«Ποιος στα αλήθεια μπορεί να ξέρει την αλήθεια ενός ζευγαριού;», αναρωτιέται η Ρέα Βιτάλη με αφορμή το πολύκροτο διαζύγιο των ημερών. Οι Μπραντζελίνα χωρίζουν αλλά δεν είναι οι μόνοι. Στο βιβλίο του «Να παντρευτεί κανείς ή να μην παντρευτεί» (κυκλοφόρησε το 2014 από τις εκδόσεις Αρμός), ο γνωστός ψυχίατρος – ψυχαναλυτής Ματθαίος Γιωσαφάτ αναφέρει ότι, παγκοσμίως, το 50% των ανθρώπων χωρίζουν. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ εξάλλου δείχνουν ότι και στην Ελλάδα τα ζευγάρια δεν αντέχουν στις δυσκολίες του γάμου και συχνά οδηγούνται σε διαζύγιο. Μάλιστα ενώ στις αρχές της κρίσης φάνηκε ότι πολλοί το ξανασκέφτονταν στην πορεία το πράγμα άλλαξε με αποτέλεσμα μια έκρηξη διαζυγίων.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, λοιπόν, τα διαζύγια μειώθηκαν πανελλαδικά από το 2009 έως το 2011 από 13. 607 σε 13.275 το 2010 και 12.075 το 2011. Το 2012, όμως, ο αριθμός τους εκτινάχθηκε στα 14.880. Οι περισσότεροι μάλιστα προτιμούν το συναινετικό διαζύγιο ενώ κάποιοι, για οικονομικούς λόγους, επιλέγουν τη διάσταση. Ποιες είναι οι βασικές αιτίες; Σύμφωνα με το ερωτηματολόγιο του Ινστιτούτου Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας που συμπλήρωσαν διαζευγμένοι το διάστημα Ιουνίου – Αυγούστου 2014 τα περισσότερα διαζύγια οφείλονται στη διάψευση των προσδοκιών από το έτερον ήμισυ, την ανδρική απιστία, την ανία και τη ζήλια.
Πόσα χρόνια παραμένουν τα ζευγάρια μαζί; Τα περισσότερα από τα μισά διαζύγια του 2012 στην Ελλάδα ήταν από γάμους με διάρκεια μεγαλύτερη των δέκα ετών και οι κυρίαρχες ηλικίες των διαζευγμένων ήταν από 46 – 65 ετών. Σύμφωνα με τον Economist εξάλλου η Ιταλία είναι η χώρα όπου τα ζευγάρια μένουν περισσότερα χρόνια μαζί αφού κατά μέσο όρο αποφασίζουν να μείνουν σε διάσταση μετά από 15 χρόνια γάμου και να προχωρήσουν σε διαζύγιο μετά από 18 χρόνια. Στη Γαλλία ο μέσος όρος διάρκειας ενός γάμου πέφτει στα 13 χρόνια και στις ΗΠΑ στα 8,2 αλλά στην Νέα Υόρκη ανεβαίνει στα 12,2 χρόνια. Αντίστοιχα οι γάμοι στον Καναδά έχουν μέσο όρο ζωής 13,8 χρόνια, στην Αυστραλία 12 χρόνια, στη Βρετανία και στην Ιαπωνία 11 χρόνια και στο Κατάρ μόλις 5,5 χρόνια.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός ότι έχει αρχίσει να αμφισβητείται η ισόβια δέσμευση που επιβάλλει το γαμήλιο «μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος» και αντίστοιχα να ωριμάζει διεθνώς η ιδέα ενός γάμου που θα αξιολογείται και θα επαναπροσδιορίζεται από τους δύο συντρόφους μετά από ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα.
Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που συζητιέται κάτι τέτοιο. Ο «ανοιχτός γάμος» ήταν το κεντρικό θέμα στην αυτοβιογραφία του βρετανού σεξολόγου Χάβελοκ Ελις που κυκλοφόρησε το 1939 στην Αγγλία με τίτλο «Η ζωή μου». Ο Ελις είχε νυμφευθεί την συγγραφέα Έντιθ Λις τον Νοέμβριο του 1891. Εκείνος ήταν 32 ετών, παρθένος και σεξουαλικά ανίκανος, εκείνη λεσβία. Η ένωσή τους δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Μετά το μήνα του μέλιτος μάλιστα άρχισαν να ζουν χωριστά. Ο «ανοιχτός γάμος» τους όμως κράτησε μέχρι το 1916 που η Λις πέθανε. Σίγουρα δεν ήταν αυτό που οι περισσότεροι θα χαρακτήριζαν ως γάμο – υπόδειγμα. Ο Ελις, όμως, εισήγαγε μια ιδέα που ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να είναι ριζοσπαστική και δελεαστική: οι «δοκιμαστικοί γάμοι» τους οποίους οραματίστηκε προβλέπουν μια προσωρινή ένωση με διάφορα επίπεδα δέσμευσης που επιτρέπουν στο ζευγάρι το ελεύθερο σεξ, τον έλεγχο των γεννήσεων αλλά και ένα εύκολο διαζύγιο, αν το θέλουν και εφ ‘όσον δεν υπάρχουν παιδιά. Η ιδέα του άρεσε σε πολλούς προοδευτικούς της εποχής, όπως ο βρετανός φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ και ο κοινωνικός μεταρρυθμιστής του Ντένβερ Μπεν Λίντσεϊ, οι οποίοι είχαν αγκαλιάσει τις νέες οικονομικές και πολιτιστικές ελευθερίες στη μετά-βικτοριανή εποχή.
Ο Ελις, δεν ήταν ο μόνος που οραματίστηκε τον προσωρινό γάμο. Και άλλοι στο παρελθόν είχαν μιλήσει για παρόμοιες ενώσεις, όπως για παράδειγμα ο γερμανός ποιητής Γκέτε στις «Εκλεκτικές συγγένειες» του (1809), και ο αμερικανός παλαιοντολόγος Ε. Ντ. Κόουπ, ο οποίος στο βιβλίο του «Το πρόβλημα του γάμου» (1888) έγραψε ότι οι γάμοι θα πρέπει να ξεκινάνε με ένα πενταετές συμβόλαιο. Μετά από πέντε χρόνια οι σύζυγοι θα μπορούν να χωρίζουν ή να ανανεώνουν τη δέσμευσή τους για άλλα 10 – 15 χρόνια και αν όλα πάνε καλά, θα μπορούν στη συνέχεια να υπογράψουν μια σύμβαση αορίστου χρόνου.
Το 1966, η αμερικανίδα ανθρωπολόγος Μάργκαρετ Μιντ πρότεινε ένα γάμο σε δύο βήματα, ένα είδος «ατομικής δέσμευσης» που θα ταίριαζε σε φοιτητές με περιορισμένα μέσα και η οποία θα μπορούσε να διαλυθεί εύκολα ή να μετατραπεί σε «γονεϊκή δέσμευση» εφόσον και οι δύο ήταν έτοιμοι και πρόθυμοι να αναλάβουν τις υποχρεώσεις των παιδιών. Το 1971 η αφροαμερικανίδα ακτιβίστρια του Μέριλαντ Λένα Κινγκ Λι πρότεινε έναν γάμο που θα μπορούσε να ακυρώνεται ή να ανανεώνεται κάθε τρία χρόνια.
Πιο πρόσφατα, το 2007, ένας γερμανός νομοθέτης πρότεινε το συμβόλαιο των επτά ετών και τρία χρόνια αργότερα μια ομάδα γυναικών στις Φιλιππίνες πρότεινε ένα οικογενειακό συμβόλαιο 10 ετών ενώ το 2011, νομοθέτες στην Πόλη του Μεξικού πρότειναν μια μεταρρύθμιση του Αστικού Κώδικα που θα επιτρέπει στα ζευγάρια να αποφασίζουν τη διάρκεια της έγγαμης δέσμευσής τους με ένα μίνιμουμ τουλάχιστον δύο χρόνων.
Είναι προφανές ότι ο δια βίου γάμος χρειάζεται μια ανανέωση. Παρά τις συζητήσεις, ωστόσο, δεν ψηφίστηκαν ποτέ και πουθενά σχετικοί νόμοι. Μέχρι στιγμής η ιδέα των ανανεώσιμων γάμων παρέμεινε απλά μια ιδέα. Αλλά όντως έχουν υπάρξει προσωρινοί γάμοι και μάλιστα με επιτυχία εδώ και αιώνες, όπως για παράδειγμα σε κοινότητες Ινδιάνων των Άνδεων στο Περού, στην Ινδονησία του 15ου αιώνα, στην αρχαία Ιαπωνία, στον ισλαμικό κόσμο και αλλού. Φαίνεται μάλιστα ότι θα μπορούσαν να μπουν και πάλι σε εφαρμογή.
Σε μια πρόσφατη έρευνα, πολλοί νεαροί δήλωσαν ότι είναι ανοιχτοί σε μια γαμήλια δέσμευση για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα – τα δύο χρόνια θεωρήθηκαν από πολλά ζευγάρια εύλογο διάστημα- μετά από το οποίο θα μπορούσαν να ανανεώσουν, να επαναδιαπραγματευτούν ή να διακόψουν τη σχέση τους όπως έγραψε πέρσι η Τζέσικα Μπένετ στο αμερικανικό περιοδικό Time. Αν και δεν πρόκειται για επιστημονική έρευνα, το άρθρο δείχνει μια προθυμία να αντιμετωπισθεί ο γάμος ως κάτι άλλο από την ένωση «μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος», αφού στην πραγματικότητα σπάνια πλέον συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Το 2013, σύμφωνα με το αμερικανικό Κέντρο Ερευνών Pew, το 40% των νεόνυμφων στις ΗΠΑ είχε παντρευτεί τουλάχιστον μία φορά προηγουμένως. Δεδομένου μάλιστα ότι το 10% των πρώτων γάμων διαρκεί λιγότερο από πέντε χρόνια, ένα συμβόλαιο με τη δυνατότητα ανανέωσης του γάμου ίσως έχει νόημα περισσότερο από ποτέ άλλοτε.
Μπορεί η ισόβια ένωση («μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος») να είχε νόημα όταν οι άνθρωποι δεν ζούσαν τόσο πολλά χρόνια όπως σήμερα. Σύμφωνα με την αμερικανίδα κοινωνιολόγο και συγγραφέα Στέφανι Κουντς, την εποχή της αποικιοκρατίας για παράδειγμα ένας μέσος γάμος διαρκούσε λιγότερο από 12 χρόνια. Πολλές γυναίκες πέθαιναν στον τοκετό, οπότε οι άνδρες μπορούσαν να παντρευτούν πολλές φορές και πράγματι το έκαναν. Οι άνδρες είχαν ανάγκη τις γυναίκες για να μαγειρεύουν, να καθαρίζουν και γενικά να φροντίζουν το σπίτι και την οικογένεια και οι γυναίκες αντίστοιχα χρειαζόντουσαν την οικονομική ασφάλεια που τους παρείχαν οι άνδρες. Σήμερα όμως οι άνθρωποι δεν παντρεύονται πια για τους ίδιους λόγους. Γιορτάζονται πάντως ακόμη χρυσοί και αργυροί γάμοι ή τα 15 και τα 20 χρόνια που κάποια ζευγάρια έχουν ζήσει μαζί. Είναι άραγε χρόνια ευδαιμονίας; Όχι πάντα. Πολλοί γάμοι διαρκούν μεν πολύ αλλά χωρίς αγάπη και σεξ. Πολλές φορές μάλιστα τα ζευγάρια συμβιώνουν γεμάτα θυμό και απογοήτευση. Και αν τα καταφέρουν μέχρι ο ένας από τους δύο συζύγους να φύγει από τον μάταιο τούτο κόσμο θεωρείται επιτυχία.
Η μακροζωία όμως δεν θα πρέπει να θεωρείται δείκτης ευτυχισμένου και υγιούς γάμου. Σε σχετικό άρθρο της στο διαδικτυακό περιοδικό aeon η Βίκι Λάρσον υποστηρίζει ότι: «Αντί οι σύζυγοι να υφίστανται τα δεσμά ενός ισόβιου γάμου μέχρι ο θάνατος να τους χωρίσει, ένα συμβόλαιο ανανέωσης του γάμου θα μπορούσε να τούς επιτρέψει να συνεχίσουν την οικογενειακή ζωή τους ή να τη διακόψουν χωρίς το σοκ και τα δράματα ενός διαζυγίου και τις αμφιβολίες σχετικά με το τι πήγε στραβά.»
Στη διάλεξή του κατά την βράβευσή του με το Νομπέλ, με τίτλο «Ο οικονομικός τρόπος να βλέπουμε τη ζωή», ο οικονομολόγος Γκάρι Μπέκερ μίλησε για τον τρόπο που χρησιμοποίησε τα οικονομικά για να αναλύσει θέματα όπως το έγκλημα και γιατί διαπράττεται, οι διακρίσεις κατά των μειονοτήτων και οι οικογενειακή ζωή. Και υποστήριξε ότι αν κάθε ζευγάρι έπρεπε να εξατομικεύσει την οικογενειακή του σύμβαση με βάση αυτά που οι δύο σύντροφοι θεωρούν σημαντικά, τότε δεν θα υπήρχε πια κοινωνικό στίγμα ή δικαστικές παρεμβάσεις για αποφάσεις που ουσιαστικά έπρεπε να είναι ιδιωτικές.
Μήπως άραγε ήρθε η ώρα να επανεξετασθεί η ισόβια δέσμευση; Μήπως θα έπρεπε οι νύφες και οι γαμπροί, αν θέλουν πραγματικά έναν ευτυχισμένο γάμο, να αναλάβουν τις ευθύνες τους καθορίζοντας τους στόχους και τις προσδοκίες τους σε μια ανανεώσιμη σύμβαση δηλώνοντας στον σύντροφό τους γραπτά και προφορικά «σε επιλέγω» για τόσο χρονικό διάστημα και μετά βλέπουμε; Ίσως είναι κι αυτό μια λύση. Τουλάχιστον για κοινωνίες όπου οι νομοθέτες δεν υπολογίζουν για τέτοια θέματα τους ιερωμένους…