις ο τρίτος αρχιτέκτων που τιμούσε η Ακαδημία, μετά τον Παύλο Μυλωνά και τον Αριστοτέλη Ζάχο). «Ο Νίκος Βαλσαμάκης ασχολείται με όλες τις κατηγορίες της αρχιτεκτονικής και συνδυάζει την παράδοση με την ανανέωση. Τα έργα του αναδίδουν το αίσθημα της ποιότητας που κατέχουν τα χειροποίητα», ανέφερε τότε το σκεπτικό της Ακαδημίας.

Το 2001 αναγορεύτηκε Επίτιμος Διδάκτορας της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π. Τον Μάρτιο του 2007 η Ακαδημία Αθηνών εξέλεξε τον Νίκο Βαλσαμάκη τακτικό μέλος στην Τάξη των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών.

Ανεξίτηλη, όμως, είναι η σφραγίδα του και στην ξενοδοχειακή αρχιτεκτονική. H επέκταση του Grand Hotel Astir Palace στη Ρόδο, το ξενοδοχείο Apollon Palace στο Καβούρι, η καινοτόμος αλυσίδα των ξενοδοχείων «Αμαλία» ανά την Ελλάδα (Δελφών 1963-1965, Ολυμπίας 1977-1979, Ναυπλίου 1980-1983), το τουριστικό συγκρότημα «Δαίδαλος» στην Κω (πρώτη ελληνική υποψηφιότητα για το «E.U. Prize for Contemporary Architecture – Miesvander Rohe Award»).

«Εκ πρώτης όψεως η σύνθεση των όγκων και η κυβιστική μορφολογία του παραπέμπουν σε μία από τις υστερομοντέρνες τάσεις της εποχής, τον λευκό ρασιοναλισμό της δεκαετίας του ’20 και κυρίως του Le Corbusier. Μια προσεκτικότερη μελέτη όμως του ξενοδοχείου Ολυμπία επιτρέπει τη διαπίστωση κάποιων διόλου αμελητέων διαφορών από τα έργα του Meier: την ανθρώπινη κλίμακα και την ήπια πλαστικότητα του έργου του Βαλσαμάκη, που ταιριάζουν στο ελληνικό φως και ανακαλούν μνήμες αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής», παρατηρούσε ήδη από το 1984 η Ελένη Φέσσα- Εμμανουήλ (ιστορικός της Τέχνης και ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών).

Ελεγε πως κάθε σπίτι είναι ένα αντικείμενο φτιαγμένο για ανθρώπους, με αληθινά προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν (Αρχείο Δημήτρη Καλοπόδα)

Ποτέ βίαια, ποτέ βιαστικά

Πολύ σημαντική πτυχή της δουλειάς του αποτελούν ασφαλώς οι κατοικίες στις οποίες εφάρμοσε τις βασικές του απόψεις για το πώς πρέπει να είναι το σπίτι μέσα στο οποίο ζει κανείς: λιτό, αφαιρετικό, με «δυνατά» ανοίγματα που δίνουν την αίσθηση ότι ακουμπάς, ουρανό, θάλασσα, χώμα.  Και κυρίως ξεκίνησε από την δεκαετία του ’50 να αναζητά τρόπους για να ανανεώσει την εικόνα της αστικής πολυκατοικίας. Κατά συνέπεια, ήταν μαζί με τον Άρη Κωνσταντινίδη από εκείνους που καθόρισαν το αστικό τοπίο. Ποτέ βίαια, ποτέ βιαστικά. Πάντοτε φροντίζοντας να υπογραμμίζει το χθες, προτάσσοντας το σήμερα, να συνδυάζει την παράδοση με την ανανέωση, να δίνει στα κτίρια χαρακτήρα χωρίς να υποτιμά τα συναισθήματα που προκαλούν.

Οι άνθρωποι που τον ενέπνευσαν είναι ο Μις φαν ντερ Ρόε (Ludwig Mies van der Rohe), αλλά και οι Μπαραγκάν (Luis Barragán), Λε Κορμπιζιέ (Le Corbusier), Γκιουζέπε Τεράνι (Giuseppe Terragni), Ρίχαρντ Νέουτρα (Richard Neutra) και Ρίχαρντ Μάιερ. Εν τω μεταξύ, με κάποιους από τους παραπάνω συνυπήρξαν στο λεύκωμα που κυκλοφόρησε πριν από μερικά χρόνια με τίτλο «100 Houses for 100 Architects» (Εκδ. Taschen). Η μεγαλύτερη πρόκληση στο σχεδιασμό ενός σπιτιού είναι το πώς διαπραγματεύεται κανείς τη λεπτή ισορροπία μεταξύ της αισθητικής και των προσωπικών επιθυμιών των ενοίκων. Εξ’ ου και η έκδοση μελετά όχι πώς συνυπάρχουν σε ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο το όραμα και το ύφος του αρχιτέκτονα με τις επιθυμίες ζωής του ιδιοκτήτη, αλλά εξετάζει πώς είναι τα σπίτια που οι αρχιτέκτονες δημιούργησαν για τον εαυτό τους.

«Δεν πρέπει να παρασυρόμαστε από το ωραίο σχέδιο, τα ωραία προοπτικά, τα διάσημα ονόματα και τις εντυπωσιακές φωτογραφίες. Το αρχιτεκτονικό έργο πρέπει να διαθέτει αρμονία και συγχρόνως να ικανοποιεί τις απαιτήσεις του χρήστη του» Νίκος Βαλσαμάκης

 

Εάν, λοιπόν, τα σπίτια αντανακλούν την προσωπικότητα του δημιουργού τους, τότε το σπίτι ενός αρχιτέκτονα είναι υπό μία έννοια η αυτοβιογραφία του. Και η προσωπική του κατοικία στη Φιλοθέη (με αυτήν φιλοξενείται στο βιβλίο), όχι μόνο εκφράζει την πολύπλευρη προσωπικότητά του αλλά αποτελεί αναμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα δημιουργήματα της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής του 20ου αιώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι κόσμησε το εξώφυλλο του λευκώματος.

Ο ίδιος, βεβαίως, όταν το 2001 το Μετσόβιο Πολυτεχνείο τον αναγόρευε επίτιμο διδάκτορα Αρχιτεκτονικής ήταν σαφής σαν τις γραμμές του: «Δεν πρέπει να παρασυρόμαστε από το ωραίο σχέδιο, τα ωραία προοπτικά, τα διάσημα ονόματα και τις εντυπωσιακές φωτογραφίες. Το αρχιτεκτονικό έργο πρέπει να διαθέτει αρμονία και ομορφιά και συγχρόνως να ικανοποιεί τις απαιτήσεις του χρήστη του… Κάθε σπίτι είναι ένα αντικείμενο φτιαγμένο για ανθρώπους, με αληθινά προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν».

Ο ακριβοθώρητος Νίκος Βαλσαμάκης

Ενα μόνο πράγμα δεν άλλαξε ποτέ από την αρχή μέχρι και σήμερα: τον τρόπο που διαχειρίστηκε τη δημόσια εικόνα του. Για την ακρίβεια τον τρόπο που την κράτησε μακριά από όλους. Πιστεύοντας ότι η αρχιτεκτονική δεν εξηγείται με λόγια έχει μιλήσει σπάνια για τις δημιουργίες του. Μόνο πριν από δέκα χρόνια,  άφησε μια μεγαλύτερη χαραμάδα να τον γνωρίσουμε. Στις 10 Οκτωβρίου 2005, ανέβηκε στην σκηνή του «Megaron Plus» και σε μια ασφυκτικά γεμάτη Αίθουσα των Φίλων της Μουσικής παρουσίασε το συνολικό του έργο, ξενάγησε το κοινό στα αρχιτεκτονικά του σχέδια, έδειξε φωτογραφίες και σχετικά βίντεο, αφηγήθηκε ιστορίες που εξηγούσαν τί πραγματικά κρύβει το έργο του μεγαλύτερου εν ζωή αρχιτέκτονα της χώρας. «Ενα κτίριο πρέπει να εξυπηρετεί κάποια λειτουργία. Αυτή είναι που δίνει στο κτίριο τη μορφή του. Διαφορετικά, οποιεσδήποτε κι αν είναι οι επιδιώξεις του αν δεν είναι λειτουργικό, τότε το κτίριο δεν έχει κανένα νόημα. Γι’ αυτό πιστεύουμε ότι πρέπει να κατασκευαστεί σωστά, ακόμα και στις λεπτομέρειές του. Ο τόπος, ο χρόνος και οι πολιτιστικές συνθήκες είναι οι παράμετροι που δίνουν καλή αρχιτεκτονική», είπε εκείνο το βράδυ.

Η κατοικία του αρχιτέκτονα που έγινε και εξώφυλλο στο λεύκωμα του οίκου Taschen «100 σπίτια για 100 αρχιτέκτονες»

Αντιθέτως, στο Μουσείο Μπενάκη της Πειραιώς πριν από μερικές εβδομάδες (Δεκέμβριος 2015) σε μια ημερίδα αφιερωμένη στο πολύπλευρο έργο του (την διοργάνωσαν το Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής και το περιοδικό ΕΚ), όλοι περίμεναν από εκείνον να κάνει την υπέρβαση και να ανέβει στο πάνελ. Αλλά εκείνος στωικά και με την σπάνια ευγένειά του καθόταν (ούτε καν στην πρώτη σειρά) κι άκουγε την αφρόκρεμα των ελλήνων πανεπιστημιακών κι αρχιτεκτόνων να διηγούνται τις ιστορίες της δικής του ζωής. Η αίθουσα ήταν μέχρι πίσω γεμάτη από νέα παιδιά, φοιτητές που έσπευσαν να συναντήσουν τον κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο της ελληνικής πρωτοποριακής αρχιτεκτονικής του ’50 και του ‘60. Κι έξω από το Μουσείο Μπενάκη  πολλά από τα αριστουργήματά του «στριμώχνονταν» σε μια πόλη που -κακά τα ψέματα- δεν τίμησε ποτέ αρκετά το αποτύπωμα των σπουδαίων αρχιτεκτόνων της.

Σημαντικά έργα του Νίκου Βαλσαμάκη: