Αν κρίνει κανείς από το κλίμα που μεταδίδουν πρόσωπα που χειρίζονται τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις την επομένη της τηλεφωνικής επικοινωνίας Μητσοτάκη – Τραμπ (Δευτέρα 11/11), κάποια φωτεινά σημεία έχουν αρχίσει να εμφανίζονται στο ελληνικό ραντάρ, μετά το μούδιασμα που απλώθηκε στην Ευρώπη ύστερα από τις αμερικανικές εκλογές της περασμένη Τρίτης.
Παράλληλα με το «θερμό κλίμα» που επικράτησε —σύμφωνα με την Αθήνα— κατά την τηλεφωνική συνομιλία του Πρωθυπουργού με τον εκλεγμένο πρόεδρο των ΗΠΑ, την πρόσκληση Μητσοτάκη στον Τραμπ να επισκεφθεί την Ελλάδα και τις πάγιες διατυπώσεις περί «στρατηγικής εταιρικής σχέσης Ελλάδας-ΗΠΑ για τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή», διπλωματικές πηγές φωτίζουν τρεις ουσιώδεις διαστάσεις για το περίπλοκο παζλ της επόμενης μέρας.
Η πρώτη αφορά την επιμονή του Ντόναλντ Τραμπ να ζητάει —ήδη από την πρώτη θητεία του— από τις χώρες μέλη του ΝΑΤΟ να τηρούν το όριο του 2% του ΑΕΠ για τις αμυντικές δαπάνες. Η απαίτηση αυτή, με τον άκομψο τρόπο που διατυπώθηκε πριν από μερικά χρόνια, πάγωσε πολλά μέλη της Συμμαχίας. Εκτός φυσικά από την Ελλάδα που και τότε ξόδευε το 2% του ΑΕΠ για εξοπλισμούς. Τώρα που κύκλοι της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας δεν αποκλείουν ο Ντόναλντ Τραμπ να ζητήσει να αυξηθεί το όριο του 2%, η Ελλάδα ήδη βρίσκεται στο 3%. Επομένως, η χώρας μας βρίσκεται μπροστά από τους περισσότερους.
Στο πλαίσιο αυτό, μόνο τυχαία δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί η αναφορά του κ. Μητσοτάκη στο ζήτημα, λίγο μετά τη συνομιλία με τον Τραμπ, σε εκδήλωση της Grant Thornton στην Αθήνα. «Η Ευρώπη, ανεξαρτήτως του τι έγινε στις Ηνωμένες Πολιτείες, πρέπει να ξυπνήσει από αυτόν τον λήθαργο γεωπολιτικής αφέλειας στον οποίο δυστυχώς έχει εισέλθει εδώ και πολλά χρόνια» σημείωσε ο Πρωθυπουργός για να προσθέσει:
—«Διότι όταν ο Πρόεδρος Τραμπ το 2018 είπε στους συμμάχους του στο ΝΑΤΟ, με τρόπο ίσως θα έλεγα πολύ άμεσο, πολύ “ωμό”, ότι δεν γίνεται μονίμως οι Ηνωμένες Πολιτείες να εγγυώνται την ασφάλεια όλων των ευρωπαϊκών χωρών και η Ευρώπη να μην φτάνει στις αμυντικές δαπάνες που είναι καθορισμένες από το ΝΑΤΟ, δηλαδή στο 2%, είχε επί της ουσίας δίκιο».
Προχωρώντας ένα βήμα παρακάτω, το δεύτερο φωτεινό (ή τουλάχιστον ανακουφιστικό) σημείο που υπογραμμίζουν αρμόδιες πηγές είναι ότι, παρά τη σχέση του Τραμπ με τον Ερντογάν —μάλιστα ο «σουλτάνος» αποκαλεί τον Τραμπ φίλο του—, ο αμερικανός πρόεδρος «βλέπει τη μεγάλη εικόνα» στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Τι σημαίνει αυτό; Διπλωματικοί κύκλοι εξηγούν ότι πέραν των προσωπικών σχέσεων με ηγέτες ανά τον κόσμο, ο Τραμπ λειτουργεί με επίγνωση ότι η Ελλάδα αποτελεί σημαντικό μέρος των αμερικανικών σχεδιασμών στην ευρύτερη περιοχή. Προσθέτουν δε προς επίρρωση ότι οι ΗΠΑ αντέδρασαν έντονα απέναντι στον Ερντογάν όταν αποφάσισε να προμηθευτεί τους ρωσικούς S-400 επί κυβέρνησης Τραμπ, καιρό πριν τον Μπάιντεν και την Χάρις, με τους οποίους ο γείτονας τελικά τα βρήκε και πήρε και τα F-16.
Το λησμονημένο τηλεφώνημα
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και μια «λεπτομέρεια» που έχει λησμονηθεί και μάλλον υποτιμηθεί: τον Αύγουστο του 2020, με τους στόλους Ελλάδας και Τουρκίας να «κοιτάζονται» στην Ανατολική Μεσόγειο, ο Τραμπ είχε παρέμβει πυροσβεστικά τηλεφωνώντας πρώτα στον κ. Μητσοτάκη, στη συνέχεια στον Ταγίπ Ερντογάν και μετά ξανά στον έλληνα πρωθυπουργό για να τον ενημερώσει για όσα συζήτησε με τον τούρκο πρόεδρο. Αυτός ο «γύρος» από πλευράς Τραμπ έπαιξε τότε ρόλο για να μη συνεχιστεί η κλιμάκωση στο πεδίο. Με άλλα λόγια, το άμεσο (όσο και πρακτικό) στιλ του Τραμπ, που δεν ακολουθεί τις νόρμες τις διπλωματίας, αποδείχθηκε χρήσιμο κατά τις ημέρες όπου… «έκοβες την ένταση με το μαχαίρι».
Το τρίτο πιθανό σημείο σύγκλισης που διαβάζουν οι ίδιοι κύκλοι ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και στην αναμενόμενη —μετά τις 20/1— κυβέρνηση Τραμπ, είναι αυτό της προσέγγισης για την οικονομία. Ο Τραμπ είχε εκφραστεί θετικά από το 2020 για την αποκατάσταση της οικονομικής αξιοπιστίας της Ελλάδας μετά τη δεκαετή κρίση. Αυτά είχαν συμβεί στον Λευκό Οίκο στη συνάντηση με τον κ. Μητσοτάκη στις αρχές του 2020. Οι θετικές αναφορές συνεχίστηκαν στο τηλεφώνημα της Δευτέρας. Η οικονομία ήταν ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν. Αλλωστε το κεφάλαιο μείωση της γραφειοκρατίας και άρση των εμποδίων για την επιχειρηματικότητα (deregulation – απορρύθμιση) αποτελεί βασική προεκλογική δέσμευση του Τραμπ. Και σημείο όπου καταγράφεται ταύτιση απόψεων με τον κ. Μητσοτάκη σε ό,τι αφορά τη φιλελεύθερη προσέγγιση για την οικονομία.
H «σούμα» των παραπάνω σημείων (ΝΑΤΟ, Νοτιοανατολική Ευρώπη και οικονομία) αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο της περαιτέρω βελτίωσης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και επί κυβέρνησης Τραμπ μετά τον Ιανουάριο του 2025. Ή τουλάχιστον, τα πρώτα σήματα είναι θετικά. Τι γίνεται όμως με τα πρόσωπα της αναμενόμενης, νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ;
Ρούμπιο και Γουόλτς
Μετά τα δημοσιεύματα σε αμερικανικά ΜΜΕ που φέρουν τον Τραμπ να επιλέγει τον 53χρονο Ρεπουμπλικανό γερουσιαστή Μάρκο Ρούμπιο για το αξίωμα του υπουργού Εξωτερικών και τον βουλευτή Μάικ Γουόλτς για το αξίωμα του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου (αναλυτικά εδώ), η Αθήνα έκλεισε τις στρόφιγγες της ενημέρωσης.
Οχι γιατί πάγωσε (αυτό μάλλον συνέβη στην Τουρκία) αλλά με το σκεπτικό ότι τώρα είναι η στιγμή για να κινηθεί κανείς by the book. Και να αποφύγει κάθε σχόλιο προτού ο (συχνά απρόβλεπτος) Ντόναλντ Τραμπ ανακοινώσει ο ίδιος την απόφασή του για τα δύο κρίσιμα πόστα.
Ας δούμε κάποια δείγματα γραφής των «δύο» σε ό,τι αφορά την ευρύτερη γειτονιά μας.
Το 2019, ο Ρούμπιο, μαζί με τον Δημοκρατικό γερουσιαστή Μπομπ Μενέντεζ, συνυπέγραψε τη νομοθεσία EAST MED ACT που έγινε η βάση της αμερικανικής πολιτικής στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, όπου η Ελλάδα και η Κύπρος κατέχουν κεντρικό ρόλο ως «πυλώνες σταθερότητας».
Οι πληροφορίες για την πιθανή επιλογή των Ρούμπιο και Γουόλτς από τον Τραμπ, αποτέλεσαν ήδη αφορμή για να θυμηθούν οι Τούρκοι κάποιες κινήσεις τους οι οποίες διαβάζονται ως μη φιλικές για την Αγκυρα. Ενδεικτικά, ο τούρκος δημοσιογράφος Ρατζίπ Σοϊλού ανέφερε στο X (πρώην Τwitter) ότι επιλογές αυτές «δεν συνιστούν καλά νέα για την Τουρκία».
O δημοσιογράφος ανέφερε ακόμη ότι ο Ρούμπιο «διατηρεί τακτικές επαφές με Γκιουλενιστές, συμπεριλαμβανομένου του Ενές Καντέρ, αντιτάχθηκε σθεναρά στην τουρκική εισβολή του 2019 στη Συρία και στην απόφαση του Τραμπ για αποχώρηση, είναι επικριτικός για τη σχέση Μαδούρο – Ερντογάν και θεωρεί το τουρκικό κράτος εξίσου αυταρχικό με τη Ρωσία, την Κίνα και τη Βενεζουέλα».
Παράλληλα, όπως θύμισε το hellasjournal.com, στις 16 Οκτωβρίου του 2019, ο βουλευτής Μάικ Γουόλτς υποστήριξε μαζί με πάνω από 90 Ρεπουμπλικάνους συναδέλφους του στην αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων, το νομοσχέδιο για την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία ως απάντηση στις δηλώσεις της Αγκυρας για στρατιωτική επίθεση κατά των συμμάχων των ΗΠΑ, κουρδικών δυνάμεων, στη Βόρεια Συρία.
Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με την Ελλάδα και την ομογένεια πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο ο κουβανικής καταγωγής γερουσιαστής, Μάρκο Ρούμπιο, αντιπρόεδρος της επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, όσο και ο βουλευτής, Μάικ Γουόλτς, εκλέγονται στη Φλόριντα, όπου το ελληνικό στοιχείο είναι έντονο. Στη Φλόριντα επανεξελέγη πανηγυρικά και ο ομογενής βουλευτής των Ρεπουμπλικακών, Γκας Μπιλιράκης, που έλκει στην καταγωγή του από την Κάλυμνο. Ο Μπιλιράκης διατηρεί καλές σχέσεις με τον Τραμπ και έχει παίξει ρόλο στην ανάδειξη της τουρκικής επιθετικότητας έναντι της Ελλάδας.
Προσδοκίες και ρεαλισμός
Οι προηγούμενες θέσεις των Ρούμπιο και Γουόλτς έναντι της Τουρκίας, αλλά και οι σχέσεις τους με την ομογένεια στη Φλόριντα, σημαίνουν άραγε πως αν ανακοινωθούν από τον Τραμπ για τις θέσεις που ακούγονται θα υποστηρίξουν τις ελληνικές θέσεις; Προφανώς, όχι. Είναι δεδομένο ότι θα στηρίξουν ό,τι είναι αυτό που ορίζει το συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών.
Από την άλλη πλευρά, δεν είναι αμελητέο το γεγονός πως πρόκειται για δύο πρόσωπα που γνωρίζουν πολλά παραπάνω από τα «πέντε βασικά» για την Ελλάδα, την Τουρκία, την Κύπρο, ευρύτερα για την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και το βαρύ «ιστορικό» επιθετικότητας του Ερντογάν έναντι της Ελλάδας. Δεν θα προσγειωθούν από το πουθενά στα γεωπολιτικά συμφραζόμενα της περιοχής. Ξέρουν πρόσωπα και πράγματα και έχουν άποψη. Και, το κυριότερο, αν όντως αναλάβουν, θα βρίσκονται «στο αυτί» του Τραμπ.