Ο Ράιαν Ο'Νιλ και η Αλι ΜακΓκρόου φωτογραφισμένοι για τις διαφημιστικές ανάγκες του «Love Story», το 1970 | Silver Screen Collection/Getty Images/CreativeProtagon
Θέματα

«Love story» ή «αγάπη σημαίνει να μη χρειάζεται ποτέ να πεις συγγνώμη»

Ψηφίστηκε η καλύτερη ρομαντική ταινία όλων των εποχών και αποτέλεσε την κορύφωση της καριέρας του εκλιπόντος την Παρασκευή αμερικανού σταρ Ράιαν Ο’ Νιλ, η οποία επισκιάστηκε από την άσχημη προσωπική του ζωή
Κική Τριανταφύλλη

Πλούσιο αγόρι και φτωχό κορίτσι ερωτεύονται. Το αγόρι και το κορίτσι παντρεύονται παρά τις απειλές του πατέρα του ότι θα τον αποκληρώσει. Πιστεύουν ότι η αγάπη μπορεί να διορθώσει τα πάντα. Μέχρι που η μοίρα τούς χτυπά την πόρτα απόλυτα σαδιστικά. Το αγόρι χάνει το κορίτσι, που πεθαίνει από κακιά αρρώστια. Το αγόρι ήταν ο Ράιαν Ο’ Νιλ και το κορίτσι η Αλι ΜακΓκρόου.

To «Love story» ψηφίστηκε από το American Film Institute ως μια από τις ρομαντικότερες ταινίες όλων των εποχών. (Imdb)

Αυτό ήταν το στόρι του «Love story», του απόλυτου μελό blockbuster του 1970, χάρη στο οποίο η καριέρα του Ράιαν Ο’Νιλ, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 82 ετών, απογειώθηκε ξαφνικά και η Paramount σώθηκε από οικονομική καταστροφή. Προηγουμένως ο Ράιαν είχε γυρίσει δύο ταινίες, αλλά ήταν ήδη γνωστό τηλεοπτικό πρόσωπο, ενώ ήταν επίσης γνωστός στο Χόλιγουντ για τον βίαιο και ευέξαπτο χαρακτήρα του. Στα 18 του ο Ράιαν είχε μείνει 50 μέρες στη φυλακή μετά από έναν καυγά σε πάρτι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.

Για πέντε χρόνια έπαιζε ένα πλουσιόπαιδο, τον Ρόντνεϊ Χάρινγκτον, στο θρυλικό «Πέιτον Πλέις», με θέμα τα πάθη, τις ίντριγκες και τα σκάνδαλα των κατοίκων μιας αμερικανικής επαρχίας. Η πρώτη σαπουνόπερα στην ιστορία της τηλεόρασης παιζόταν στις ΗΠΑ  από το 1964 μέχρι το 1969. Περίπου τότε άρχισε να προβάλλεται και στην Ελλάδα, την εποχή που εγχώρια τηλεόραση έκανε τα πρώτα της βήματα.

Ράιαν Ο’ Νιλ και Μπάρμπρα Στρέιζαντ στους δρόμους του Σαν Φρανσίσκο στην ταινία «Μια τρελή τρελή καταδίωξη»

Αργότερα, ο Ράιαν Ο’Νιλ διακρίθηκε και στις κωμωδίες. Σε δύο από αυτές έπαιξε μαζί με την Μπάρμπρα Στρέιζαντ: «Μια τρελή τρελή καταδίωξη» («What’s Up, Doc?», 1972) και «The Main Event» (1979). Τη δεκαετία του 1970, εξάλλου, γύρισε και άλλες επιτυχημένες ταινίες, μεταξύ των οποίων: «Χάρτινο φεγγάρι» (1973) του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, μαζί με την κόρη του, Τέιτουμ Ο’Νιλ, «Μπάρι Λίντον» (1975) του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, «Η γέφυρα του Αρνεμ» (1977) του Ρίτσαρντ Ατένμπορο και «Ντράιβερ, ο ασύλληπτος οδηγός» (1978) του Γουόλτερ Χιλ.

Παρ’ όλα αυτά η καριέρα του θα επισκιαζόταν στη συνέχεια από τα προβλήματα της προσωπικής του ζωής. Στη συνείδηση του κοινού έχουν μείνει κυρίως τα δημοσιεύματα του Τύπου για τους εθισμούς του, τα δύο διαζύγιά του, τον θυελλώδη δεσμό του με την εκθαμβωτικά ωραία Φάρα Φόσετ και τις ταραγμένες σχέσεις του με τα παιδιά του.

Μπορεί ο ρόλος της ζωής του να ήταν εκείνος του απαθή τυχοδιώκτη Μπάρι Λίντον, ωστόσο οι μεγαλύτεροι τον θυμούνται κυρίως για το «Love story», που βασίστηκε στο ομώνυμο μπεστ σέλερ του Εριχ Σίγκαλ. Μάλιστα, ήταν η μοναδική φορά που ο Ράιαν Ο’Νιλ προτάθηκε για Οσκαρ ερμηνείας.

Η ταινία, σε σκηνοθεσία των Αρθουρ Χίλερ και Τζον Κόρτι, κέρδισε το 1971 επτά υποψηφιότητες και βραβεύτηκε με το Οσκαρ καλύτερης πρωτότυπης μουσικής, καθώς και με πέντε Χρυσές Σφαίρες (καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, μουσικής, σεναρίου και καλύτερης ηθοποιού), ενώ ψηφίστηκε από το American Film Institute μια από τις ρομαντικότερες ταινίες όλων των εποχών.

Εγινε, εξάλλου, τεράστια εμπορική επιτυχία, μια από τις μεγαλύτερες όλων των εποχών, ενώ υπήρξε πραγματικό φαινόμενο, αφού χαρακτηρίστηκε από κοινό και κριτικούς, από «σκουπίδι» (τύπου βίπερ Νόρα) μέχρι αριστούργημα. Ηταν το απόλυτο δακρύβρεχτο μελό –  το δήλωνε, μάλιστα, εξαρχής: την υπέροχη μουσική εισαγωγή του Φράνσις Λάι τη διαδέχεται ένα spoiler: «Τι μπορείς να πεις για ένα 25χρονο κορίτσι που πέθανε;» είναι η πρώτη ατάκα που ακούγεται στην ταινία.

Πράγματι, το κορίτσι πεθαίνει στο τέλος, χαρίζοντας την απόλαυση λυτρωτικών δακρύων σε εκατομμύρια θεατές σε όλον τον κόσμο. Η πιο εμβληματική ιστορία αγάπης του Χόλιγουντ άφησε επίσης μια από τις πιο χαρακτηριστικές ρομαντικές ατάκες στην ιστορία του σινεμά, η οποία έκτοτε επαναλήφθηκε πολλές φορές σε διάφορες περιστάσεις: «Love means never having to say you’re sorry» («Αγάπη σημαίνει να μη χρειάζεται ποτέ να πεις συγγνώμη»). Τη λέει κάπου στη μέση το κορίτσι και την επαναλαμβάνει στο τέλος το αγόρι.

Οι δεκαετίες του ’60 και του ’70 υπήρξαν επαναστατικές. Τα νιάτα σε ολόκληρο τον πλανήτη φλέγονταν, επηρεάζοντας οριστικά την κουλτούρα του Δυτικού κόσμου. Ωστόσο, ο Εριχ Σίγκαλ, νεαρός καθηγητής του Γέιλ τότε, που δίδασκε τη δεκαετία του 1960 Ελληνική και Λατινική Λογοτεχνία, γνωστός ήδη για το σενάριο της τεράστιας επιτυχίας «Yellow Submarine» (1968) των Beatles, έγραψε ένα μελό σενάριο, το οποίο ενέκρινε αμέσως η Paramount. Του ζήτησαν μάλιστα να το κάνει και βιβλίο.

Το ομώνυμο μυθιστόρημα κυκλοφόρησε στις 14 Φεβρουαρίου 1970, ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου, στο πλαίσιο της προώθησης της ταινίας (η πρεμιέρα έγινε στις 16 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς), προκαλώντας πραγματικό σοκ στο αναγνωστικό κοινό –όπως, άλλωστε, θα γινόταν και στις προβολές της ταινίας– καθώς ανέτρεπε τα δεδομένα ενός πολιτισμού που οδηγούσε τον άνθρωπο στην τεχνητή ευτυχία μέσω της κατανάλωσης.

Το βιβλίο παρέμεινε για 41 εβδομάδες στη λίστα των μπεστ σέλερ των New York Times, έφθασε μάλιστα στο Νο 1. Υπήρξε το πλέον ευπώλητο βιβλίο της χρονιάς στις ΗΠΑ, ξεπερνώντας σε πωλήσεις τα 20 εκατ. αντίτυπα, και μεταφράστηκε σε 33 γλώσσες.

Ράιαν Ο’Νιλ και Αλι ΜακΓκρόου σε σκηνή από το «Love story», στον χώρο του πανεπιστημίου

Το στόρι

Φοιτητής  στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ, σταρ του χόκεϊ και απόλυτα ποθητός, ο ωραίος ξανθομάλλης Ολιβερ Μπάρετ Δ’ είναι γόνος αριστοκρατικής οικογένειας αγγλοσαξόνων προτεσταντών και ετοιμάζεται να αναλάβει την αυτοκρατορία των επιχειρήσεων του πατέρα του. Από την άλλη, η επίσης όμορφη και πανέξυπνη Τζένιφερ Καβιλέρι σπουδάζει μουσικολογία στο Ράντκλιφ και προέρχεται από την εργατική τάξη: είναι το μοναχοπαίδι ενός χήρου αρτοποιού στο Ρόουντ Αϊλαντ. Παρά το κοινωνικό και οικονομικό χάσμα που υπάρχει ανάμεσά τους, ο Ολιβερ και η Τζένι ερωτεύονται αμέσως και αρχίζουν να βγαίνουν ραντεβού.

Σε συνέντευξή του πολλά χρόνια αργότερα, ο Εριχ Σίγκαλ παραδέχτηκε ότι εμπνεύστηκε την υπόθεση από τον μεγάλο του έρωτα για την Τζάνετ Σάσμαν, μια πολωνοεβραία φοιτήτρια μουσικής και συμμαθήτριά του στο Γυμνάσιο. Δανείστηκε, επίσης, στοιχεία από τις προσωπικότητες και τη ζωή δύο συμφοιτητών του στο Χάρβαρντ, του Αλ Γκορ, μετέπειτα  αντιπροέδρου των ΗΠΑ, και του ηθοποιού Τόμι Λι Τζόουνς.

Αντίθετα με την ηρωίδα του «Love Story», στην πραγματική ζωή η Τζάνετ δεν πέθανε. Παντρεύτηκε τον Γκίντεον Γκάρτνερ, επίσης συμμαθητή τους στο γυμνάσιο, και αργότερα πρωτοπόρο της Πληροφορικής, ιδρυτή του ομίλου Gartner. Αλλά, όπως παραδέχτηκε ο Σίγκαλ το 1971 σε συνέντευξή του στο ιταλικό περιοδικό Oggi, «όταν χάνεις τη γυναίκα που αγαπάς, τελειώνει για σένα. Είτε σε εγκαταλείπει για έναν άλλο άνδρα είτε πεθαίνει. Μένεις μόνος. Βρισκόμουν ακριβώς σε αυτό το σημείο όταν άρχισα να σκέφτομαι το “Love Story”. Στο βιβλίο η Τζένιφερ πεθαίνει γιατί για μένα είχε πεθάνει».

Σύμφωνα με το σενάριο, ο Ολιβερ και η  Τζένι παντρεύονται ενάντια στις επιθυμίες του πατέρα του Ολιβερ, ο οποίος διακόπτει αμέσως κάθε δεσμό με τον γιο του. Η Τζένι αρχίζει να εργάζεται ως δασκάλα σε ιδιωτικό σχολείο και ο Ολιβερ, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει να πληρώσει τα δίδακτρα του Χάρβαρντ χωρίς την οικονομική υποστήριξη της οικογένειας Μπάρετ, αποφοιτά τρίτος στην τάξη του και δέχεται μια θέση σε ένα αξιοσέβαστο δικηγορικό γραφείο της Νέας Υόρκης.

Το ζευγάρι μετακομίζει στη Νέα Υόρκη και αποφασίζει να κάνει παιδί, αλλά η Τζένι δυσκολεύεται να συλλάβει. Οταν συμβουλεύονται έναν ειδικό γιατρό, εκείνος ενημερώνει τον Ολιβερ πως η Τζένι πάσχει από λευχαιμία σε τελικό στάδιο. Ο Ολιβερ προσπαθεί να της το αποκρύψει, όμως η Τζένι υποπτεύεται ότι κάτι δεν πάει καλά και ανακαλύπτει την αλήθεια. Ο Ολιβερ ζητά χρήματα από τον πατέρα του, αλλά του λέει ψέματα για τον λόγο που τα θέλει.

Από το κρεβάτι της στο νοσοκομείο, η Τζένι μιλάει με τον πατέρα της για τις ρυθμίσεις της κηδείας και στη συνέχεια ζητά τον Ολιβερ. Του λέει να μην κατηγορήσει τον εαυτό του και του ζητά να την κρατήσει σφιχτά πριν πεθάνει. Οταν ο πατέρας του συνειδητοποιεί ότι η Τζένι είναι άρρωστη και ότι ο γιος του δανείστηκε τα χρήματα για εκείνη, ξεκινά αμέσως για τη Νέα Υόρκη για να συμφιλιωθεί με το ζευγάρι. Η Τζένη, όμως έχει πεθάνει πριν αυτός φθάσει στο νοσοκομείο. Ο κύριος Μπάρετ ζητά συγγνώμη από τον γιο του, ο οποίος του απαντά με τη φράση που του είχε πει κάποτε η Τζένι: «Αγάπη σημαίνει να μη χρειάζεται να πεις ποτέ συγγνώμη»… και ξεσπάει σε κλάματα.

Ο Ράιαν Ο’Νιλ δεν ήταν η πρώτη επιλογή της Paramount για τον ρόλο του Ολιβερ. Ωστόσο, η Αλι ΜακΓκρόου έπεισε το στούντιο να δώσει τον ρόλο στον 29χρονο ηθοποιό και το στούντιο τον προσέλαβε για 25.000 δολάρια (λίγο περισσότερα από 200.000 σημερινά δολάρια), όπως αναφέρουν οι New York Tmes. Και η καριέρα του εκτοξεύθηκε.