Σε ένα χλιδάτο σπίτι στην εξοχή, που έχει ενοικιαστεί για το Σαββατοκύριακο μέσω Airbnb, τρεις ενήλικοι και τρεις έφηβοι υποπτεύονται ότι έχει έρθει το τέλος του κόσμου, αλλά δεν ξέρουν πώς να το αντιμετωπίσουν διότι έχουν ξεμείνει από ίντερνετ. Και αυτό, εξάλλου, είναι από μόνο του το τέλος του κόσμου, δεν είναι;
Μετά τη δίκαιη επιτυχία του «Don’t Look Up» (Ανταμ ΜακΚέι, 2021), ο αμερικανικός mainstream κινηματογράφος ξαναχτυπά με το «Leave the World Behind», μια απίθανη –από κάθε άποψη– σάτιρα του ύστερου καπιταλισμού. Και αν στο «Don’t Look Up» είδαμε τον κόσμο μέσα από τα social media και τη ρηχότητά τους, τώρα βλέπουμε τι συμβαίνει στους ανθρώπους όταν χάνουν τη «συνδεσιμότητά» τους και αναγκάζονται να αντεπεξέλθουν σε ένα κάπως σοβαρό συμβάν, όπως ο Αρμαγεδδών, ας πούμε, χωρίς να μπορούν καν να το γκουγκλάρουν.
Μη γελάτε, εμείς είμαστε όλοι αυτοί.
Ο Σαμ Εσμαϊλ έχει εισαγάγει τόσα ζητήματα στην ταινία, με τέτοια τρομερή οικονομία χρόνου, που σε ωθεί να κάνεις το αδιανόητο: να σκέφτεσαι διαρκώς. Το ίδιο κάνει και στους πρωταγωνιστές του, ένα all star cast που αφομοιώνεται εκπληκτικά στις καρικατούρες που τους έχει μετατρέψει ο σκηνοθέτης.
Η Τζούλια Ρόμπερτς είναι λατρεμένα υστερική, όπως όλες οι γυναίκες που αποτελούν τον δυνατό κρίκο της οικογένειάς τους. Ο Ιθαν Χοκ, πάλι, είναι ο αδύναμος κρίκος-σύζυγος που τον έχει καταπιεί η επίκτητη ανικανότητα να αντεπεξέλθει σχεδόν σε οτιδήποτε. Παιδιά, δύο: έφηβος γιος που ζει μέσα από το κινητό και το τάμπλετ του και έφηβη κόρη που βλέπει μετά μανίας «Τα Φιλαράκια», «μια ρετρό ανάμνηση ενός ευτυχισμένου κόσμου». Χαμένοι στην κοσμάρα τους όλοι, με λίγα λόγια. Και ξαφνικά πρέπει να βγουν από αυτήν.
Διότι το πρώτο βράδυ που νοικιάζουν το σπίτι στην εξοχή τούς χτυπάει την πόρτα ένας κοστουμαρισμένος και πολύ αεράτος μαύρος, ο Μαχερσάλα Αλί, με την επίσης έφηβη κόρη του, και τους λέει ότι το σπίτι που μένουν είναι δικό του και κάτι έχει συμβεί και ο ίδιος με την κόρη του θέλουν να μείνουν εκεί. Η λέξη «μαύρος» δεν αρθρώνεται ποτέ στην ταινία, αλλά η δυσπιστία της Ρόμπερτς και του Χοκ απέναντί του είναι τόσο εμφανής όσο και ο λόγος για αυτήν.
Μετά συμβαίνουν διάφορα. Αρχικά, κόβονται τελείως το ίντερνετ, τα τηλέφωνα και η τηλεόραση, όλοι τους μαθαίνουν ότι μάλλον έγινε κάποια κυβερνοεπίθεση και ξεκινούν τα σενάρια. Παράλληλα, τα ζώα προσπαθούν κάτι να τους πουν (οικολογία), δεκάδες Tesla τρελαίνονται και τρακάρουν μεταξύ τους (Τεχνητή Νοημοσύνη), ο –έως πρότινος κολλητός– γείτονας/Κέβιν Μπέικον τούς διώχνει με την καραμπίνα προτεταμένη, στις ΗΠΑ «την πέφτουν» οι Βορειοκορεάτες ή οι Αραβες ή οι εξωγήινοι (παράνοια), ο χαρακτήρας του Αλί κάτι ξέρει, καθότι πλούσιος και με «κονέ», αλλά δεν ξέρει κιόλας (συνωμοσιολογία), παίζει να έχει γίνει πραξικόπημα (τραμπισμός), όλοι μιλάνε με μισόλογα και ρωτάνε ο ένας τον άλλον «τι συμβαίνει» και κανείς δεν ξέρει τι να απαντήσει.
Στο «Leave the World Behind», όμως, δεν έχει τελικά σημασία τι συμβαίνει. Σημασία έχει το πώς αντιδρούν όλοι αυτοί σε ό,τι συμβαίνει. Οι ανθρωπότυποι. Και κυρίως το γεγονός ότι έρχεται το τέλος του κόσμου και κανείς δεν πανικοβάλλεται ακριβώς· ψιλοανησυχούν μεν, αλλά στην πραγματικότητα φαίνονται σαν να πρόκειται για κάτι που δεν τους πιάνει εντελώς εξαπίνης ή δεν τους αφορά και τόσο.
Οπως στο «Don’t Look Up», έτσι και στο «Leave the World Behind» οι πρωταγωνιστές δείχνουν έτοιμοι για το τέλος του κόσμου, σαν αυτός να έχει ήδη ολοκληρώσει τον κύκλο του. Οταν, ξαπλωμένοι στην παραλία, βλέπουν ένα γιγαντιαίο τάνκερ να βγαίνει στη στεριά δίπλα τους, τρέχουν μεν να μην τους πατήσει, αλλά ώσπου να φτάσουν σπίτι το έχουν ξεχάσει. Και το έχουν ξεχάσει επειδή δεν μπορούν να το γκουγκλάρουν. Αρα είναι περίπου σαν να μη συνέβη ποτέ.
Σε αντίθεση με τον κόσμο της δεκαετίας του 1960 και του 1970, που ζούσε με την πυρηνική απειλή πάνω από τα κεφάλια του, ο δικός μας κόσμος για ένα πολύ μεγάλο διάστημα έδειχνε να μην απειλείται από τίποτε. Μέχρι πρότινος οι ταινίες καταστροφής, όπως το «Αρμαγεδδών» και το «2012», εστίαζαν περισσότερο τεχνικά στο τι συμβαίνει και στο πώς θα σωθούμε και μας μπούκωναν με ειδικά εφέ. Το τέλος του κόσμου ήταν ένα εφεύρημα για να κοπούν εισιτήρια στο box office και αρκετά εξωπραγματικό ώστε κανείς να μην πιστεύει πως θα μπορούσε πράγματι να συμβεί.
Εσχάτως, όμως, φαίνεται ότι βαρεθήκαμε τον εαυτό μας και πλέον το τέλος του κόσμου φαντάζει όχι απλώς νομοτελειακό, αλλά και σαν μια σωτήρια διέξοδος. Τίποτε δεν μας εκπλήσσει, ξέρουμε ότι τα έχουμε κάνει τόσο μαντάρα, που η κατάσταση δεν συμμαζεύεται από πουθενά και απλώς περιμένουμε να δούμε αν θα μας στείλει αδιάβαστους η κλιματική αλλαγή, ο επόμενος (ή και ο συγκεκριμένος) Τραμπ ή ένας ημίτρελος που φτιάχνει «σκεπτόμενα» αυτοκίνητα και παίζει με την ΤΝ. Και αν θα έχουμε ίντερνετ για να ποστάρουμε το σφύριγμα της λήξης.
Το «Leave the World Behind» δεν είναι ταινιάρα, όπως δεν ήταν και το «Don’t Look Up». Δύσκολα θα πάνε στα Οσκαρ ή θα μνημονευτούν από κριτικούς στο τέλος της χρονιάς. Είναι πολύ ενδιαφέρον, όμως, να βλέπεις τον εαυτό σου μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο, όταν το γενικότερο πλαίσιο έχει χάσει πλέον τη σημασία του. Στο «Leave the World Behind» οι πραγματικότητες μπερδεύονται: η εικονική χάνεται μαζί με το ιντερνετ και οι άνθρωποι μένουν στην πραγματική, που τους είναι κάπως ξένη και μακρινή. Και την παρακολουθούν σαν να βλέπουν ταινία. Λίγο-πολύ όπως όλοι μας.
Οπως τραγουδούσαν οι REM το μακρινό 1987, «It’s the end of the world as we know it and I feel fine» – «Είναι το τέλος του κόσμου όπως τον ξέρουμε και αισθάνομαι περίφημα».
Γιατί να σε νοιάζει το τέλος του κόσμου, άλλωστε, όταν έχεις πάψει προ πολλού να ζεις σε αυτόν;
*To «Leave the World Behind» είναι στο Netflix