Η Μέριλιν ζει πάντα. Η φιγούρα της σήμερα μπορεί να είναι ντεμοντέ αλλά η ομορφιά της δεν είναι. Ούτε η σέξι δροσιά που εξέπεμπε έχει ξεθυμάνει. Το δέρμα της δείχνει ακόμα απαλό, το χαμόγελό της βγάζει όλη τη γλύκα και τη ζωντάνια που μπορεί να βγάλει ένα χαμόγελο και τα μάτια της γυαλίζουν, όλο εξυπνάδα. Ευτυχώς υπάρχουν οι φωτογραφίες. Και για όποιον θέλει να τη βλέπει να κινείται, με αυτό το «οριζόντιο περπάτημα», όπως χαρακτηρίστηκε τη δεκαετία του 1950 το κούνημά της, υπάρχουν και οι ταινίες.
Η Μέριλιν αυτοκτόνησε (μάλλον) στις 5 Αυγούστου του 1962. Βρέθηκε πρωινές ώρες, γυμνή στο κρεβάτι της, και νεκρή, και όλη η υφήλιος μπορούσε να φανταστεί αυτή την εικόνα, όχι απαραίτητα με μακάβριο τρόπο. Ηταν 36 ετών και είχε προλάβει ήδη να φωτογραφηθεί πολλές φορές ξαπλωμένη πάνω σε λευκά σεντόνια, χωρίς ρούχα. Σε μερικές λήψεις πάνω στο σεντόνι εκτός από το σώμα της υπήρχε και ένα κόκκινο τριαντάφυλλο ή το ακουστικό ενός τηλεφώνου. Επίσης, είχε προλάβει προτού πεθάνει να δηλώσει ότι τις νύχτες κοιμάται μόνο με 2 σταγόνες Chanel No 5. Η Μέριλιν είχε σκηνοθετήσει μόνη της και με τον καλύτερο τρόπο την εικόνα του θανάτου της. Αθελά της.
«Ελπίζω να μη μου το κάνουν κι εμένα αυτό όταν θα έχω φύγει», είχε πει κάποτε όταν διάβασε τη βιογραφία-αγιογραφία του δικού της ινδάλματος, της Τζιν Χάρλοου. Η αλήθεια είναι ότι της το κάνανε πολλές φορές, της Μέριλιν, απ΄όταν αποχαιρέτησε για πάντα το Χόλιγουντ. Ευτυχώς για την ίδια, όπως σκηνοθέτησε τον θάνατό της, είχε προλάβει να σκηνοθετήσει και ολόκληρη τη ζωή της.
Η Μέριλιν ήταν μοντέλο pin-up και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο σινεμά το 1947 στην ταινία «Dangerous Years» της Fox. Βάσει σεναρίου είχε να πει 9 σειρές διάλογο, ως σερβιτόρα. Μέχρι να πάρει αυτόν τον ρόλο, είχε αλλάξει το όνομά της, είχε βάψει τα μαλλιά της ξανθά και είχε περάσει έναν χρόνο, βάσει συμβολαίου, στα στούντιο όπου έκανε μαθήματα χορού και υποκριτικής και παρακολουθούσε τους άλλους να παίζουν, για να μαθαίνει. Αυτό που έμαθε εκεί είναι πόσο πολλή σημασία έχει η εικόνα. Αργότερα, για να παίζει μεγαλύτερους ρόλους έκανε μαθήματα υποκριτικής στο Actor’s Studio και προσέλαβε coach υποκριτικής.
Η Fox προόριζε τη Μέριλιν για να αντικαταστήσει την Μπέτι Γκρέιμπλ, την πιο δημοφιλή ξανθιά σεξοβόμβα της κινηματογραφικής εταιρείας τη δεκαετία του 1940. Εκείνη η δεκαετία, κινηματογραφικά, ήταν η δεκαετία των γυναικών με ισχυρή προσωπικότητα, όπως η Κάθριν Χέπμπορν και η Μπάρμπαρα Στάνγουικ που άρεσαν στο γυναικείο κοινό. Σύμφωνα με τις έρευνες της εποχής, οι γυναίκες πήγαιναν περισσότερο στο σινεμά τότε, οπότε οι εταιρείες έπρεπε να έχουν σταρ που να τους αρέσουν.
Για να αυξήσουν όμως τα εισιτήρια στις αίθουσες έπρεπε να προσελκύσουν και αντρικό κοινό και στη φιγούρα της Μέριλιν, οι υπεύθυνοι της Fox, είδαν το τέλειο δόλωμα. Το όμορφο, ξανθό pin-up, με το παιδικό χαμόγελο και τις λαχταριστές αναλογίες, θα ήταν η σταρ της επόμενης δεκαετίας, δηλαδή των ‘50s.
Δεν το ξέρουμε αυτό αλλά η εξήγηση που έδωσαν στη Μέριλιν από τη Fox γι΄αυτό το θέμα πρέπει να ήταν ξεκάθαρη, διότι η ίδια παρότι δεν είχε καθόλου εμπειρία από το star system έπιασε το μήνυμα. Από εκείνα τα πρώτα χρόνια άρχισε να ελέγχει η ίδια τη δημόσια εικόνα της και μέχρι τις 5 Αυγούστου του 1962, δεν έχασε καμία λεπτομέρεια από το πρότζεκτ που είχε αναλάβει. Εκτός από το πρότυπο της Μπέτι Γκρέιμπλ, η εταιρεία είχε κατά νου και τη Τζιν Χάρλοου οπότε η Μέριλιν που ήταν φαν της τελευταίας, προσέλαβε τον κομμωτή της για να της κάνει το ίδιο ξανθό, δήλωσε πως ήθελε να παίξει τη ζωή της στο σινεμά και αποκάλυψε ότι η Χάρλοου ήταν το ίνδαλμά της απ΄όταν ήταν μικρή.
Αλλη μια ξανθιά σταρ με την οποία ήθελε να ταυτιστεί δημοσίως ήταν η Μέι Γουέστ: «Εμαθα μερικά κόλπα από αυτήν – την εντύπωση που δίνει ότι δεν παίρνει στα σοβαρά το σεξ απίλ της ή ότι προσποιείται πως είναι σέξι», είχε πει κάποτε η Μέριλιν.
Επίσης ένα άλλο χαρτί που έπαιξε άριστα, όλα τα χρόνια, ήταν η στρατηγική της δημοσιότητας. Χρησιμοποιούσε τα media αναλόγως με τις ανάγκες της και γι’ αυτόν τον σκοπό είχε γίνει πολύ καλή φίλη με τους δύο μεγαλύτερους κουτσομπόληδες της δημοσιογραφίας, τη Λουέλα Πάρσονς και τον Σίντνεϊ Σκόλσκι. Εννοείται επίσης, ότι η ίδια ήλεγχε και ενέκρινε την κάθε μία φωτογραφία της που έβλεπε το φως της δημοσιότητας όσο ζούσε.
Η εικόνα που έπλαθε η Μέριλιν για τον εαυτό της ήταν η εικόνα της ξανθιάς μαζί με όλα τα στερεότυπα που συνδέονται με αυτήν και κυρίως το τρίπτυχο: αφέλεια, διαθεσιμότητα, πλαστότητα. Η εμπειρία της ως pin-up τη διευκόλυνε προς αυτή την κατεύθυνση, οπότε κράτησε αυτό το στιλ. Οσο για τις ταινίες, η φιγούρα της έγινε ταυτόσημη με τη γυναίκα-κλεψύδρα. Επίσης στις φωτογραφίες (εντός ή εκτός στούντιο) πόζαρε πάντα σαν pin-up και τα ρούχα που φορούσε τόσο στο σινεμά όσο και στη ζωή της ήταν ρούχα που τόνιζαν τις καμπύλες, το χρώμα των μαλλιών της (κυρίως άσπρα) και αποκάλυπταν αρκετό δέρμα ακόμα και εξ ατυχήματος. Δεν είχε πέσει καθόλου τυχαία η τιράντα από το φόρεμά της σ΄εκείνη τη συνέντευξη τύπου…
«Ποτέ δεν κατάλαβα τον όρο “sex symbol”. Πίστευα ότι με τα σύμβολα συγκρούεσαι!» είχε δηλώσει η ίδια σε συνέντευξή της στο περιοδικό Life το 1962. «Αυτό είναι το πρόβλημα, το σύμβολο είναι “κάτι” κι εγώ δεν θέλω να είμαι “κάτι”. Αλλά αν είναι να συμβολίζω κάτι, προτιμώ αυτό να είναι το σεξ απ΄ότιδήποτε άλλο».
Η Μέριλιν Μονρόε ήλεγχε απόλυτα και τον τρόπο που μιλούσε, με σκοπό να τονίσει την «αθωότητα» και την «αφέλεια» του συμβόλου της. Στις ταινίες έκανε τη φωνή της να ακούγεται παιδική και ξέπνοη ενώ στις συνεντεύξεις ήταν ζωηρή, γλυκιά, και στις απαντήσεις της άφηνε πάντα σέξι υπαινιγμούς οι οποίοι έμειναν γνωστοί ως «μονροϊσμοί». Για παράδειγμα όταν τη ρώτησαν αν είχε τίποτα (εννοούσαν αν φορούσε τίποτα) στην περίφημη γυμνή φωτογράφιση που έκανε το 1949 για 50 δολάρια, εκείνη απάντησε «είχα ένα ραδιόφωνο».
Η Μονρόε ενσάρκωνε τέλεια το αμερικανικό όνειρο. Ηταν το κορίτσι που ξέφυγε από τη μίζερη και πάμφτωχη παιδική ηλικία στα ορφανοτροφεία και που έγινε το πιο λαμπρό αστέρι του Χόλιγουντ. Στα story για τη ζωή της που δημοσιεύονταν στα περιοδικά της εποχής, καθ’ υπόδειξιν των κινηματογραφικών στούντιο, οι δημοσιογράφοι τόνιζαν ιδιαίτερα τις ανάδοχες οικογένειες και τα ορφανοτροφεία στα οποία πέρασε τα παιδικά της χρόνια, εξαιτίας της ψυχασθένειας της μητέρας της. Συχνά υπερέβαλλαν μάλιστα.
Σύμφωνα με τον Τόμας Χάρις, τον συγγραφέα της «Σιωπής των Αμνών», και ιστορικό του κινηματογράφου: «η ταπεινή καταγωγή της από την εργατική τάξη και η έλλειψη οικογένειας την έκαναν να φαίνεται διαθέσιμη ως “η ιδανική ερωμένη”. Αντίθετα η σύγχρονή της, Γκρέις Κέλι, που είχε προωθηθεί από τις εταιρείες επίσης ως “η όμορφη ξανθιά”, λόγω της καλής καταγωγής της, τελικά επικράτησε ως μια ηθοποιός αξιώσεων, απρόσιτη στους άνδρες θεατές.
Οι ρόλοι της Μέριλιν ήταν πάντα απλοί: έπαιζε το κορίτσι. Το κορίτσι της χορωδίας, το κορίτσι-μοντέλο, το κορίτσι-γραμματέα. Επαιζε πάντα το κορίτσι που φαίνεται προς τα έξω προς τέρψιν των ανδρών. Σε αυτούς τους ρόλους, συνδύαζε πάντα τη σεξουαλικότητα με τη φυσικότητα, σε αντίθεση με τα σέξι κορίτσια των ταινιών της δεκαετίας του 1940. Εκείνες ήταν μοιραίες. Η Μέριλιν ήταν φρέσκια, γλυκιά και δροσερή και το σεξ μαζί της ήταν μια υπόσχεση απλή και λαχταριστή σαν παγωτό, σύμφωνα με τον αμερικανό συγγραφέα Νόρμαν Μέιλερ.
«Η Μέριλιν ενσάρκωνε αυτή τη φαντασίωση της δεκαετίας του 1950, το ψέμα ότι η γυναίκα δεν έχει σεξουαλικές ανάγκες. Οτι βρίσκεται εκεί για να ικανοποιήσει και να τονώσει τον άνδρα», αντικρούει η αμερικανίδα φεμινίστρια συγγραφέας Μόλι Χάσκελ. «Το δήλωσε εξάλλου και η ίδια σε συνέντευξή της ότι ήταν πιο δημοφιλής στους άνδρες, διότι οι γυναίκες δεν μπορούσαν να ταυτιστούν μαζί της και άρα δεν μπορούσαν να την υποστηρίξουν».
Ομως η Μέριλιν δεν υπήρξε μόνο σύμβολο τους σεξ. Εκείνα τα μαύρα χρόνια του ρατσισμού στην Αμερική, υπήρξε και σύμβολο της καθαρής, λευκής φυλής. Για παράδειγμα το χρώμα των μαλλιών της, σύμφωνα με τους ιστορικούς του κινηματογράφου, το πλατινέ ξανθό που δεν άφηνε καμία φυλετική αμφιβολία, δεν ήταν τυχαίο ότι αντιγράφηκε, καθ’ υπόδειξιν των στούντιο, από τις περισσότερες σταρ του Χόλιγουντ εκείνη την εποχή. Οταν οι σταρ βάφονταν στο ξανθό της Μέριλιν, είχε αρχίσει να συγκροτείται το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και ο αμερικανικός κινηματογράφος ήξερε να παίζει πολύ καλά το δικό του παιχνίδι προπαγάνδας.
Από την άλλη και η ίδια η Μέριλιν, στην προσωπική ζωή της συνδέθηκε με διάσημους ανθρώπους ξεκάθαρα λευκούς, όπως ο ιταλοαμερικανός Τζο Ντιμάτζιο και ο εβραίος Αρθουρ Μίλερ. Και το 1951 φωτογραφήθηκε για το περιοδικό Look αποκαλύπτοντας την ολόλευκη κοιλιά της μαζί με τον αφροαμερικανό δάσκαλό της στο τραγούδι Φιλ Μουρ. Το κόνσεπτ της φωτογράφισης ήταν ότι οι δυο τους έκαναν μουσική πρόβα. Η αντίθεση του άσπρου με το μαύρο στη φωτογραφία είναι υπερβολικά έντονη.
Τελικά το όνομα Μονρόε τη δεκαετία του 1950 ήταν ορόσημο της αμερικανικής λαϊκής κουλτούρας, μαζί με τις λέξεις «χοτ-ντογκ», «μηλόπιτα» και «μπέιζμπολ». Σύμφωνα με την ιστορικό κινηματογράφου, καθηγήτρια στο βρετανικό Πανεπιστήμιο του Εξιτερ, Φιόνα Χέισαϊντ, το γυναικείο κινηματογραφόφιλο κοινό στη Γαλλία, ταύτιζε εκείνη την εποχή το λευκό δέρμα και τα ξανθά μαλλιά με τον αμερικανικό μοντερνισμό και την καθαρότητα της σκέψης και έτσι για τις γυναίκες αυτές η Μέριλιν συμβόλιζε την ελεύθερη ή απελευθερωμένη γυναίκα που ζει δημόσια ζωή. Και σύμφωνα με μια άλλη ιστορικό κινηματογράφου, τη φεμινίστρια συγγραφέα Λόρα Μάλβεϊ «αν εκείνα τα χρόνια η Αμερική ήθελε να εξαγάγει τη δημοκρατία του γκλάμουρ, το σινεμά ήταν η βιτρίνα. Οσο για τη Μέριλιν Μονρόε ήταν πράγματι το τέλειο μοντέλο για να διαφημίσει το αταξικό γκλάμουρ σε οποιαδήποτε γυναίκα στον κόσμο χρησιμοποιούσε αμερικανικά καλλυντικά, νάιλον κάλτσες και οξυζενέ».
Εκείνη την εποχή μάλιστα, το μοντέλο Μέριλιν ήταν τόσο προσοδοφόρο ώστε η Fox αποφάσισε λανσάρει κι άλλα αντίγραφα, όπως η Τζέιν Μανσφιλντ και η Σιρί Νορθ. Ομοίως, η Universal προώθησε τη Μέιμι βαν Ντόρεν, η Columbia την Κιμ Νόβακ και η Rank την Νταϊάνα Ρος.
Οσο για την ορίτζιναλ Μέριλιν, είχε δηλώσει τότε για τον εαυτό της: «Εχω αποτύχει ως γυναίκα. Οι άντρες περιμένουν πολλά από μένα, από την εικόνα που έχουν για μένα –και από αυτήν που έχω πλάσει εγώ η ίδια– την εικόνα του sex symbol. Περιμένουν να αντηχήσουν καμπανούλες και σφυρίγματα, αλλά η ανατομία μου είναι ακριβώς η ίδια με κάθε γυναίκας, και δεν μπορώ να ανταποκριθώ στις προσδοκίες τους».