Γιατί ακόμα βινύλιο;
Η απάντηση θα μπορούσε να δοθεί χωρίς πολλά λόγια. Μια εικόνα άλλωστε με την βελόνα να ακουμπάει απαλά στο αυλάκι ενός δίσκου μπορεί να καλύψει κάθε σχετική απορία. Το ερώτημα όμως παραμένει και ζητά επίμονα απαντήσεις. Απαντήσεις λογικές που δεν βγαίνουν μέσα από μουσικές φόρμουλες και υποκειμενικούς συναισθηματισμούς.
Ολο και περισσότεροι μουσικόφιλοι επιστρέφουν στο παραδοσιακό πικάπ και στους δίσκους βινυλίου. Στις ΗΠΑ το 2015 οι πωλήσεις βινυλίων, σύμφωνα με την Nielsen, άγγιξαν τα 12 εκατομμύρια παρουσιάζοντας αύξηση 30% σε σχέση με το 2014. Την ίδια στιγμή, οι πωλήσεις των CD μειώθηκαν κατά 11%, ενώ η πτώση στις πωλήσεις τραγουδιών σε ψηφιακή μορφή ήταν της τάσης του 3%. Στην χώρα μας, παρά την κρίση, νέα δισκάδικα ανοίγουν δίπλα στα παλιά ενώ χιλιάδες άνθρωποι ξεσκονίζουν εκείνο το σύνθετο με τα παλιά βινύλια που ήταν για χρόνια στην αποθήκη. Γιατί όμως;
Για να πάρουμε απαντήσεις και ερμηνείες στραφήκαμε στους πλέον κατάλληλους. Στους ανθρώπους που ουδέποτε ένιωσαν οικειότητα με το «ευτελές» CD αλλά και το «απρόσωπο» mp3. Στους ανθρώπους που έχουν με το βινύλιο μια σχέση σχεδόν ερωτική και έχουν περάσει δεκάδες χρόνια περικυκλωμένοι από δισκάκια 33 και 45 στροφών.
Σε κεντρικό σημείο της Αθήνας, δίπλα από ακριβά καταστήματα και σύγχρονες καφετέριες βρίσκεται ο «ναός» της μαύρης μουσικής. Το «Rock & Roll Circus» υποδέχεται εδώ και χρόνια τους πιστούς εραστές του βινύλιου σε έναν προσεγμένο χώρο στην οδό Σίνα στο Κολωνάκι. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά προς την είσοδο του μαγαζιού μία τζαζ μελωδία φτάνει στα αυτιά μας. Ναι, είμαστε στο σωστό μέρος.
«Θεωρώ πως υπάρχει μια παρωχημένη εικόνα για τους συλλέκτες βινυλίου. Σε επίπεδο φιλμογραφίας ειδικά» μας λέει ο κύριος Αγγελος Κυρούσης. «Στην πραγματικότητα είναι κανονικοί άνθρωποι που δεν τρώνε τα λεφτά τους σε κάποιου άλλου είδους εξαρτήσεις. Είναι απλά άνθρωποι που απολαμβάνουν την μουσική». Ενώ μιλάμε με τον κ. Κυρούση, το δισκάδικο είναι γεμάτο με κόσμο. Ανθρωποι τριγυρνούν με δίσκους στα χέρια ενώ άλλοι επιδίδονται σε «ανασκαφή» μεταχειρισμένων βινυλίων που στοιβάζονται σε κάθε γωνιά του μαγαζιού. Ο ήχος της μουσικής έχει χαμηλώσει αισθητά χωρίς όμως η βελόνα του πικάπ να σηκωθεί στιγμή από το δίσκο.
Οπως μας πληροφορεί ο κ. Κυρούσης, φέτος το δισκάδικο κλείνει 16 χρόνια λειτουργίας. Ο ίδιος ξεκίνησε να εργάζεται πριν από οκτώ χρόνια, λίγο πριν σκάσει η βόμβα της οικονομικής κρίσης. «Παρά την οικονομική κατάσταση της χώρας, το βινύλιο θα λέγαμε ότι αντέχει. Σε άλλες χώρες υπάρχει μεγάλη αύξηση στις πωλήσεις. Στην Ελλάδα τα πράγματα απλά έχουν παραμείνει σε ένα καλό επίπεδο».
«Πολλοί πιστεύουν ότι ο λόγος που κάποιος αγοράζει βινύλια είναι ένα είδος φετιχισμού με το υλικό του δίσκου και την μορφή του» σημειώνει ο κ. Κυρούσης και συμπληρώνει: «Εγώ πιστεύω ότι βινύλια αγοράζει κάποιος γιατί μόνο ψάχνοντας δίσκους μπορείς να έχεις απόλυτη πρόσβαση σε ότι έχει ηχογραφηθεί. Είναι ψευδαίσθηση ότι υπάρχουν τα πάντα στο διαδίκτυο. Υπάρχουν για παράδειγμα πολλοί δίσκοι που δεν έχουν καν ψηφιοποιηθεί. Αν λοιπόν κάποιος ενδιαφέρεται πραγματικά για τη μουσική το μέσο για να την αποκτήσει είναι το βινύλιο».
Δουλεύοντας τόσα χρόνια σε ένα από τα πλέον ιστορικά δισκάδικα της Αθήνας, ο ίδιος γνωρίζει από πρώτο χέρι δεκάδες ιστορίες ανθρώπων που η σχέση τους με το βινύλιο υπερβαίνει το μουσικό ενδιαφέρον. «Υπάρχουν άνθρωποι που παίρνουν τους δίσκους και τους κρατάνε κλειστούς και σφραγισμένους. Πολλούς μπορεί να τους παίρνουν και πάνω από μία φορές. Ο κανόνας στους περισσότερους φανατικούς συλλέκτες είναι η εμμονή» υποστηρίζει, «όταν υπάρχει η εμμονή, προκειμένου να την εκπληρώσεις μπορεί να γίνεις πολύ φορτικός και φυσικά πολύ αγχώδης. Μπορείς να δεις ανθρώπους να τρελαίνονται αν δουν ότι κάτι που έψαχναν έχει φύγει ή το πήρε άλλος. Στους συλλέκτες υπάρχει πολύ έντονο το θέμα της κτητικότητας και του άτυπου ανταγωνισμού».
Οσο για την πιο παράξενη συλλογή που έχει δει ο κ. Κυρούσης, «ξέρω άνθρωπο που μαζεύει μόνο δίσκους που έχουν σαν εξώφυλλο τραυματισμένους και καμμένους ανθρώπους. Δεν τον ενδιαφέρει το είδος της μουσικής. Είναι γι’ αυτόν απλά ένα φετίχ».
Ερωτώμενος για το αν η συλλογή βινυλίων είναι ένα ακριβό σπορ, ο κ. Κυρούσης σημειώνει: «Είναι αυτό που λέω συχνά. Το να βγεις ένα βράδυ στο ιστορικό κέντρο και να πιείς ένα κοκτέιλ είναι στην ουσία ένας καλός δίσκος. Και ο δίσκος θα σου μείνει για πάντα…». Υπάρχουν φυσικά και οι συλλεκτικές εκδόσεις που αντιμετωπίζονται σαν ένα ακριβό έργο τέχνης». Εκεί, όπως μας λέει ο κ. Κυρούσης δεν υπάρχει όριο στην τιμή».
Σε μια πιο ήσυχη περιοχή, σε ένα σταυροδρόμι στο Ψυρρή βρίσκεται το δισκοπωλείο «Imantas». Εκεί μας καλωσορίζει ο Παναγιώτης Κωτσίδης. Ο κ. Κωτσίδης έχει κερδίσει εδώ και χρόνια τον τίτλο του «τρελού». Για όσους έχουν απορίες ή αμφιβάλουν για τον συγκεκριμένο προσδιορισμό, ας αναρωτηθούν: Πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί κάποιος που στην καρδιά της κρίσης, το 2013, κλείνει ένα ιστορικό και επιτυχημένο μουσικό μαγαζί στην οδό Πανεπιστημίου και ανοίγει δισκάδικο σε μια όχι και τόσο πολυσύχναστη γειτονιά στο Ψυρρή.
Το ιστορικό «Τζίνα» λοιπόν που άνοιξε το 1973 με το όνομα της μητέρας του κυρίου Κωτσίδη έγινε «Imantas» και το κέντρο της Αθήνας απέκτησε μία ακόμα γωνιά όπου το βινύλιο λαμβάνει την προσοχή που του αξίζει.
«Η σχέση μου με το βινύλιο είναι ερωτική και ξεκίνησε το 1985 όταν δούλεψα για ένα ολόκληρο καλοκαίρι στο δισκάδικο των γονιών μου» μας λέει ο κύριος Κωτσίδης. Στην άλλη άκρη του μαγαζιού βρίσκεται ένας νεαρός από την Ισπανία. Εχει μαζί του ένα φορητό πικάπ και ακούει παλιά ελληνικά δισκάκια 45 στροφών με παραδοσιακή ελληνική μουσική. Δεν σηκώνει το κεφάλι του από την σκονισμένη στοίβα με τα μεταχειρισμένα δισκάκια ούτε δείχνει να ενοχλείται από την κουβέντα μας.
«Υπάρχει μια τάση επιστροφής στο βινύλιο» επισημαίνει και ο δημιουργός του δισκοπωλείου. «Αν ήταν διαφορετικές και οι οικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα, θα καταλαβαίναμε και εμείς αυτήν την τάση καλύτερα». «Πού οφείλεται όμως αυτή η επιστροφή στον αναλογικό ήχο;» ρωτάμε τον κ. Κωτσίδη. «Ο ουσιαστικός λόγος είναι το ηχητικό αποτέλεσμα που σου δίνει το βινύλιο. Πέρα όμως από αυτό το ρομαντικό κομμάτι υπάρχει και η πλευρά της μπίζνας εκ μέρους της μουσικής βιομηχανίας. Τα τελευταία χρόνια έχουν μπει οι εταιρείες σε μια διαδικασία ανατύπωσης βινυλίων γιατί έβλεπαν ότι εκεί υπάρχει κέρδος».
Τριάντα και πλέον χρόνια δίπλα σε βινύλια και συλλέκτες ο πρώην ιδιοκτήτης του «Τζίνα» έχει ζήσει πολλές ιδιαίτερες ιστορίες από συλλέκτες δίσκων. «Οι περισσότεροι συλλέκτες διακατέχονται από μία μανία να αποκτήσουν βινύλια ενώ μπορεί να μην τα ακούσουν ποτέ» υποστηρίζει ο κ. Κωτσίδης και ξεκαθαρίζει: «Εγώ με αυτό διαφωνώ. Πιστεύω ότι η μουσική πρέπει να ακούγεται». Σε ότι έχει να κάνει με τις τιμές συλλεκτικών δίσκων ο ιδιοκτήτης του «Imantas» μας λέει ότι έχει γίνει μάρτυρας αγοράς δίσκων για 2.000 και 2.500 ευρώ.
Εκτός από πωλήσεις δίσκων και CD, ο κ. Κωτσίδης αναλαμβάνει εδώ και χρόνια και διάφορες μουσικές παραγωγές και εκδόσεις ελλήνων καλλιτεχνών. «Αυτές οι κυκλοφορίες απλά κάλυπταν το κόστος παραγωγής και μου έδιναν την ηθική ευχαρίστηση και σαν υποχρέωση προς τον εαυτό μου. Για να κάνω κάτι για μένα, κάτι πιο δημιουργικό».
Το βινύλιο λοιπόν ήταν πάντα εδώ. Μετά τον γρήγορο καταποντισμό του CD έγινε ξεκάθαρο ότι η μουσική δεν μπορεί να αποτελεί μόνο ατελείωτα gigabyte ψηφιακού ήχου σε μνήμες ηλεκτρονικών υπολογιστών. Η μουσική άλλωστε ακούγεται πιο όμορφη όταν προηγουμένως την έχεις ακουμπήσει. Εχει μια άλλη αξία όταν έχεις δώσει κάτι για να την αποκτήσεις ενώ αν κάποιος ανοίξει τη χάρτινη συσκευασία και τοποθετήσει ευλαβικά τον δίσκο πάνω στο πικάπ μπορεί να αφήσει τη «μαγεία» να εξηγήσει τα υπόλοιπα.
Info:
Rock & Roll Circus: Σίνα 21 Κολωνάκι / https://rockandrollcircus.wordpress.com/
Imantas: Σαρρή 46 Ψυρρή / http://www.imantas.org/