Οι διατροφικές τους συνήθειες μπορεί να μην είναι αρκετά «παλαβές», όπως τις χαρακτήρισε πρόσφατα, ο Ντάρεν Μαγκρέιντι, πρώην σεφ του παλατιού του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά η βρετανική βασιλική οικογένεια έχει κι αυτή τις διατροφικές της αδυναμίες. Η βασίλισσα μισεί το σκόρδο και τρώει σε πιάτα διακοσμημένα με διαμάντια, αλλά της αρέσει να τσιμπολογάει φρούτα από ένα κίτρινο Tupperware, γράφει ο Guardian. Ωστόσο, οι Ουίνδσορ φαίνονται αρκετά φυσιολογικοί σε σύγκριση με μερικούς πραγματικά εκκεντρικούς τύπους, όπως κάποιοι στους οποίους αναφέρεται η Κίλιαν Φοξ στο βιβλίο της «The Gannet’s Gastronomic Miscellany»:
Πατρίτσια Χάισμιθ: Η μυθιστοριογράφος έτρωγε σχεδόν αποκλειστικά μπέικον και τηγανητά αυγά. Ξεκινούσε το γράψιμό της με ένα ποτό, «όχι για να την ζωντανέψει», σύμφωνα με τον βιογράφο της, Άντριου Ουίλσον, «αλλά για να μειώσει το επίπεδο της ενέργειάς της που έτεινε στην μανία». Στη συνέχεια καθόταν στο κρεβάτι της, περιτριγυρισμένη από τσιγάρα, καφέ, ντόνατς και ένα πιατάκι με ζάχαρη, ώστε να «αποφεύγει κάθε αίσθηση πειθαρχίας και να κάνει την πράξη γραφής όσο πιο ευχάριστη γίνεται».
Λούσιαν Φρόιντ: Σχεδόν κάθε πρωί επί 15 χρόνια, ο ζωγράφος έπαιρνε το πρωινό του στο εστιατόριο Clarke’s στο Νότινγκ Χιλ του Λονδίνου, όπου συχνά επέστρεφε λίγες ώρες αργότερα για το μεσημεριανό του γεύμα. Έφτανε γύρω στις 7.30 π.μ. με τον βοηθό του Ντέιβιντ Ντόουσον και έτρωγε τεράστια σταφιδόψωμα ή πορτογαλικές τάρτες με κρέμα. Και στον καφέ του ήθελε πάρα πολύ γάλα, τόσο ώστε το προσωπικό το είχε ονομάσει «το latte του κυρίου Φρόιντ». Μετά από αμέτρητες ώρες στο εστιατόριο της, ο Φρόιντ κάλεσε την ιδιοκτήτρια Σάλι Κλαρκ στο βικτοριανό αρχοντικό του λίγο πιο κάτω στην οδό Κένσινγκτον Τσερτς για να της φτιάξει το πορτρέτο. Την ζωγράφισε τρεις φορές. Το τελευταίο του έργο, όμως, διακόπηκε –όπως και η πιστή συνήθειά του- από τον θάνατό του το 2011.
Ντέιβιντ Λιντς: Ο βρετανός σκηνοθέτης ισχυρίζεται ότι η σχέση του με τον καφέ ξεκίνησε όταν ήταν τριών ετών. Κάποια περίοδο έπινε 20 φλιτζάνια την ημέρα, σήμερα πίνει κατά μέσο όρο 10, αν και το μέγεθος του φλιτζανιού έχει αυξηθεί. Ένας καλός καφές, λέει, «δεν πρέπει να είναι πικρός, θα πρέπει να είναι μαλακός με πλούσια γεύση και αρώματα. Μου αρέσει να πίνω εσπρέσο με γάλα, ένα λάτε ή ένα καπουτσίνο, αλλά ο εσπρέσο θα πρέπει να έχει μια χρυσή κρέμα. Μπορεί να είναι τόσο όμορφος!».
Ονορέ ντε Μπαλζάκ: «Ο καφές είναι μια μεγάλη δύναμη στη ζωή μου», έγραψε ο περίφημος γάλλος μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας το 1830, «Έχω παρατηρήσει τα αποτελέσματά του σε μια επική κλίμακα». Πράγματι. Σε ένα από τα «εργασιακά όργιά» του, ο Μπαλζάκ σηκωνόταν μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα και έγραφε μέχρι τις 4 μ.μ., με έναν υπνάκο 90 λεπτών στο ενδιάμεσο. Για να τονωθεί έπινε μέχρι και 50 φλιτζάνια καφέ την ημέρα. Επίσης, εφάρμοζε μια «φρικτή, μάλλον βάρβαρη μέθοδο»: έτρωγε σπόρους καφέ με άδειο στομάχι. Το έκανε αυτό, γιατί όπως έγραψε: «Οι ιδέες κινούνται γρήγορα σαν τα στρατεύματα ενός μεγάλου στρατού στο θρυλικό πεδίο μάχης και η μάχη αρχίζει». Για τον Μπαλζάκ, η μάχη έληξε με τον θάνατό του στα 51 του χρόνια. Εν τω μεταξύ, μέσα σε μόλις 16 χρόνια, έγραψε 91 μεγάλα και μικρά έργα μυθοπλασίας.
Μάρλον Μπράντο: Ο διάσημος ηθοποιός αντιμετώπιζε δυσκολίες με το βάρος του σε όλη του τη ζωή, που τη ξόδευε ανάμεσα σε ακραίες δίαιτες και επικά γλέντια. Στις αρχές της καριέρας του έτρωγε ολόκληρα βάζα με φυστικοβούτυρο, κουτιά με ντόνατς κανέλας και τεράστια πρωινά με δημητριακά, λουκάνικα, αυγά, μπανάνες και κρέμα γάλακτος και τηγανίτες βουτηγμένες σε σιρόπι σφενδάμου. Αργά το βράδυ, μπορούσε να καταβροχθίσει μέχρι και έξι χοτ-ντογκ στο Pink’s του Χόλιγουντ (όπου το 2012 έδωσαν το όνομά του σε ένα καινούργιο χοτ-ντογκ με βοδινό). Αψηφώντας τις προσπάθειες συναδέλφων του και αγαπημένων του ανθρώπων να τον βοηθήσουν να ρυθμίσει τη διατροφή του, ο Μπράντο το έσκαγε από τα γυρίσματα για να απολαύσει γιγάντια παγωτά, έσπαγε τις κλειδαριές των ψυγείων μέσα στη νύχτα, και ζητούσε από φίλους του να του ρίξουν τσάντες με μπέργκερ πάνω από τα κάγκελα της πύλης του κτήματος του στο Μαλχόλαντ Ντράιβ.
Χάντερ Τόμσον: Είναι γνωστό ότι ήταν ασυγκράτητος μπροστά στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Αλλά φαίνεται ότι η όρεξη του δημοσιογράφου και συγγραφέα Χάντερ Τόμσον ήταν εξίσου μεγάλη και για το φαγητό, ιδιαίτερα για το πρωινό, το οποίο περιέγραψε ως «ένα προσωπικό τελετουργικό που μπορεί να παρατηρηθεί καλά μόνο του και μόνο με πνεύμα πραγματικής υπερβολής. Ο συντελεστής τροφής θα πρέπει να είναι πάντα τεράστιος: τέσσερα μπλάντι Μέρι, δύο γκρέιπφρουτ, μια καράφα καφέ, κρέπες Ρανγκούν, ένα τέταρτο (του κιλού) λουκάνικο, μπέικον ή κιμά από κορν-μπιφ με ψιλοκομμένες πιπεριές τσίλι, ισπανική ομελέτα ή αυγά μπένεντικτ, ένα λίτρο γάλα, ένα ψιλοκομμένο λεμόνι για καρύκευμα όπου χρειάζεται και κάτι σαν τάρτα με κρέμα λάιμ, δύο μαργαρίτες και έξι γραμμές από την καλύτερη κοκαΐνη για επιδόρπιο», καταλήγοντας, «με όλα αυτά θα πρέπει να ασχολείται κανείς έξω, στη ζεστασιά του ήλιου, και κατά προτίμηση ολόγυμνος».
Στιβ Τζομπς: «Ήμουν σε δίαιτα, μια από τις δίαιτες με φρούτα, που έκανα [και] μόλις επέστρεφα από το αγρόκτημα των μήλων», είπε ο Τζομπς στον βιογράφο Γουόλτερ Άιζακσον, εξηγώντας την προέλευση του ονόματος της εταιρείας Apple Walter και αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα κάτι από τις διατροφικές του συνήθειες. Στο μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του, ο Τζομπς ήταν βίγκαν και έκανε πολύ αυστηρή δίαιτα, που, συνήθως, βασιζόταν σε ωμά φρούτα (τουλάχιστον κατά 75%) πασπαλισμένα με ξηρούς καρπούς και σπόρους. Μπορούσε μάλιστα να περάσει ολόκληρες εβδομάδες τρώγοντας μόνο ένα ή δύο τρόφιμα, όπως μήλα ή καρότα. Πίστευε ότι η διατροφή του εξουδετέρωνε την οσμή του σώματος και δεν χρειαζόταν να πλένεται τακτικά ή να φοράει αποσμητικό, αν και οι συνεργάτες του διαφωνούσαν. Και μερικές φορές, σταματούσε εντελώς το φαγητό, απολαμβάνοντας «την ευφορία και την έκσταση» της νηστείας, όμως εξίσου ευχαριστιόταν ένα καλό αβοκάντο. «Πίστευε ότι η πιο σπουδαία συγκομιδή προερχόταν από άνυδρες περιοχές, και η ευχαρίστηση από την αυτοσυγκράτηση», δήλωσε η κόρη του Λίζα.
Χένρι Ντέιβιντ Θορό: O αμερικανός συγγραφέας και νατουραλιστής φιλόσοφος ελάχιστο ενθουσιασμό έδειχνε για το φαγητό. «Το θαύμα είναι πώς … εσείς και εγώ μπορούμε να ζούμε αυτή τη γλοιώδη, άθλια ζωή, τρώγοντας και πίνοντας», έγραψε. Απέφευγε το κρέας και το αλκοόλ. Ο καφές και το τσάι ήταν επικίνδυνοι πειρασμοί. Θεωρούσε ότι το αλάτι είναι «το πιο χονδροειδές [είδος] των παντοπωλείων» και οι συλλέκτες των κράνμπερις σαν τους κρεοπώλες που «ξεριζώνουν τη γλώσσα του βίσωνα από το χορτάρι των λιβαδιών». Ακόμα και το νερό ήταν μια ικανοποίηση, την οποία θα απέφευγε με ευχαρίστηση εάν μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτό.
Τζάκι Ωνάση: Ο μύθος λέει ότι έτρωγε μια ψητή πατάτα την ημέρα γεμισμένη με χαβιάρι μπελούγκα και ξινή φρέσκια κρέμα. Παρακολουθούσε τη ζυγαριά «με την αυστηρότητα ενός εμπόρου διαμαντιών που μετράει τα καράτια του», σύμφωνα με την γραμματέα της Τις Μπάλντριτζ. Και αν έπαιρνε λίγα κιλά πάνω από το συνηθισμένο βάρος της, έμενε νηστική για μια μέρα και στη συνέχεια περιοριζόταν σε μια δίαιτα φρούτων μέχρι να επανέλθει στο φυσιολογικό της βάρος.