Μεταξύ των τοίχων του Chelsea Hotel, αυτού του ιστορικού κτιρίου στην καρδιά του Μανχάταν, στην 23η Oδό, ανάμεσα στην 7η και την 8η Λεωφόρο, έζησαν, για ημέρες, εβδομάδες ή και χρόνια, μερικοί από τους πιο ευφυείς δημιουργούς του περασμένου αιώνα – από τον Μαρκ Τουέιν έως τον Τζακ Κέρουακ και από τον Τενεσί Ουίλιαμς έως την Πάτι Σμιθ.
Αλλά ήταν, κυρίως, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’60 και του ’70, που το The Chelsea κατάφερε να κερδίσει μια θέση στη σύγχρονη πολιτισμική ιστορία της Αμερικής. Γιατί στο δωμάτιο 614 όχι μόνο βρήκε καταφύγιο μετά τον χωρισμό του με την Μέριλιν Μονρόε ο Αρθουρ Μίλερ, αλλά έγραψε και το θεατρικό «Μετά την πτώση».
Ο Μπομπ Ντίλαν, έχοντας διαμείνει σε τρία διαφορετικά δωμάτια του ξενοδοχείου -στο 211, στο 215 και στο 225-, επέλεξε να το μνημονεύσει στο τραγούδι που αφιέρωσε στη γυναίκα του Σάρα, γράφοντας: «Staying up for days in the Chelsea hotel / writing Sad Eyed Lady of the Lowlands for you».
Ο Λέοναρντ Κόεν, μόνιμος ένοικος στο δωμάτιο 424, περιέγραψε με τον δικό του μοναδικό τρόπο στο ChelseaHotel No. 2, τη συνεύρεσή του με την Τζάνις Τζόπλιν σε ένα άστρωτο κρεβάτι του ξενοδοχείου.
Και τα ονόματα στο βιβλίο πελατών είναι πολλά: ο Τζίμι Χέντριξ, ο Μπομπ Μάρλεϊ, ο Ιγκι Ποπ, ο Μικ Τζάγκερ, ο Τζιμ Μόρισον, ο Λου Ριντ είναι μερικοί, μεταξύ πολλών άλλων, που πέρασαν από εκεί.
Η αρχή του τέλους για το Chelsea Hotel άρχισε, σύμφωνα με κάποιους, την 12η Οκτωβρίου του 1978, όταν ο Σιντ Βίσιους βρήκε τη σύντροφό του Νάνσι Σπάντζεν νεκρή, με μια μαχαιριά στην κοιλιακή χώρα, στο μπάνιο του δωματίου 100 όπου είχε καταλύσει το πιο εκκεντρικό ζευγάρι της πανκ σκηνής λίγους μήνες νωρίτερα ως «κύριος και κυρία Ρίτσι». Ο πρώην ηγέτης των Sex Pistols βρισκόταν σε κατάσταση απόλυτης σύγχυσης, λόγω της κατανάλωσης υπερβολικής ποσότητας ηρωίνης και δεν θυμόταν το παραμικρό. Και αμέσως μετά τη σύλληψή του, μια βαριά σκιά πλάκωσε το ιστορικό καλλιτεχνικό καταφύγιο της Νέας Υόρκης που είχε ξαφνικά μετατραπεί σε κέντρο τοξικομανών και, ενδεχομένως, δολοφόνων.
Από τότε το ξενοδοχείο συνέχισε να λειτουργεί αλλά ημέρα με την ημέρα ο μύθος που το περιέβαλε ξεθώριαζε καθώς το Chelsea Hotel θύμιζε ελάχιστα εκείνη την συνεταιριστική πολυκατοικία καλλιτεχνών και διανοουμένων που είχε οραματιστεί και υλοποιήσει το 1884 ο νεοϋορκέζος αρχιτέκτονας Φίλιπ Χιούμπερτ. Εως την αλλαγή ιδιοκτησίας το 2011 και το κλείσιμό του με στόχο τη μερική ανακατασκευή του. Εκλεισαν, οπότε, οι πόρτες για τους περιστασιακούς επισκέπτες και στο 12ώροφο κτίριο έμειναν μερικές δεκάδες μόνιμοι ένοικοι που αναμένουν την έναρξη της (μερικής) επαναλειτουργίας του στη διάρκεια του τρέχοντος έτους. Και με καινούργιες πόρτες που θα τηρούν τις προδιαγραφές που ορίζονται από τους κανονισμούς αντιπυρικής προστασίας της Νέας Υόρκης.
Αναπόφευκτα άρχισε σταδιακά να αδειάζει το ξενοδοχείο από το παρελθόν του. Αλλά μια μέρα ο Τζιμ Γεωργίου, πρώην ένοικος του Chelsea που κατέληξε τελικά να ζει άστεγος στο απέναντι πεζοδρόμιο, βλέποντας πεταμένες, στοιβαγμένες στο δρόμο, τη μία πάνω στην άλλη, τις παλιές άσπρες πόρτες των δωματίων του, αποφάσισε να τις γλιτώσει από τα σκουπίδια, ώστε να αναπλάσει κάποιες από τις ιστορίες των οποίων υπήρξαν σιωπηλοί μάρτυρες, και στη συνέχεια να τις πουλήσει.
«Είναι πολύτιμες γιατί πέρασαν από αυτές τόσοι πολλοί άνθρωποι» – δήλωσε ο ίδιος, μιλώντας στους New York Times – «εδώ υπήρχε εκκεντρικότητα, τρέλα, σκοτάδι, φως, όλα συγκρούονταν ώστε να καταστεί το Chelsea ένας πραγματικά ξεχωριστός τόπος». Και οι πόρτες που δημοπρατήθηκαν την Πέμπτη υπενθυμίζουν πως όλοι όσοι τις άνοιγαν και εισέρχονταν στο εσωτερικό του Chelsea αισθάνονταν σίγουρα ελεύθεροι. Και στο καλό και στο κακό. «Αυτό το ξενοδοχείο δεν ανήκει στην Αμερική. Δεν υπάρχουν ηλεκτρικές σκούπες, ούτε κανόνες, ούτε ντροπή», έγραψε σχετικά ο Άρθουρ Μίλερ.
Όσον αφορά τα έσοδα της δημοπρασίας, ο Τζιμ Γεωργίου, έχοντας αναγκαστεί να ζήσει και ο ίδιος στον δρόμο, επέλεξε να προσφέρει το 50% σε μια ΜΚΟ αρωγής των χιλιάδων αστέγων της Νέας Υόρκης.