«Η καλύτερη μόδα βρίσκεται στον δρόμο – εκεί ήταν πάντα και εκεί θα είναι πάντα», έλεγε ο Μπιλ Κάνινγχαμ, ο πρώτος street style φωτογράφος, αυτός που καθιέρωσε το είδος σε μόνιμη στήλη στους New York Times από το 1978.
Εμείς αυτό το είδος το μάθαμε τα τελευταία 10 χρόνια, από το μπλογκ του Σκοτ Σούλμαν (www.TheSartorialist.com) και από το αντίστοιχο του Τόμι Τον (www.TommyTon.com). Ωστόσο η μόδα του δρόμου ως φωτογραφικό θέμα είναι δημιούργημα, αυτού του 87χρονου γεράκου, με το μπλε εργατικό μπουφάν, το τζιν και τα μαύρα αθλητικά παπούτσια, που γύριζε χαμογελαστός με το ποδήλατό του όλο το Μανχάταν για να βρει τα διάσημα ή άσημα μοντέλα του.
Το Σάββατο 25 Ιουνίου, ημέρα που ο Μπιλ Κάνιγγχαμ πέθανε από έμφραγμα σε νοσοκομείο του Μανχάταν, η Τζίτζι Χαντίντ και η Ριάνα έγραψαν στο Instagram «Θα μας λείψεις από αυτούς τους δρόμους». Τα social media γενικώς όλες αυτές τις μέρες τον θρήνησαν όσο δεν παίρνει. Πράγματι ο Μπιλ Κάνινγχαμ θα λείψει από πολλούς. Ποιος ήταν όμως πραγματικά;
Ο Μπιλ Κάνινγχαμ γεννήθηκε στη Βοστόνη το 1929 και διατήρησε όσο ζούσε τη βαριά βοστονέζικη προφορά του. Σπούδασε στο Χάρβαντ για δύο μήνες με υποτροφία αλλά τα παράτησε το 1948 και σε ηλικία 19 ετών μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να ασχοληθεί με τη μόδα.
«Τη μόδα την έμαθα από την εκκλησία», έχει δηλώσει. «Τις Κυριακές δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ στη λειτουργία διότι χάζευα πάντα τα καπέλα που φορούσαν οι γυναίκες». Στη Νέα Υόρκη λοιπόν έγινε καπελάς. Το 1958 ένας κριτικός μόδας των New York Times έγραψε για τις δημιουργίες του Μπιλ Κάνινγχαμ με την υπογραφή William J: «είναι τα πιο συναρπαστικά και ωραία καπέλα για κοκτέιλ που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί».
Παράλληλα με τα καπέλα, εργαζόταν και στη νεοϋορκέζικη μπουτίκ Chez Ninon η οποία προμήθευε την υψηλή κοινωνία της Νέας Υόρκης με επιλεγμένα μοντέλα Chanel, Givenchy και Dior. Πελάτισσες που εξυπηρετούσε ο Μπιλ Κάνινγχαμ ήταν η Μέριλιν Μονρόε, η Κάθριν Χέπμπορν και η Τζάκι Κένεντι.
Εκεί σ΄εκείνη τη μπουτίκ, οι πελάτισσές του, τον έπεισαν ότι έπρεπε να αρχίσει να γράφει θέματα μόδας – εκείνος τις άκουσε και άρχισε να συνεργάζεται με τις εφημερίδες Women’s Wear Daily και Chicago Tribune. Το 1962 έκλεισε το καπελάδικο. Το 1963, η Τζάκι του έστειλε ένα κόκκινο Givenchy ταγέρ που της είχε πουλήσει από τη μπουτίκ Chez Ninon για να το βάψει μαύρο – ήθελε να το φορέσει στην κηδεία του Τζον Κένεντι.
Ο Μπιλ Κάνινγχαμ ως δημοσιογράφος μόδας σύστησε πρώτος στο αμερικανικό κοινό σχεδιαστές όπως ο Ζαν Πολ Γκοτιέ και ο Αζεντίν Αλάια. Παράλληλα δε με τα κείμενα που έγραφε, άρχισε να φωτογραφίζει και τα ρούχα των περαστικών στον δρόμους της Νέας Υόρκης. Ως φωτογράφος ήταν αυτοδίδακτος.
Μια μέρα, φωτογράφισε μια ηλικιωμένη, εξαιρετικά καλλίγραμμη γυναίκα με σκούφο και γυαλιά, η οποία φορούσε ένα γούνινο παλτό. Είδα το παλτό και είπα: «Κοίτα πώς στέκεται στους ώμους! Κοίτα πώς είναι ραμμένο το μανίκι!». Η φωτογραφία δημοσιεύθηκε το 1978 στους Sunday Times και από κάτω η λεζάντα έγραφε: «Γκρέτα Γκάρμπο, 73, περνάει σχεδόν απαρατήρητη».
«Αλήθεια σας λέω, το παλτό πρόσεξα, το μανίκι, έτσι όπως ήταν ραμμένο στον ώμο. Δεν κατάλαβα ότι ήταν η Γκρέτα Γκάρμπο». Τότε μονιμοποιήθηκε η συνεργασία του Μπιλ Κάνινγχαμ με τους New York Times, η οποία διήρκεσε ως το τέλος της ζωής του. Η φωτογραφική στήλη του καταλάμβανε μια σελίδα και έφερε τον τίτλο «On the street». Ηταν θεματική (π.χ. γούνινο παλτό, άσπρο-μαύρο, κτλ.) και απεικόνιζε διάσημους αλλά και άγνωστους ανθρώπους με ρούχα και αξεσουάρ που ταίριαζαν στο θέμα. Ο διευθυντής των New York Times, Αρθουρ Τζελπ έχει πει για τον Κάνινγχαμ: «αυτή η συνεργασία υπήρξε κομβικό σημείο για μας – ήταν η πρώτη φορά που δημοσιεύαμε φωτογραφίες διάσημων ανθρώπων, δίχως να ζητήσουμε την άδειά τους». Οσο για τον φωτογράφο; «Εγώ σ΄αυτή την εφημερίδα, είμαι η σαχλαμάρα. Γεμίζω τον χώρο γύρω από τις διαφημίσεις, αν έχουμε καμία…».
Στις φωτογραφίες του πάντως ήταν επιλεκτικός. Φωτογράφιζε μόνο ό,τι του άρεσε. Κάποτε τον ρώτησαν γιατί δεν απαθανάτισε την Κατρίν Ντενέβ σε μια εκδήλωση: «Μα δεν φορούσε τίποτα ενδιαφέρον», απάντησε. «Δεν μου αρέσει να φωτογραφίζω γυναίκες που φοράνε δανεικά ρούχα. Οταν δίνεις λεφτά για ένα ρούχο, επιλέγεις διαφορετικά».
Φυσικά για πολλά, πάρα πολλά χρόνια, η στήλη «On the street» υπήρξε φετίχ. Η Αννα Γουίντουρ, η σούπερ σνομπ διευθύντρια της αμερικανικής Vogue έχει δηλώσει «Ντυνόμαστε όλες για να μας φωτογραφίσει ο Μπιλ». Και εννοείται πως ο Μπιλ δέχθηκε πάρα πολλά τσεκ που έστελναν κυρίες στην εφημερίδα, για να δημοσιεύσει τις φωτογραφίες τους. Τα τσεκ σκίζονταν και πετάγονταν από τον φωτογράφο αυτοστιγμεί. «Αν δεν παίρνεις λεφτά, κανείς δεν μπορεί να σου πει τι να κάνεις», αυτό ήταν το μότο του Κάνιγχαμ επί του θέματος. «Τα λεφτά είναι το πιο φτηνό πράγμα. Η ελευθερία είναι το πιο ακριβό».
«Προσπαθώ να παίξω τίμια το παιχνίδι κι αυτό στη Νέα Υόρκη είναι σχεδόν απίθανο. Το να είσαι σωστός και ειλικρινής στη Νέα Υόρκη είναι σαν να μάχεσαι ανεμόμυλους, όπως ο Δον Κιχώτης». Πάντως ο Κάνινγχαμ ούτε μισθωτός ήθελε να είναι στους New York Times. Από το 1978 έως το 1994, πληρωνόταν κατ΄αποκοπήν για τη στήλη του. Το 1994 όμως αποφάσισε ότι χρειάζεται ιατρική ασφάλιση – τον είχε χτυπήσει ένα φορτηγό καθώς οδηγούσε το ποδήλατό του στους δρόμους της Νέας Υόρκης.
Οπως και να πληρωνόταν, το θέμα είναι πως ο Μπιλ Κάνινγχαμ αρχειοθέτησε την αληθινή μόδα στη Νέα Υόρκη, για δεκαετίες. Οπως λέει ο σχεδιαστής Οσκαρ ντε λα Ρέντα «Με τις φωτογραφίες του έχει καταγράψει την ιστορία της μόδας στη Νέα Υόρκη για 40-50 χρόνια. Αυτό είναι μεγάλη υπόθεση – είναι μελέτη πάνω στον τρόπο που ντύνονται οι άνθρωποι, είναι ένα μέρος της ζωής της πόλης».
Δείτε στο βίντεο ένα απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε το 2010 με θέμα τη ζωή και τη δουλειά του Μπιλ Κάνινγχαμ και με τίτλο «Bill Cunningham New York»
Το 1983, το συνδικάτο των σχεδιαστών μόδας στις ΗΠΑ τον ανέδειξε φωτογράφο της χρονιάς. Το 2008, το γαλλικό υπουργείο πολιτισμού του έδωσε το παράσημο των Γραμμάτων και των Τεχνών σε μεγάλη τελετή στο Παρίσι. Εκείνος όταν παρέλαβε το παράσημο στράφηκε προς το κοινό και είπε: «Είναι αλήθεια και σήμερα, όπως ήταν πάντα – όταν ψάχνεις την ομορφιά τη βρίσκεις». Το 2012 έλαβε το τιμητικό μετάλλιο του μεγάρου μουσικής της Νέας Υόρκης Carnegie Hall. Οι προσκλήσεις για την τελετή απονομής που έγινε σε αίθουσα του πολυτελούς ξενοδοχείου Waldorf Astoria ανέφερε ως κώδικα ενδυμασίας «Ντυθείτε για τον Μπιλ».