Πριν από μερικούς μήνες βρέθηκε σε ένα μαγαζί με είδη κιγκαλερίας για να αγοράσει κάτι πόμολα και βίδες. Μπροστά του στην ουρά ήταν μια ηλικιωμένη κυρία που δεν ήξερε τι ακριβώς ήθελε, και απασχολούσε άσκοπα τον πωλητή μιλώντας του κυρίως για την κακή κατάσταση της υγείας της.
Ο Τζορτζ Μόνμπιοου, αρθρογράφος της Guardian, με αντισυμβατικές απόψεις για την ποιότητα της ζωής και πως αυτή καταστρέφεται από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα παγκόσμια, περίμενε ήσυχα στην ουρά, αλλά από μέσα του έβραζε.
Επιστρέφοντας σπίτι με το ποδήλατό του, σκέφτηκε ότι κακώς εκνευρίστηκε. Μπροστά του στο μαγαζί, είχε έναν μοναχικό άνθρωπο, μια λυπημένη γυναίκα, που ίσως εκείνη η μικρή κουβέντα με τον πωλητή για την υγεία της να ήταν η μόνη που θα είχε όλη μέρα. Ένιωσε τύψεις που δυσανασχέτησε περιμένοντας. «Δεν είναι για αυτήν την μοναξιά που γράφω τόσο συχνά;», απόρησε.
Στη στήλη του στον Guardian πριν από δύο χρόνια, έγραψε ότι ζούμε σε μία εποχή «που δοξάζει τον ακραίο ατομικισμό και την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα». Αυτή η κατάσταση, συμπληρώνει τώρα με νέο του άρθρο, έχει επιφέρει μια νέα κατάσταση θανατηφόρα, που σκοτώνει όσους το κάπνισμα και η παχυσαρκία. Την ονομάζει μοναξιά. Και τη θεωρεί κατάρα.
Εκείνο το άρθρο του είχε κάνει μεγάλη αίσθηση. Διαβάστηκε όσο λίγα. Προκάλεσε καταιγίδα σχολίων απ’ όποια άκρη της γης μπορεί κάποιος να φανταστεί. Από αυτό εμπνεύστηκε και η παραγωγός και σκηνοθέτης Σου Μπορν που γύρισε ένα ντοκιμαντέρ για το BBC με τον τίτλο «Η Εποχή της Μοναξιάς». Πολλοί εκδότες του ζήτησαν να γράψει βιβλίο για το θέμα αυτό, αλλά εκείνος αρνήθηκε διότι έγραφε κάτι άλλο. Δεν του περίσσευε χρόνος. Και έπειτα, λέει, «δεν ήθελα να ξοδέψω τα επόμενα 3 χρόνια της ζωής μου γράφοντας ένα βιβλίο για την μοναξιά». Αβάσταχτο.
Εμείς, το υπερ-κοινωνικό θηλαστικό που δεν μπορούσε ως τώρα να επιβιώσει ούτε μια στιγμή μόνο του. Και τώρα έχουμε υποκύψει σ’ αυτήν την τεράστια επιδημία της κοινωνικής απομόνωσης
Επιστρέφοντας όμως στο σπίτι μετά το συμβάν στο μαγαζί με τα είδη κιγκαλερίας, ο Μόνμπιοου, 53 ετών σήμερα, σπουδασμένος στην Οξφόρδη και με μεταπτυχιακό στη Ζωολογία, κάθισε στο γραφείο του και άρχισε να γράφει ένα ποίημα «για μια γυναίκα που ζει με λίγα πράγματα συντροφιά, παρά μόνο με τις αναμνήσεις της, μια γυναίκα που πηγαίνει σε ένα μαγαζί με την ελπίδα να βρει κάποιον εκεί για να μιλήσει, αλλά διαπιστώνει ότι οι επανδρωμένες ταμειακές μηχανές έχουν αντικατασταθεί τώρα από αυτόματα μηχανήματα πληρωμών».
Δεν του έφτανε όμως ούτε αυτό. Ποιος διαβάζει ποίηση σήμερα; θα σκέφτηκε.
Ηθελε να κάνει κάτι άλλο – αυτός ο ανήσυχος άγγλος συγγραφέας, που έχει αφιερώσει όλο του το είναι στον περιβαλλοντικό και πολιτικό ακτιβισμό. Όχι αυτόν που βγαίνει στους δρόμους και φωνάζει αναθέματα και προκαλεί επεισόδια. Αλλά εκείνον που εμπνέεται δράσεις, που θα εμπνεύσουν κι άλλους να ακολουθήσουν και να δράσουν.
«Είμαστε εδώ, επτά δισεκατομμύρια άνθρωποι σε τούτον τον πλανήτη. Εμείς, το υπερ-κοινωνικό θηλαστικό που δεν μπορούσε ως τώρα να επιβιώσει ούτε μια στιγμή μόνο του. Και τώρα έχουμε υποκύψει σ’ αυτήν την τεράστια επιδημία της κοινωνικής απομόνωσης», λέει, απορρίπτοντας την συγγραφή ενός κειμένου, ενός βιβλίου, ενός ποιήματος, «διότι το γράψιμο είναι μία απομονωμένη διαδικασία, και σε αυτό το θέμα, πολύ καταθλιπτική», και γυρεύοντας κάτι άλλο.
Τότε, του κατέβηκε η ιδέα της μουσικής! «Διότι η μουσική αυτομάτως αρχίζει να ενώνει κόσμο, να φέρνει τους ανθρώπους κοντά», ίσως όπως κανένα άλλο μέσον. Όμως, υπήρχε ένα πρόβλημα εδώ.
«Δεν μπορώ να παίξω ούτε μία νότα, και υπάρχουν και διεθνείς νόμοι που μου απαγορεύουν να τραγουδώ» – τόσο κακόφωνος, λέει, είναι.
Ετσι, λοιπόν, όπως διηγείται στο βίντεο αυτό αλλά και στο άρθρο του πριν λίγες μέρες στην Guardian με τίτλο «Κοινωνική Αρμονία», , πήγε και βρήκε κάποιον που μπορεί και να συνθέσει, και να τραγουδήσει. Τον Γιούαν Μακλέναν, έναν νέο μουσικό τον οποίο ο Μόνμπιοου γνώρισε σχετικά πρόσφατα, και εκτιμά βαθειά.
Οι δυο τους έδεσαν, η χημεία τέλεια. Ο ανήσυχος ακτιβιστής έγραψε μια ιστορία, κάτι σαν σκετς, με θέμα την μοναξιά, και παρέδωσε τα κείμενα στον νέο και ταλαντούχο μουσικό να τα κάνει ό,τι θέλει.
Ενα τραγούδι, ονομάζεται «Το παιδί εντός», χαμένο μέσα σ’ έναν κόσμο που βουίζει, όπου τα πουλιά δεν τραγουδούν και το αεράκι πια δεν φυσά. «Το παιδί εντός, είναι ένα παιδί εντός». Δηλαδή, κλεισμένο.
Το άλμπουμ, τελειωμένο πια, φέρει τον τίτλο «Breaking the Spell of Loneliness», δηλαδή Σπάζοντας τον Εξορκισμό της Μοναξιάς.
«Είναι – λέει ο Μόνμπιοου – ένα μίγμα από σκοτεινές σκιές και φως: λυπημένες μπαλάντες και συνταρακτικούς ύμνους. Θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτά τα τραγούδια όχι απλώς για να μιλήσουμε για την μοναξιά του σήμερα, αλλά με έναν μικρό τρόπο να την αντιμετωπίσουμε κιόλας».
Συνεργαζόμενος με φιλανθρωπικά σωματεία, ο συγγραφέας και ο μουσικός ήδη προγραμματίζουν μία σειρά από μουσικές βραδιές σε όλη τη Βρετανία, με σκοπό να έρθουν οι μοναχικοί άνθρωποι κοντά ο ένας στον άλλον. «Εγώ θα μιλώ για τα θέματα, και ο Γιούαν θα ερμηνεύει τα τραγούδια. Θα ενθαρρύνουμε το κοινό να μιλήσει».
Ο ένας με τον άλλον. Τον διπλανό ή διπλανή του. Να σπάσει η μοναξιά, έστω για λίγο. Τόσο, όμως, που να δώσει σε όλους την ευκαιρία να σκεφτούν ότι ακόμα και σε αυτήν την ψηφιακή, απρόσωπη εποχή, δεν είναι ανάγκη να είναι έτσι τα πράγματα. Δυσβάσταχτα. Περιχαρακωμένα.
Μόνο έτσι, με μικρές εμπνεύσεις προικισμένων ανθρώπων, μπορεί να ανατραπούν καταστάσεις. Η κυρία που γυρεύει μια βίδα για να πει σε κάποιον τον πόνο της, να μην χρειάζεται να προφασιστεί μια βίδα, που μάλιστα δεν χρειάζεται.
«Μια επιδημία σαρώνει τον κόσμο: μια επιδημία μοναξιάς. Δεν έχουμε υπάρξει ποτέ ξανά, εμείς τα κατ’ εξοχήν κοινωνικά θηλαστικά, τόσο αποκομμένοι. Τα αποτελέσματα είναι σαρωτικά: ένα γκρέμισμα του κοινωνικού σκοπού, η αντικατάσταση της δημόσιας ζωής με μια σκόνη καταναλωτισμού, με ανασφάλεια και αποξένωση. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι», φωνάζει τώρα μέσα από τα τραγούδια του Μόνμπιοου, που δεν ησυχάζει…