Από την πρώτη στιγμή που ένα σπρέι ακούμπησε το γκρίζο τοίχο σε κάποιον υποβαθμισμένο δρόμο των μακρινών ΗΠΑ, το γκράφιτι (ή γκραφίτι για όσους προτιμούν) προσπαθούσε να ψελλίσει κάτι που αρχικά χάθηκε στην φασαρία των μεγαλουπόλεων. Γρήγορα όμως οι ψίθυροι γιγαντώθηκαν και έγιναν κραυγές. Απλώθηκαν σε όλον τον κόσμο, έφτασαν στο τείχος της ντροπής στην Παλαιστίνη, στις φαβέλες της Βραζιλίας, αλλά και στην Αθήνα της κρίσης. Σε κάθε γειτονιά του πλανήτη, αυτή η «ανήσυχη» τέχνη, διηγείται τις δικές της ιστορίες. Ιστορίες που για να τις ακούσεις, αρκεί να περπατήσεις σε κάποιον κεντρικό ή απόμερο δρόμο. Κάπου εκεί, σίγουρα οι μουτζούρες, τα συνθήματα ή κάποιο περίτεχνο σχέδιο θα έχει κάτι να σου πει.
Ολα ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του 70’ σε ένα από τα πλέον πυκνοκατοικημένα αστικά κέντρα του κόσμου. Στη Νέα Υόρκη. Στους γκρίζους τοίχους της, ένας ελληνοαμερικανός ταχυδρόμος με το όνομα Δημήτρης (Demetrius) έχει μια παράξενη συνήθεια.
Γυρνάει από γειτονιά σε γειτονιά και γράφει στους τοίχους «TAKI 183» (όπου «TAKI» εκ του Dimitraki και «183» από τη διεύθυνσή του, επί της 183ης οδού στο Washington Heights). Στις 21 Ιουλίου του 1971 λοιπόν, οι New York Times αφιερώνουν ένα άρθρο στον TAKI που έχει τίτλο «Ο Taki 183 γεννά φίλους δι’ αλληλογραφίας». Γρήγορα, ξεσηκώνεται ένα κύμα μιμητών αλλά και ανταγωνιστών του μυστηριώδη άντρα που με τα σπρέι, που βγαίνει στους δρόμους και «φωνάζει» με παρεμφερή τρόπο την παρουσία του.
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Το γκράφιτι (graffiti) έγινε γρήγορα ένας τρόπος έκφρασης για πολλούς ανθρώπους στα υποβαθμισμένα προάστια της Αμερικής, δείχνοντας στους νέους έναν διαφορετικό δρόμο μακριά από τη φτώχεια, τα ναρκωτικά και τις συμμορίες. Αργότερα, ενσωματώθηκε στην κουλτούρα του δρόμου -κυρίως των μαύρων κοινοτήτων- και μέσα σε λίγα χρόνια ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο.
Στη χώρα μας, το γκράφιτι ήρθε στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Κύριος εκφραστής του ήταν ο PALADIN, ενώ στην συνέχεια εμφανίστηκαν crews (ομάδες) όπως οι NBW και οι TXC. Σταδιακά, όπως και σε όλον τον κόσμο, ενσωματώθηκε στην κουλτούρα του χιπ χοπ (hip hop) και πέρασε στις νέες γενιές. Στις μέρες μας και ιδιαίτερα στην Αθήνα της κοινωνικής και ανθρωπιστικής κρίσης, η τέχνη του γκάφιτι έχει «θυμώσει». Οπως και στην Αμερική του ’80, η ζωγραφιά και τα μηνύματα στους τοίχους γίνονται μέσο έκφρασης και αγανάκτησης μιας ολόκληρης γενιάς. Μιας γενιάς που μεγάλωσε με τα σπρέι στη σχολική τσάντα και αρκετά χρόνια μετά, μέσα στην ρουτίνα της ενήλικης ζωής της, έχει ακόμα χρόνο να βγει έξω και να βάψει.
«Η ζωγραφιά σε τοίχους μεταμορφώνει τα στενά σε γκαλερί τέχνης και βανδαλισμού ενώ πραγματεύεται πολλές φορές θέματα ταμπού της αστικής ζωής»
Σημαντικός εκπρόσωπος αυτής της γενιάς των καλλιτεχνών του δρόμου είναι ο Κώστας Λούζης ή αλλιώς Skitsofrenis, που μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στην αγροτική ζωή της Καλαμάτας και την μεγάλη του αγάπη, τη ζωγραφική των τοίχων. Οταν τον ρωτάμε τι είναι το γκράφιτι γι’ αυτόν, θυμάται έναν στίχο του B.D. Foxmoor (Active Member): «Είναι ένα άτακτο δελτίο ειδήσεων που ταξιδεύει από στόμα σε στόμα (και από τοίχο σε τοίχο)».
Γι’ αυτόν, η ζωγραφική στους τοίχους προσφέρει πολλά στο αστικό τοπίο: «Μπορεί να ενημερώσει, να αναδείξει, να αναπτερώσει, να στηλιτεύσει και άλλα πολλά. Μεταμορφώνει τα στενά σε γκαλερί τέχνης και βανδαλισμού ενώ πραγματεύεται πολλές φορές θέματα ταμπού της αστικής ζωής. Ο τοίχος δεν υπάρχει μόνο για το προφανές, είναι πια και ένας καμβάς». Οι αιτίες που οδήγησαν στην γέννηση του γκράφιτι έχουν σαφή κοινωνική και πολιτική αφετηρία. Ο Κώστας επισημαίνει ότι το γκράφιτι δημιουργήθηκε όταν «το εγώ του ανθρώπου που συνθλιβόταν στην τεράστια μεγαλούπολη αποφάσισε να αφήσει το σημάδι του στο χώρο και χρόνο ξεγελώντας τον εαυτό του ότι έτσι περνά στην αθανασία».
Στην ερώτηση πώς βλέπει την Αθήνα στις μέρες μας, ο Skitsofrenis τονίζει: «Κάθε φορά βλέπω και πιο κοινές συμπεριφορές, όλοι πασχίζουν να είναι διαφορετικοί εσωτερικά και εξωτερικά και τελικά είναι όλοι ίδιοι. Πολλοί μόνοι που σχηματίζουν αγέλες, το τοπίο να σκοτεινιάζει. Η Αθήνα πια μου θυμίζει ένα τεράστιο κινηματογραφικό πλατό με ηθοποιούς που παίζουν δράμα».
Το γκράφιτι κατά καιρούς είχε πολλούς εχθρούς. Από κυβερνήσεις που προωθώντας την πολιτική της μηδενικής ανοχής, το χαρακτήρισαν «κακούργημα» μέχρι τις διαφημιστικές εταιρείες που γίνονται συχνά στόχος τον γκραφιτάδων. Έτσι και για τον Skitsofreni, εχθροί αυτής της κουλτούρας, είναι πολλοί, όπως «ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, οι μεγάλες εταιρείες προώθησης “σαλονάτης” ζωγραφικής» αλλά και όπως χαρακτηριστικά λέει, «το βλακώδες βιντεοκλιπάδικο “life style” που έχουν αρχίσει να υιοθετούν ορισμένοι γκραφιτάδες».
Φυσικά το γκράφιτι, από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής του ήταν παράνομο. Στην Ελλάδα, οι δημοτικές αρχές και η αστυνομία έχουν έρθει συχνά σε αντιπαράθεση με τους καλλιτέχνες του δρόμου. Ο δήμος Αθηναίων απαντώντας σε σχετικό μας ερώτημα σημειώνει ότι το γκράφιτι θεωρείται μέσο βανδαλισμού «όταν γίνεται χωρίς άδεια του ιδιοκτήτη της επιφάνειας ή όταν γίνεται σε αντίθεση με νομικούς περιορισμούς (προστασία κοινόχρηστων χώρων, μνημείων, γλυπτών κλπ)».
Η αρμόδια υπηρεσία του δήμου πάντως δεν απορρίπτει συνολικά αυτήν την τέχνη. Συγκεκριμένα αποδέχεται ότι η θεσμοθέτηση ενός πλαισίου για γκράφιτι μπορεί να βελτιώσει την όψη μιας πόλης αλλά και να «αποτελέσει αξιόλογο τουριστικό προϊόν». Οσον αφορά όμως τους γκραφιτάδες, αυτό ποτέ δεν φαινόταν αρκετό. Για τους ίδιους είναι δεδομένο ότι αυτή η τέχνη δεν μπορεί να επιβιώσει μέσα σε ένα «ασφυκτικό καλούπι» νομιμότητας.
Ετσι και για τον Κώστα, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: «To γκράφιτι πρέπει να παραμείνει παράνομο γιατί δεν ελέγχεται, δεν σκηνοθετείται δεν αντιγράφεται. Πρέπει πάντα ένα καθεστώς να φοβάται τι θα δει γραμμένο στο τοίχο. Πρέπει να υπάρχει εκείνο το γκράφιτι που θα συζητά ευγενικά για σημαντικά ή μη θέματα με την πλειοψηφία και από την άλλη να υπάρχει και το παράνομο, που όταν θα ξεχνά λίγο τα βίντεο κλιπ του MTV μπορεί να τσακίσει και κόκαλα με την ευθύτητα του. Τα νόμιμα είναι για συζήτηση, τα παράνομα για προβληματισμό. Χρειάζονται και τα δύο».
Αυτή η επαναστατική και νεανική τέχνη, πάντως, έχει κερδίσει και «μη συνηθισμένους» θαυμαστές. Ανθρώπους που βλέπουν τους γκρίζους τοίχους της γειτονιάς τους να μετατρέπονται σε καμβάδες για ζωγράφους με σπρέι. Ο Skitsofrenis, μάς μιλά για έναν σχετικά μεγάλο σε ηλικία άνθρωπο που πλέον, «μιλά με θετική άποψη για τα ζωγραφισμένα ντουβάρια» λόγω της αποδοχής του δικού του έργου.
Μια καλή κουβέντα ή ένα χαμόγελο είναι και η μόνη αναγνώριση των καλλιτεχνών του δρόμου. Μια αναγνώριση που τους δίνει δύναμη για να συνεχίσουν να δίνουν χρώμα στην γκρίζα Αθήνα. Και όπως μας λέει ο Κώστας ή καλύτερα ο Skitsofrenis των ζωγραφισμένων τοίχων, θα σταματήσει μόνο όταν θα τον συναρπάσει κάτι άλλο ή όπως λέει, «όταν δεν θα έχω πια τίποτα να πω».
Εχουν περάσει πάνω από 40 χρόνια από την εποχή που ο TAKI «ενοχλούσε» ή «γοήτευε» με την ιδιαίτερη συνήθεια του. Το γκράφιτι όμως παραμένει πεδίο αντιμαχόμενων «πυρών» ακόμα και σήμερα.
Στις αρχές Μαρτίου του 2015, ένα όχι και τόσο συνηθισμένο θέμα βρίσκεται ψηλά στην επικαιρότητα. Ο λόγος για το ιδιόμορφο και «σκοτεινό» γκράφιτι που έχει περιβάλει το εξωτερικό περίβλημα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου ξεσηκώνοντας μεγάλες αντιπαραθέσεις και διχογνωμίες. Από την μια πλευρά, αρκετοί άνθρωποι κάνουν λόγο για βανδαλισμό και καταστροφή ενός ιστορικού κτιρίου που αποτελεί ένα είδος μνημείου για την πόλη, ενώ από την άλλη κάποιοι υποστηρίζουν ότι το συγκεκριμένο έργο εκφράζει την «μαυρίλα» της εποχή μας, χαρακτηρίζοντάς το, τέχνη.
Τελικά η επίμαχη «εικαστική» παρέμβαση σβήστηκε από τις αρμόδιες υπηρεσίες του δήμου. Η ιστορία όμως έδειξε με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο ότι τα γκράφιτι, αρκετές δεκαετίες μετά τη γέννησή τους και αρκετά χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο που αναπτύχθηκαν, ακόμα προκαλούν τον ίδιο διχασμό. Εναν διχασμό που σχεδόν εξαλείφεται όταν μια καλλιτεχνική παρέμβαση εντυπωσιάζει και δίνει χρώμα στον γκρίζο τοίχο μιας άχρωμης γειτονιάς. Κάτι τέτοιο έκανε η τοιχογραφία του καλλιτέχνη «Ino» που με την βοήθεια του National Geographic, κοσμεί το λιμάνι του Πειραιά.
Οπως και να ‘χει πάντως, οι ζωγραφιές και τα μηνύματα στους τοίχους, είναι πλέον ταυτισμένα με το αστικό τοπίο. Ενα αστικό τοπίο που σίγουρα έχει ανάγκη από χρώμα και ανθρωπιά. Οι καλλιτέχνες του δρόμου από την πλευρά τους, φροντίζουν για το πρώτο.