Λένε ότι η επιμονή, η σταθερότητα και η ευσυνειδησία είναι κάποια από τα στοιχεία του χαρακτήρα που έτσι και σου τα ενσταλάξουν, θα τα έχεις μια ζωή. Νομίζετε; Και όμως, σύμφωνα με μια πρωτοποριακή μελέτη που κράτησε περισσότερο από έξι δεκαετίες, αυτό που πιστεύαμε μια ζωή, στην πραγματικότητα δεν ισχύει. Σκωτσέζοι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι μεταξύ εφηβείας και γήρατος η προσωπικότητα του ανθρώπου αλλάζει, καθώς η ζωή παίρνει από τον καθένα μας το μερίδιό της.
Κατά τη διάρκεια της μελέτης, που κράτησε πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου διαπίστωσαν ότι προσωπικές ιδιότητες που υποτίθεται ότι υπάρχουν εκ γενετής είχαν αλλοιωθεί σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των ηλικιών 14 και 77.
Η βάση της μελέτης ήταν μια έρευνα για την ψυχική υγεία που διενεργήθηκε στη Σκωτία το 1950 όταν αξιολογήθηκαν οι προσωπικότητες περισσότερων από 1.200 παιδιά. Οι δάσκαλοί τους είχαν συμπληρώσει έξι ερωτηματολόγια, αξιολογώντας τα επίπεδα αυτοπεποίθησης, επιμονής, σταθερότητας της διάθεσης, ευσυνειδησίας, πρωτοτυπίας και τέλος της επιθυμίας για μάθηση των μαθητών τους. Οι έξι βαθμολογίες συγχωνεύτηκαν σε μία ενιαία που οι ερευνητές είπαν ότι αντιστοιχούσε στην αξιοπιστία. Τα παιδιά υποβλήθηκαν επίσης σε τεστ νοημοσύνης.
Το 2012 οι ερευνητές εντόπισαν 635 από τους συμμετέχοντες στην αρχική μελέτη που ήταν πλέον 77 ετών και κάλεσαν όσους ήθελαν να συμμετάσχουν και πάλι σε μια ανάλογη έρευνα. Αυτή τη φορά οι ίδιοι οι συμμετέχοντες εκτίμησαν τον εαυτό τους ενώ παράλληλα όρισαν έναν στενό φίλο ή συγγενή να κάνει το ίδιο. Υπεβλήθησαν και πάλι σε τεστ νοημοσύνης και απάντησαν σε ερωτήσεις σχετικές με τη γενική ευημερία τους.
Επικεφαλής της ομάδας των επιστημόνων που διενήργησαν τη μελέτη είναι ο Μάθιου Χάρις, επιστημονικός συνεργάτης στο Κέντρο Απεικόνισης του Εγκεφάλου του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, ο οποίος παραδέχθηκε ότι τα νέα αποτελέσματα τους εξέπληξαν αφού δεν αντιστοιχούσαν στα παλιά. «Είχαμε υποθέσει ότι θα βρίσκαμε αποδείξεις για τη σταθερότητα της προσωπικότητας μετά από 63 χρόνια αλλά οι συσχετίσεις μας δεν υποστηρίζουν αυτή την υπόθεση», δήλωσε στους λονδρέζικους Times.
Μόνο για δύο από τα χαρακτηριστικά -σταθερότητα της διάθεσης και ευσυνειδησία- υπήρξαν σημάδια διάρκειας δια βίου σε σημαντικό βαθμό, αλλά και πάλι χωρίς καμία εγγύηση.
Οι ερευνητές είπαν ότι ήταν δύσκολο να δικαιολογήσουν γιατί αυτά τα δύο χαρακτηριστικά ήταν πιο μόνιμα. «Φαίνεται ότι υπάρχει ένα ευρύ φάσμα γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων που με την πάροδο του χρόνου συμβάλλει στην πιθανή αλλαγή των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας αλλά δεν είναι ακόμα σαφές γιατί μερικά από αυτά ενδέχεται να επηρεάζονται περισσότερο σε σχέση με άλλα», είπαν.
Οι άνθρωποι που ελέγχθηκαν είχαν γεννηθεί το 1936, πράγμα που σημαίνει ότι είχαν βιώσει δραματικές περιβαλλοντικές αλλαγές τόσο κατά τον Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και εξ αιτίας της μετέπειτα ψηφιακής επανάστασης. Η αξιοπιστία των συμμετεχόντων στην ηλικία των 14 ετών δεν είχε σχέση με την ευημερία τους τα επόμενα χρόνια. Ήταν μάλιστα προφανής η αντίθεση των αποτελεσμάτων της προηγούμενης έρευνας (είχαν παρουσιαστεί υψηλότερες βαθμολογίες) η οποία συσχετίστηκε με την ευημερία των δεκαετιών που ακολούθησαν.
Προηγούμενες μελέτες της προσωπικότητας που είχαν διεξαχθεί σε μικρότερες χρονικές περιόδους, εμφανίζουν κάποια συνέπεια, όταν για παράδειγμα συγκρίνουν την παιδική ηλικία με τη μέση ηλικία, ή τη μέση ηλικία με το γήρας.
Ο δρ Χάρις λέει ότι οι προσωπικότητες άλλαξαν σιγά-σιγά, σταδιακά και όχι ξαφνικά, μετά από κρίσιμα γεγονότα της ζωής, όπως ο γάμος ή το πένθος. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των ερευνών: «Η προσωπικότητα αλλάζει σταδιακά κατά τη διάρκεια της ζωής. Σε σχετικά μικρά χρονικά διαστήματα μπορεί να υπάρχουν μόνο ανεπαίσθητες αλλαγές, αλλά όταν αυτές οι αλλαγές συσσωρεύονται, οδηγούν σε μεγαλύτερες διαφορές σε βάθος χρόνου. Ακόμη, η προσωπικότητα μπορεί να αλλάξει πιο γρήγορα σε συγκεκριμένες περιόδους, όπως η εφηβεία, αλλά το αν συγκεκριμένα γεγονότα της ζωής έχουν σημαντικές, μακροχρόνιες επιπτώσεις στην προσωπικότητα είναι λιγότερο σαφές».