Ο Ντένις Χόπερ, ο Πίτερ Φόντα και οι τσόπερ τους. Η προβολή του «Ξένοιαστου Καβαλάρη» το 1969 επέφερε τεκτονικό σεισμό στην καθεστηκυία τάξη του Χόλιγουντ | Shutterstock/Ralf Liebhold
Θέματα

«Ξένοιαστος Καβαλάρης»: Τσιγαριλίκια, τσόπερ και ανατροπές στο Χόλιγουντ

Πενήντα πέντε χρόνια συμπληρώνονται στις 17 Οκτωβρίου από την πρεμιέρα της περίφημης ταινίας του Ντένις Χόπερ. Οι «αντάρτικες» τεχνικές, οι στιλιστικές καινοτομίες και το τολμηρό θέμα του «Easy Rider» έδωσαν σε μια γενιά νέων σκηνοθετών την απαραίτητη ώθηση για τη δημιουργία του «σινεμά των δημιουργών»
Protagon Team

Πριν από 55 χρόνια, στις 17 Οκτωβρίου 1969, ο «Ξένοιαστος Καβαλάρης» έκανε πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες μέσα από μια ψυχεδελική ομίχλη. Γεμάτη ροκ μουσική, ελεύθερο έρωτα και ασύδοτη χρήση ναρκωτικών, η χαμηλού προϋπολογισμού ταινία δρόμου με το χαλαρό σενάριο απαθανάτισε το πνεύμα της αντικουλτούρας των τελών της δεκαετίας του 1960, με τις αυξανόμενες κοινωνικές εντάσεις της.

Η ταινία «Easy Rider» αφηγείται την ιστορία δύο ελεύθερων πνευμάτων που ταξιδεύουν με μοτοσυκλέτες τσόπερ: του μυστακοφόρου χίπη Μπίλι, που ερμηνεύει ο σκηνοθέτης της ταινίας Ντένις Χόπερ, και του ντυμένου με δερμάτινα ρούχα Γουάιατ, τον οποίο υποδύεται ο παραγωγός της ταινίας Πίτερ Φόντα.

Το φιλμ ξεκινά με τους Μπίλι και Γουάιατ να μεταφέρουν λαθραία κοκαΐνη από το Μεξικό για να την πουλήσουν σε έναν έμπορο ναρκωτικών από το Λος Αντζελες, τον οποίο ερμηνεύει ο διάσημος μουσικός παραγωγός Φιλ Σπέκτορ (που καταδικάστηκε για φόνο δεκαετίες αργότερα, λίγο πριν πεθάνει). Φορτωμένοι με μετρητά, οι δυο ξένοιαστοι καβαλάρηδες αποφασίζουν να διασχίσουν τις ΗΠΑ ως τη Νέα Ορλεάνη, για να απολαύσουν το φημισμένο καρναβάλι της, το Μάρντι Γκρα.

Καθώς ξεκινούν το ταξίδι τους στο αμερικανικό τοπίο υπό τους ήχους του κλασικού «Born to Be Wild» των Steppenwolf, συναντούν χαρακτήρες που ενσαρκώνουν τις πιο αντικρουόμενες κοσμοθεωρίες που επικρατούσαν εκείνη την εποχή στις ΗΠΑ – έναν αλκοολικό δικηγόρο πολιτικών δικαιωμάτων (τον υποδύεται ο Τζακ Νίκολσον), έναν διεφθαρμένο σερίφη, μια χίπικη κοινότητα και ρατσιστές σε απομακρυσμένες κωμοπόλεις.

Οπως αναφέρει το αφιερωματικό δημοσίευμα του BBC, η δημιουργική παρέα πίσω από τον «Ξένοιαστο Καβαλάρη» καταγράφει την εικόνα μιας χώρας σε διαδικασία μετάλλαξης. Το σλόγκαν στις διαφημιστικές αφίσες ήταν: «Ενας άνδρας φεύγει προς αναζήτηση της Αμερικής – και δεν τη βρίσκει πουθενά».

Εναν μήνα πριν την πρεμιέρα, το 1969, ο δημοσιογράφος του BBC Φίλιπ Τζένκινσον πήρε συνέντευξη από τον Ντένις Χόπερ για την εκπομπή «Line Up». Ντυμένος με τα ρούχα του χαρακτήρα που ερμήνευε στην ταινία, ο αείμνηστος ηθοποιός και σκηνοθέτης έδωσε μια ελαφρώς αλλοπρόσαλλη συνέντευξη – εκκεντρική και μπερδεμένη, στο μήκος κύματος του φιλμ που είχε γυρίσει. «Βασικά, ήθελα να κάνω μια ταινία για το τι συμβαίνει στην Αμερική αυτή τη στιγμή» είχε πει τότε στο BBC.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 στiw HPA κυριαρχούσε το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων για ισότητα, οι αυξανόμενες αντιπολεμικές διαμαρτυρίες για το Βιετνάμ και μια σειρά από συγκλονιστικές δολοφονίες πολιτικών προσωπικοτήτων, όπως ο Ρόμπερτ Κένεντι και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.

Το χάσμα μεταξύ των γενεών φαινόταν να διευρύνεται. Σημαντική μερίδα της γενιάς των baby boomers είχε αγκαλιάσει τη νέα μουσική και κουλτούρα –τους πειραματισμούς με τα ψυχεδελικά ναρκωτικά και το ελεύθερο σεξ– απορρίπτοντας ευθέως τις πιο παραδοσιακές αξίες και τον υλισμό των γονιών τους.

Ο Χόπερ γνώριζε ότι το σινεμά της εποχής δεν μπορούσε να απευθυνθεί σε αυτή τη μερίδα της αμερικανικής νεολαίας. Στις οθόνες τότε δεν υπήρχε τίποτα που να αντανακλά τις ελπίδες και τους φόβους τους, τον τρόπο που επιθυμούσαν να ζήσουν, και τις βαθιές διαιρέσεις που είχαν προκαλέσει στην αμερικανική κοινωνία.

Ο Χόπερ είπε στο BBC ότι δεν είχε δει καμία ταινία «που να κάνει ένα κοινωνικό σχόλιο για ό,τι συμβαίνει τώρα». «Ναι, φτιάχνουν ταινίες για τον αμερικανικό εμφύλιο ή για τον πόλεμο της Κορέας, αλλά όχι για τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα εκεί έξω» είχε αναφέρει  χαρακτηριστικά.

Πώς γυρίστηκε

Σύμφωνα με το βρετανικό δίκτυο, ο «Ξένοιαστος Καβαλάρης» δεν ήταν απλώς μια ανορθόδοξη ταινία ως προς τη θεματική επιλογή της. Ηταν και μια χαοτική ταινία, τουλάχιστον ως προς τον τρόπο που γυρίστηκε. Διαθέτοντας έναν περιορισμένο προϋπολογισμό, μόλις 400.000 δολαρίων (366.000 ευρώ), από την Columbia Pictures –κάτι που σήμαινε ότι ενίοτε ο Πίτερ Φόντα έπρεπε να πληρώνει το συνεργείο από την τσέπη του–, η παραγωγή υιοθέτησε μια αυτοσχεδιαστική προσέγγιση κινηματογράφησης.

Καθοριστικής σημασίας για την αφήγηση ήταν η ιδέα του δρόμου ως συμβόλου ελευθερίας και δυνατοτήτων. Ετσι, ο Χόπερ έπρεπε να απαθανατίσει πλάνα του Μπίλι και του Γουάιατ καθώς έτρεχαν με τις μοτοσυκλέτες τους σε έναν φαινομενικά ατέλειωτο αυτοκινητόδρομο. Αυτό συνήθως γινόταν με ένα φορτηγό στο οποίο υπήρχαν κάμερες και ασύρματος.

Η ομάδα των κινηματογραφιστών, όμως, επέλεξε να αγοράσει ένα κάμπριο Chevy Impala του 1968, με στόχο να το πουλήσουν στο τέλος της ταινίας ώστε να ανακτήσουν ένα μέρος των χρημάτων τους. Ο διευθυντής φωτογραφίας και μετέπειτα πολυβραβευμένος Λάζλο Κόβατς κόλλησε μια κάμερα στο πίσω μέρος του οχήματος με κόντρα πλακέ και σακούλες άμμου και ξάπλωσε στο πάτωμα του κάμπριο για να τραβήξει τους πρωταγωνιστές στον ανοιχτό δρόμο.

Αντί ασυρμάτου ο Κόβατς έδειχνε στους Χόπερ και Φόντα προς τα πού να κινήσουν τα τσόπερ τους κάνοντας χειρονομίες. Η παραγωγή εξοικονόμησε επίσης πόρους κάνοντας γυρίσματα σε πραγματικές τοποθεσίες, αντί να κατασκευάζει ακριβά σκηνικά σε στούντιο, και τραβώντας σκηνές στο φυσικό φως, με κάμερες χειρός – κάτι που ενίσχυσε την αίσθηση της αφιλτράριστης αυθεντικότητας του «Ξένοιαστου Καβαλάρη».

Ο Τζακ Νίκολσον, ο Ντένις Χόπερ και η τραγουδίστρια των The Mamas & The Papas, Μισέλ Φίλιπς, σε πάρτι μετά την απονομή των βραβείων Οσκαρ του 1970 (Max Miller/Fotos International/Getty Images)

Αλλά η παραγωγή της ταινίας υπήρξε κάθε άλλο παρά ομαλή, κυρίως εξαιτίας του ασταθούς χαρακτήρα του ίδιου του σκηνοθέτη της. Ο Χόπερ ομολόγησε στο BBC ότι είχε μπει στη μαύρη λίστα στο Χόλιγουντ λόγω της τάσης του να τσακώνεται με τους σκηνοθέτες των ταινιών του. «Δεχόμουν τις υποδείξεις τους μόνον αν τους σεβόμουν ως προσωπικότητες – και τις περισσότερες φορές αυτό δεν συνέβαινε» εξήγησε.

Τώρα, για πρώτη φορά, ήταν σκηνοθέτης ο ίδιος, οπότε κατέληξε να δίνει σκληρές μάχες για τον έλεγχο κάθε πτυχής της δημιουργικής διαδικασίας. Κάποια στιγμή χειροδίκησε εναντίον ενός οπερατέρ που δεν του παρέδιδε το υλικό που είχε τραβήξει – και αυτό δεν ήταν το μόνο επεισόδιο στο σετ του φιλμ. Ο ηθοποιός Ριπ Τορν, που προοριζόταν για τον ρόλο του Νίκολσον, εγκατέλειψε τα γυρίσματα μετά από καβγά με τον Χόπερ.

Το 1994, ο αείμνηστος ηθοποιός μήνυσε για συκοφαντική δυσφήμηση τον σκηνοθέτη, όταν εκείνος ισχυρίστηκε πως ο Τορν είχε τραβήξει μαχαίρι στη διάρκεια του καβγά τους, ισχυριζόμενος ότι είχε συμβεί το ακριβώς αντίθετο – και κέρδισε τη δίκη. Στη συνέντευξή του με τον Τζένκινσον το 1969 ο Χόπερ παραδέχτηκε πως ήταν «δύσκολος στις συνεργασίες», αλλά ο Πίτερ Φόντα εξομολογήθηκε πιο ωμά στο BBC το 2014 ότι «ο Ντένις ήταν ελαφρώς μεγαλομανής».

Η ταινία είχε απήχηση στην αμερικανική νεολαία, αγκαλιάστηκε από τους κριτικούς και  γνώρισε άμεση επιτυχία στο box office. Ο Νίκολσον αποκάλυψε στο περιοδικό Time το 1970 ότι είχε καπνίσει «περίπου 155 τσιγαριλίκια» στη διάρκεια των πολλαπλών λήψεων μιας σκηνής όπου οι δυο μοτοσικλετιστές μυούν τον Τζορτζ, τον χαρακτήρα που εκείνος ερμήνευε, στη μαριχουάνα.

Η πραγματική υποκριτική πρόκληση για εκείνον αποδείχθηκε πως ήταν το να ερμηνεύσει τον Τζορτζ ως… νηφάλιο στην αρχή της σκηνής, μετά από όλα αυτά τα τσιγαριλίκια. Οι κινηματογραφιστές εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο την εγκατάλειψη, το 1968, του κώδικα Χέιζ από το Χόλιγουντ, σύμφωνα με τον οποίο υπήρχαν κατευθυντήριες γραμμές που απαγόρευαν, μεταξύ άλλων, τη βωμολοχία, το γυμνό, τη ρεαλιστική βία και τη χρήση ναρκωτικών.

Με τον Κώδικα να έχει αντικατασταθεί από το σύστημα αξιολόγησης καταλληλότητας, ο «Ξένοιαστος Καβαλάρης» εξέφρασε μια νέα κινηματογραφική ελευθερία – και η αυθεντική απεικόνιση της χρήσης ναρκωτικών χωρίς περιορισμούς τη βοήθησε να γίνει αντικείμενο συζητήσεων μετά την προβολή της.

Ο Χόπερ υπερασπίστηκε τη χρήση ναρκωτικών λέγοντας στο BBC ότι «δεν θα ήταν ρεαλιστικό αυτά τα δυο αγόρια στην Αμερική να μην καπνίζουν μαριχουάνα», ενώ ισχυρίστηκε ότι το λαθρεμπόριο κοκαΐνης των δύο κεντρικών χαρακτήρων «δεν ήταν πιο ανήθικο από άλλους τρόπους που χρησιμοποιεί ο καπιταλισμός για να βγάλει χρήματα». Αλλωστε η ταινία δεν φιλοδοξεί να παρουσιάσει τους χαρακτήρες της ως ήρωες – ούτε καν ως καλούς ανθρώπους.

«Πιστεύω ότι οι αντιήρωες της ταινίας μας είναι τόσο καλοί χαρακτήρες όσο και οι ηγέτες τους» είχε πει στο BBC ο Χόπερ. Ο «Ξένοιαστος Καβαλάρης» δεν κρύβει την ασχήμια των ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1960, εστιάζοντας στην ανοιχτή εχθρότητα και στη βάναυση βία που αντιμετώπιζαν όσοι θεωρούνταν «ξένοι» προς τα παραδοσιακά ήθη της χώρας.

Το αντισυμβατικό ντύσιμο των χαρακτήρων και η απόρριψη των κατεστημένων αξιών έπιασε το σφυγμό της αμερικανικής νεολαίας. Το ίδιο συνέβη και με την απόφαση των δημιουργών της ταινίας να αντικαταστήσουν το συμβατικό σάουντρακ με ροκ τραγούδια που λάτρευαν στα γυρίσματα –των Τζίμι Χέντριξ, Byrds, The Band, Steppenwolf–, γεγονός που σήμαινε ότι μεγάλο τμήμα του προϋπολογισμού διατέθηκε για την εξασφάλιση των πνευματικών δικαιωμάτων της μουσικής.

Ο «Ξένοιαστος Καβαλάρης» απέδωσε πάνω από 60 εκατ. δολάρια (55 εκατ. ευρώ) παγκοσμίως. Ο Χόπερ απέσπασε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Καννών του 1969, ενώ τόσο η ερμηνεία του Νίκολσον όσο και το σενάριο έλαβαν υποψηφιότητες στα βραβεία Οσκαρ του 1970.

Η επιτυχία της ταινίας με τον χαμηλό προϋπολογισμό έπιασε το Χόλιγουντ στον ύπνο και ανάγκασε τις εταιρείες παραγωγής να δώσουν σε νέους (τότε) σκηνοθέτες, όπως ο Μάρτιν Σκορσέζε, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, ο Πίτερ Μπογκντάνοβιτς και ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, πολύ περισσότερη ελευθερία να πειραματιστούν. Αυτή η σκηνοθετική παρέα έφερε την εικαστική επανάσταση του «σινεμά των δημιουργών» στο Χόλιγουντ της δεκαετίας του 1970.