«Μα τι συμβαίνει πια σε αυτό το χωριό;» Αυτό με ρώτησε αυθόρμητα ο σύζυγός μου, ένα βράδυ του lockdown που βλέπαμε μαζί τις «Αγριες Μέλισσες» στην τηλεόραση.
Δεν είναι από τους θεατές αυτής της δημοφιλούς σειράς. Οχι για κάποιον ιδιαίτερο λόγο. Εκείνη την ώρα ασχολείται ακόμα με το γραφείο, ή βλέπει στην ταμπλέτα του αγώνες της Μπαρτσελόνα, ζωντανά ή σε (πολλαπλή) επανάληψη, έτσι για να νομίζει ότι υπάρχει μια κανονικότητα.
Αντε τώρα να του εξηγήσεις.
Κι εκεί έρχεται στο νου το «Πού βαδίζουμε κύριοι», το τραγούδι του αείμνηστου Λουκιανού Κηλαηδόνη:
«Τα ‘φτιαξε ο Μηνάς με την Ανέτα
Που τα ‘χε με το Δήμο τον τρελό
Χώρισε ο Χρηστάκης με την Τέτα
Και τα ‘φτιαξε ξανά με την Ζωζώ…»
Ταμάμ.
Γιατί το Διαφάνι δεν είναι μια περίπτωση ό,τι κι ό,τι. Είναι χωριό του Θεσσαλικού κάμπου, όπου όλοι κυκλοφορούν με γραβάτα, κοστούμι και παλτό, φόρεμα περιπάτου ή ταγέρ. Κι ας έχουν χωράφια. Αλλά κάθονται όλη μέρα στο καφενείο και συζητούν. Ακόμα και οι διοικητικοί υπάλληλοι και τα «όργανα». Αχ αυτό το Δημόσιο…
Είναι και το «νερό», που τους έχει βγάλει όλους κούκλους και καλλονές. Και με ορμές… Και η αυτοδικία «σύννεφο».
Γιατί μόνο έτσι εξηγούνται τα τεκταινόμενα σε ένα μικρό χωριό. Πολλές ορμές, με ολίγον από σεμνοτυφία και ολίγον από ρετρό.
Αλλά πώς να κρατήσεις μια πλοκή για δύο τηλεοπτικές σεζόν με σχεδόν καθημερινά επεισόδια;
Ετσι, σήμερα ένα μικρό παιδί γίνεται το «μήλον της έριδος» για δύο αδερφές, καθώς η μία το γέννησε και η άλλη το μεγάλωσε. Ωστόσο, οι δυο τους, μαζί με την τρίτη αδερφή, σκότωσαν τον αδερφό του πατέρα του παιδιού τους – γόνοι του μεγαλοτσιφλικά της περιοχής – ο οποίος προσπάθησε να βιάσει τη μικρή τη νύχτα του γάμου της μεγαλύτερης…
Η τελευταία δικάστηκε και φυλακίστηκε για το έγκλημα και πέρασε τα πάνδεινα στη φυλακή, με δάκτυλο της πεθεράς της στον διευθυντή των φυλακών, η οποία πεθερά είχε και ένα fling με έναν δωσίλογο, που τελικά αυτοκτόνησε. Ενώ παράλληλα, ήταν ερωτευμένος με τη νύφη της και θύτη.
Αλλά και ο διευθυντής των φυλακών – ο οποίος απεδείχθη κατά συρροή βιαστής, αφού προηγουμένως είχε παντρευτεί και μια ανήλικη από το χωριό – είχε σχέση με την οικογένεια του μεγαλοτσιφλικά και είχε εκδιωχθεί από το αρχοντικό τους.
Στο ίδιο αρχοντικό εμφανίστηκε και η αδερφή του άρχοντα, η οποία ζούσε για χρόνια στο Παρίσι. Με την επιστροφή της στο Διαφάνι και ενώ συνεχίζει να ντύνεται λες και κυκλοφορεί ακόμη στη Λεωφόρο των Ηλυσίων, αναγνώρισε τον γιο της, ο οποίος ήταν καρπός ενός βιασμού. Ο δε βιαστής-πατέρας, παραλίγο να γίνει πεθερός του γιου της, μιας και ο τελευταίος επιχείρησε να συνάψει σχέση σοβαρή με την κόρη του. Αφού είχε συνεργαστεί ήδη μαζί του σε εμπορία ναρκωτικών – το οποίο δεν είναι του παρόντος. Γιατί προσπαθούσε να ξεχάσει τον μεγάλο του έρωτα με την κόρη του μεγαλοτσιφλικά, η οποία όπως έμαθε αργότερα ήταν ξαδέρφη του. Αλλά τι να το κάνεις; Παραλίγο να αρραβωνιαστεί την αδερφή του.
Βέβαια η ξαδέρφη δεν ξεχνιέται εύκολα. Γι΄ αυτό και μετά από ένα ξέσπασμα πάθους έμεινε έγκυος με τον καρπό του έρωτά τους. Δυστυχώς όμως η εγκυμοσύνη δεν είχε καλή έκβαση και οι ενοχές έζωσαν την κόρη του άρχοντα για την αμαρτία της. Προηγουμένως είχε ρωτήσει τον γυναικολόγο της αν «ένα έμβρυο κινδυνεύει από αιμομιξία»… Ούτε ο παρ΄ ολίγον πεθερός είχε καλό τέλος. Τον δηλητηρίασε ο μεγαλοτσιφλικάς για να εκδικηθεί τον βιασμό της αδερφής του.
Είναι κι ο μικρότερος γιος του άρχοντα. Ο πιο ωραίος (αλλά γνώμες είναι αυτές). Αυτός ήταν και ο πιο «άτακτος». Τα είχε αρχικά με την ιδιοκτήτρια του καφενείου του χωριού, μια ωραία και μοιραία γυναίκα. Η οποία στην πορεία αγάπησε τον αδερφό του μεγαλοτσιφλικά.
Αλλος άνθρωπος αυτός. Από καλή πάστα, αλλά βασανισμένος. Και με ψυχική διαταραχή ως φαίνεται. Γι’ αυτό και η αγωγή που παίρνει. Η οποία όμως του καταστέλλει τις ορμές κι αυτό τον απασχολεί ενίοτε.
«Κάτσε. Σ’ έχασα!», σάστισε ο σύζυγός μου.
Ας επανέλθουμε στον μικρότερο αδερφό. Αυτός ήταν ο πιο άσπονδος εχθρός των τριών κοριτσιών. Και όταν η μικρή, που του κρυφο-άρεσε από την αρχή – αυτή που γέννησε εκτός γάμου κι έδωσε το παιδί στην παντρεμένη αλλά άκληρη αδερφή της – κατέληξε στην Τρούμπα, εκείνος ήταν που τη βρήκε.
Εκεί, στο μπαρ της Τρούμπας, ο γιος του μεγαλοτσιφλικά του Θεσσαλικού κάμπου κάθισε «πρώτο τραπέζι πίστα» και συνάντησε μετά από χρόνια την κοπέλα. Θέλησε λοιπόν να την βγάλει από το «πεζοδρόμιο». Και τότε βγήκε ο τρυφερός εαυτός του. Και άνθησαν οι οθόνες με τα τετ-α-τετ και τις εξομολογήσεις του έρωτά του. Και να η μικρή να δυσκολεύεται να πιστέψει – γιατί είχε περάσει πολλά και είχε σκοτώσει και τον αδερφό του – και άντε να βλέπεις έναν δίμετρο Κλάρκ Γκέιμπλ να την παρακαλάει και να της ανάβει κεράκια σε ρομαντικά δείπνα. Και να σκέφτεται να νοικιάσει σπίτι για να βρίσκονται! Κι έτσι, πέρασαν και τρεις μήνες επεισόδια.
Αλλά έλα που η μικρή θέλει να βλέπει το παιδί και η αδερφή της έφυγε με τον άντρα και αδερφό του ερωτευμένου (ωραίου) αδερφού στο Παρίσι! Και εκεί που μέσα σε μια βδομάδα το ζευγάρι είχε βρει τα πατήματά του στην γαλλική μητρόπολη και η γυναίκα έβγαλε τα τσιμπίδια από τα μαλλιά και φόρεσε και τζιν, τότε η μικρή αδερφή με τον καλό της και μια δερμάτινη βαλίτσα εμφανίστηκε για να τα ανατρέψει όλα.
Και ξανά πίσω όλοι στο χωριό. Και ξανά τα τσιμπίδια και τα ζακετάκια. Μόνο η μικρή αδερφή φοράει μίνι.
«Και τώρα τι γίνεται;», με ρωτάει ξανά, με μπόλικη ειρωνεία στη φωνή του, ο σύζυγός μου.
Ε, τι να γίνει; Τώρα οι δύο αδερφοί ξέρουν ότι οι δύο αδερφές με τις οποίες συνδέονται, ο ένας με γάμο και παιδί και ο άλλος με έρωτα, σκότωσαν τον αδερφό τους, από το πρώτο κιόλας επεισόδιο. Αν και είναι καλές κοπέλες. Αντε βγάλε άκρη.
Βέβαια, καμία σχέση με το πώς ξεκίνησε η σειρά. Η οποία, κατά τα άλλα, έγινε ο καταλύτης για την επάνοδο της τηλεοπτικής μυθοπλασίας πέρυσι, με τόσο μεγάλη επιτυχία και υψηλή τηλεθέαση. Με μια ηθογραφία εποχής, πολύ αξιόλογους ηθοποιούς και παραγωγή. Ενα «στοίχημα» που πέτυχε.
Αλλά, δεύτερος χρόνος της σειράς είναι. Ενα χωριό, λίγοι άνθρωποι.
Τι άλλο να πεις και τι άλλο να κάνεις;