Τον τελευταίο καιρό στο Μπρούκλιν και στη Σίλικον Βάλεϊ, χιλιάδες άνθρωποι συμμετέχουν καθημερινά σε τελετουργίες για Δρυίδες. Πίνουν αγιαχουάσκα που τους ταξιδεύει για μερικές ώρες στον κόσμο της ψυχεδέλειας, βιώνοντας μια εμπειρία που οι Σαμάνοι του Αμαζόνιου περιγράφουν σαν κάτι που «σου ανοίγει το κεφάλι». Η αγιαχουάσκα είναι το πιο δυνατό trend στην Αμερική, αυτή τη στιγμή. Υπό την επίβλεψη κάποιου που αυτοαποκαλείται σαμάνος, αγιαχουασκέρο, κουραντέρο ή απλά θεραπευτής, οι συμμετέχοντες πίνουν ένα αφέψημα από τροπικά φυτά με ισχυρές ψυχοτρόπες ιδιότητες, και μέσα σε ένα διάστημα 4 -5 ωρών βιώνουν ψυχεδελικά οράματα και μια αίσθηση απελευθέρωσης. Βεβαίως αυτή η μόδα διέσχισε ήδη τον Ατλαντικό, έχει φτάσει και σε μάς, ελληνικά μπλογκς και ιστοσελίδες δίνουν ακόμη και οδηγίες χρήσεως, κάποιοι μάλιστα νομίζουν ότι είναι μια νέα ανακάλυψη. Και όμως όχι. Όσοι είχαν έρθει παλιότερα σε επαφή με την κουλτούρα των μπίτνικς, τα έχουν ακουστά όλα αυτά προ πολλού.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1940, τρεις λογοτέχνες και φίλοι, ο Ουίλιαμ Μπάροουζ, ο Αλεν Γκίνσμπεργκ και ο Τζακ Κέρουακ δημιούργησαν τον αρχικό, τον κεντρικό πυρήνα της γενιάς μπιτ (beat generation) η οποία τις δύο επόμενες δεκαετίες έμελλε να συγκλονίσει την συντηρητική κοινωνία της Αμερικής και τον κόσμο ολόκληρο με τις αντικομφορμιστικές συμπεριφορές της. Εκείνη την περίοδο ο Μπάροουζ, που ήταν εθισμένος σε διάφορα ναρκωτικά, προσπαθούσε να εντοπίσει το παραισθησιογόνο γιαχέ (το άλλο όνομα της αγιαχουάσκα) με το οποίο πίστευε ότι θα αποκτούσε τη δύναμη της τηλεπάθειας.
Για το λόγο αυτό το 1953, ο Μπάροουζ ταξίδεψε στο τροπικό δάσος του Αμαζονίου και μερικά χρόνια αργότερα, τη δεκαετία του 1960, μαζί με τον Γκίνσμπεργκ δημοσίευσαν τα «Γράμματα του Γιαχέ», μια συλλογή από γράμματα και άλλα κείμενα που είχαν ανταλλάξει κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του. Στην αλληλογραφία τους εκείνης της περιόδου στηρίχτηκε και το μυθικό «Γυμνό Γεύμα» του Μπάροουζ, ένα πολύ σκληρό, παρανοϊκό μυθιστόρημα χωρίς αρχή, μέση και τέλος, από τα κλασικά του 20ου αιώνα, που στηρίζεται στις εμπειρίες του συγγραφέα με ναρκωτικά κάθε είδους και ομοφυλοφιλικό σεξ με φόντο την κοσμοπολίτικη Ταγγέρη της δεκαετίας του 1950.
Μισό αιώνα αργότερα η κουλτούρα της ψυχεδέλειας ξαναζωντανεύει και διάφοροι γκουρού από τη Χαβάη μέχρι το Σαν Φρανσίσκο υπόσχονται στους πιστούς τους μοναδικές εμπειρίες που είναι ικανές να «γιατρέψουν» διάφορες ασθένειες, από κατάθλιψη μέχρι καρκίνο. Και φαίνεται ότι πολλοί είναι έτοιμοι να τους πιστέψουν. Πράγματι, σαμάνοι αυτόχθονες του Αμαζονίου θεράπευαν σωματικές και ψυχικές ασθένειες με ένα αφέψημα που προκαλεί παραισθήσεις, το οποίο έφτιαχναν (και φτιάχνουν) βράζοντας σε μεγάλα καζάνια κομμάτια από τον ξυλώδη φλοιό του αναρριχητικού φυτού Banisteriopsis caapi μαζί με γυαλιστερά φύλλα του θάμνου Chacruna.
Δεν είναι ένα ακίνδυνο τσαγάκι. Ήδη έχουν σημειωθεί κάποιοι θάνατοι ενώ οι δυτικοί «θεραπευτές» που το χρησιμοποιούν λένε ότι αντενδείκνυται αν κάποιος παίρνει φάρμακα π.χ. αντικαταθλιπτικά. Όμως αυτό δεν φαίνεται να πτοεί τους νέους «πιστούς». Η Λιάνα Στάντις, ερευνήτρια στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, εκτιμά ότι «μια οποιαδήποτε νύχτα στο Μανχάταν συμβαίνουν εκατό τελετουργικά με αγιαχουάσκα». Η κύρια ψυχοτρόπος ουσία του αφεψήματος είναι απαγορευμένη με νόμο του 1970, πρόσφατα όμως, η Στάντις η οποία είναι διευθύντρια του Ολιστικού Ογκολογικού Κέντρου Ερευνών Bastyr, έκανε αίτηση στο FDA να της δοθεί άδεια για μια κλινική δοκιμή του φαρμάκου. Πιστεύει ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε θεραπείες για τον καρκίνο και για τη νόσο του Πάρκινσον.
«Με ενδιαφέρει πάρα πολύ να δω αυτό το αρχαίο φάρμακο από τον Αμαζονίο υπό το πρίσμα της επιστήμης», είπε στον New Yorker η αμερικανίδα γιατρός και ερευνήτρια. Δήλωσε μάλιστα πεπεισμένη ότι «πρόκειται να αλλάξει το πρόσωπο της δυτικής ιατρικής». Προς το παρόν, όμως, η Στάντις περιγράφει τη χρήση της αγιαχουάσκα ως ένα «τεράστιο, ανεξέλεγκτο παγκόσμιο πείραμα.» Πάντως αν και παράνομη, η αγιαχουάσκα είναι τόσο διαδεδομένη ώστε διάσημοι καλλιτέχνες, όπως η Σούζαν Σαράντον, ο Στινγκ και η Τόρι Αμος δεν διστάζουν να μιλήσουν δημόσια για την εμπειρία τους.
Όπως γράφει η δημοσιογράφος του αμερικανικού περιοδικού που πήρε και η ίδια μέρος σε μια παρόμοια τελετή, αν η κοκαΐνη ταυτίστηκε με την κουλτούρα της ταχύτητας και της απληστίας που χαρακτήρισε τη δεκαετία του 1980, η αγιαχουάσκα αντανακλά το παρόν. Η «εποχή του κέιλ», λοιπόν, όπως συνηθίζουν κάποιοι να αποκαλούν την εποχή μας, χαρακτηρίζεται βασικά από έντονη επιθυμία για ευεξία. Πολλοί Αμερικανοί, και όχι μόνο, είναι πρόθυμοι να κάνουν πράγματα όπως η αποτοξίνωση και η διατροφή με βιολογικά προϊόντα, ο διαλογισμός και η εξάσκηση στο εδώ και τώρα και στην αποδοχή κάθε εμπειρίας (mindfulness). Είναι πρόθυμοι ακόμα και να υποφέρουν για τη σωτηρία της ψυχής τους. Τρώνε κέιλ, για παράδειγμα, ένα τόσο σκληρό και άνοστο λαχανικό που, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, δεν μασιέται με τίποτα. Και η αγιαχουάσκα, όμως, δεν είναι μια εμπειρία- περίπατος. Οι περισσότεροι υποφέρουν μόλις πιουν το αφέψημα και βγάζουν τα άντερά τους. Γιατί εκτός από τις πολύχρωμες καλειδοσκοπικές παραισθήσεις, το τσάι του Αμαζόνιου προκαλεί συνήθως τρομερούς εμετούς ή και διάρροια. Ποιος νοιάζεται όμως για τις παρενέργειες; Οι πιστοί έχουν πειστεί ότι είναι μέρος της εσωτερικής τους «κάθαρσης» οπότε δεν διστάζουν να επαναλάβουν το πείραμα.