Τρεις νεαρές μητέρες από τα προάστεια του Ντιτρόιτ, η Μπεθ (Κριστίνα Χέντριξ), η αδελφή της Ανι (Μέι Γουίτμαν) και η φίλη τους Ρούμπι (Ρέτα) προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα αντιμετωπίζοντας οικογενειακά και, κυρίως, οικονομικά προβλήματα. Καθώς βρίσκονται και οι τρεις στα όρια της χρεωκοπίας, συνεταιρίζονται και αρχίζουν τις ληστείες ανακαλύπτοντας ότι το κάνουν πολύ καλά…
Αυτό είναι επιγραμματικά το στόρι της σειράς «Καλά Κορίτσια», οι τρεις κύκλοι της οποίας προβάλλονται στο Netflix. Κωμική και δραματική σειρά ταυτόχρονα, τα «Καλά Κορίτσια» είναι εθιστικά. Και απλά δεν μπορείς να φανταστείς ότι θα τελειώσουν γιατί κάθε φορά που μια κρίση στην πλοκή του σεναρίου φτάνει στο αποκορύφωμά της, προκύπτει κάτι χειρότερο και ταυτόχρονα πιο αστείο.
Ωστόσο, όταν η Κριστίνα Χέντριξ διάβασε το πιλοτικό σενάριο δεν μπορούσε να φανταστεί «ότι θα υπήρχε περισσότερο από ένα επεισόδιο», όπως λέει στην Ζόι Γουίλιαμς για τον Guardian, με αφορμή τον τέταρτο κύκλο της σειράς, που θα αρχίσει να προβάλλεται στις 24 Ιουνίου, κατ’ αρχάς στο αμερικανικό κανάλι NBC.
Η 46χρονη ηθοποιός και πρώην μοντέλο είναι γνωστή εδώ και σχεδόν 15 χρόνια, χάρη στην εμβληματική σειρά «Mad Men». Γεννήθηκε στο Τενεσί, όπου η μητέρα της ήταν ψυχολόγος και ο πατέρας της εργαζόταν στη δασική υπηρεσία, και σπούδασε στο Ορεγκον και κατόπιν στο Αϊντάχο. Δεν είχε χρόνο για επίσημες σπουδές υποκριτικής καθώς σε ηλικία 18 ετών, η καριέρα της στο μόντελινγκ είχε ήδη απογειωθεί.
Το 2007 εμφανίστηκε στο «Mad Men» και για τα επόμενα οκτώ χρόνια βρέθηκε στο επίκεντρο της σειράς καθώς για επτά σεζόν υποδύθηκε τον ρόλο της Τζόαν Χόλογουεϊ, αναπτύσσοντας σε βάθος τον χαρακτήρα της. Στις αρχές της δεκαετίας του 2010, οι πάντες μιλούσαν για τη Χέντριξ, αν και όπως λέει η ίδια, αρχικά εμμονή δημιούργησαν οι ανδρικοί χαρακτήρες: «Οι άντρες άρχισαν να ντύνονται όπως ο Ντον Ντρέιπερ και ο Ρότζερ Στέρλινγκ. Τα κοστούμια επέστρεψαν, οι στενές γραβάτες επίσης. [Τις γυναίκες σταρ] άρχισαν να μας θέλουν στα περιοδικά ξαφνικά, μετά από τρεις τεσσερις σεζόν».
Η Κριστίνα Χέντριξ (Τζόαν Χόλογουεϊ) και η Τζένουαρι Τζόουνς (Μπέτι Ντρέιπερ) έγιναν περιζήτητες, η μεν πρώτη σαν χυμώδες μοντέλο η δε δεύτερη σαν λεπτή και κομψή νοικοκυρά της δεκαετίας του 1960, εκπροσωπώντας δύο από τα πολλά διαφορετικά ιδανικά της γυναικείας σιλουέτας που υπήρχαν στα μέσα του 20ου αιώνα. Αντίθετα στον 21ο αιώνα υπάρχει μόνο ένα στο πλαίσιο της αντίληψης για την ισότητας των φύλων. Χιλιάδες στήλες περιοδικών απασχολήθηκαν με αυτό το ζήτημα, αλλά, σύμφωνα με την Χέντριξ, δεν ήταν παρά ένας ενοχλητικός περισπασμός: «Σίγουρα υπήρχε μια εποχή που είχαμε αναγνωριστεί -μετά από πολλή κριτική- και τραβήξαμε την προσοχή για την πολύ καλή δουλειά μας και την πολύ σκληρή δουλειά μας, και όλοι ήθελαν απλώς να με ρωτήσουν για το σουτιέν μου ξανά», λέει.
Οι κριτικές για τη δημιουργικότητα του συνόλου των συντελεστών ήταν διθυραμβικές: ηθοποιοί, σεναριογράφοι και ο δημιουργός της, Μάθιου Γουίνερ συνεργάζονταν σχεδόν τηλεπαθητικά. Το «Mad Men» κέρδισε το Emmy εξαιρετικής δραματικής σειρές τέσσερις συνεχόμενες φορές, αλλά η πιο αξιοσημείωτη χρονιά ήταν το 2012: η σειρά ήταν υποψήφια για 17 Emmys (αλλά δεν κέρδισε κανένα).
Ωστόσο αυτή η αρμονική εικόνα θόλωσε δύο χρόνια μετά το τέλος της σειράς, όταν μία από τους σεναριογράφους, η Κέιτερ Γκόρντον, κατηγόρησε τον Γουίνερ για σεξουαλική παρενόχληση. Η Μάρτι Νόξον, παραγωγός της σειράς, συμφώνησε. Είπε ότι ο Γουίνερ δημιουργούσε τοξικό περιβάλλον και ότι είναι ένας «“συναισθηματικός τρομοκράτης” ο οποίος προκειμένου να κάνει τη δουλειά του παρενοχλεί, αποπλανεί, ξεσπάει ακόμη και με οργή».
Η Χέντριξ αναφέρεται στο ζήτημα πολύ προσεκτικά: «Η σχέση μου με τον Ματ δεν ήταν καθόλου τοξική», λέει, «Δεν υποτιμώ την εμπειρία κανενός εφόσον δεν ήμουν εκεί για να τη δω, αλλά δεν ήταν αυτή η δική μου εμπειρία. Ηταν τελειομανής, ήταν σκληρός, περίμενε πολλά; Ναι. Και το έλεγε αυτό μέσα σε ένα δευτερόλεπτο. Ημασταν σκληροί μεταξύ μας».
H Χέντριξ, βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν ελαχιστοποιεί την ύπαρξη σεξισμού και σεξουαλικής παρενόχλησης στη βιομηχανία: «Νομίζετε ότι υπάρχει καμιά που έχει βγει άθικτη από τη βιομηχανία ψυχαγωγίας και δεν έχει γίνει αντικείμενο; Δεν ξέρω καμιά μουσικό, μοντέλο ή ηθοποιό που να το έχει αποφύγει. Υπήρξαν περιπτώσεις -όχι στο “Mad Men”, σε άλλες δουλειές- που οι άνθρωποι προσπάθησαν να με εκμεταλλευτούν, χρησιμοποίησαν το σώμα μου με έναν τρόπο που δεν με έκανε να νιώθω άνετα, πείθοντάς με, εξαναγκάζοντάς με ή κάνοντάς με ακόμα και να ντρέπομαι επαγγελματικά: “Εάν παίρνατε τη δουλειά σας στα σοβαρά, θα το κάνατε…”». Ταυτόχρονα, ωστόσο, προστατεύει την βιομηχανία της.
Αναμφίβολα το μόντελινγκ ήταν ανέκαθεν ένα σκληρό περιβάλλον, στο οποίο κακοποιητικοί φωτογράφοι ανταγωνίζονται με αυστηρούς ατζέντηδες, ποιος θα κάνει τα κορίτσια να νιώσουν μεγαλύτερο κόμπλεξ για τους μηρούς τους και να σταματήσουν να τρώνε υδατάνθρακες. Αλλά η Χέντριξ δεν το περιγράφει καθόλου έτσι. Η καριέρα της ήταν αθώα και εγκάρδια, της πρόσφερε καλά χρήματα και ευκαιρίες για ταξίδια. «Νομίζω ότι ήμουν τυχερή, γιατί δεν ξεκίνησα στα 14. Οταν ήμουν περίπου 18 ή 19, πήγα για πρώτη φορά στην Ιαπωνία, πήγα στην Ιταλία. Ημασταν πολλά κορίτσια, μοιραζόμασταν ένα σπίτι και έγινα κατά κάποιον τρόπο η “μάνα του λόχου”. Ετοίμαζα για όλες σάντουιτς με αβγοσαλάτα και ελληνικές σαλάτες, μπαίνοντας στον ρόλο της μητέρας», λέει.
Επιμένει ότι η επιτυχία της ως μοντέλο ήταν μέτρια, τόσο όμως ώστε να μην χρειάζεται να κάνει άλλη δουλειά για να συμπληρώνει το εισόδημά της. Και ίσως η πιο διάσημη εικόνα της από εκείνη την εποχή ήταν η θρυλική αφίσα της ταινίας «American Beauty» για την οποία χρησιμοποιήθηκαν δύο μοντέλα. Τράβηξαν μια φωτογραφία με το στομάχι και το χέρι της καθεμιάς. Και τελικά -όσο και αν ακούγεται παράξενο- χρησιμοποίησαν το χέρι της Χέντριξ στο στομάχι του άλλου μοντέλου.
Εκείνη την περίοδο μετακόμισε στο Λονδίνο «επιβιώνοντας με μηλίτη και χούμους». Στην αρχή της καριέρας της πήγαινε σε οντισιόν και τηλεφωνούσε στον ατζέντη της για να του πει: «Δεν θα ήθελα με τίποτα να παίξω σ’ αυτό, [ο ρόλος] είναι για τσιρλίντερ και μπίμπο. Μπορώ να πάω στην άλλη οντισιόν για την παράξενη γιατρό;» Η απάντησή του ήταν: «Οχι είδαν την φωτογραφία σου». Και τότε άρχισε να συνειδητοποιεί ότι «οι άνθρωποι δεν έβλεπαν τον παράξενο, παλαβό εαυτό μου που έβλεπα εγώ», λέει.
Εκανε το άλμα από το μόντελινγκ στην οθόνη μέσω διαφημίσεων, με έναν τρόπο που μοιάζει με παραμύθι. Στην πραγματικότητα, «είχε πολύ τρέξιμο, με εμφανίσεις σε οντισιόν και απόρριψη, και μαθαίνοντας, ως νεαρή γυναίκα, να μην το παίρνω προσωπικά», λέει. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ήταν το πρόσωπο της απόλυτης γυναικείας αυτοπεποίθησης, η γυναίκα που πίνει Johnnie Walker και δεν χρειάζεται σοφέρ. «Πάντα σκεφτόμουν το μόντελινγκ σαν “παγωμένη” υποκριτική. Ηταν σαν μια σκηνή και πάντα έτσι το βλέπω. Υπάρχουν τόσα πολλά τεχνικά πράγματα, που νομίζω ότι δεν τα αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι. Σε βλέπουν απλά να παρουσιάζεις με ωραίο τρόπο τα ρούχα».
Από τις διαφημίσεις, έμαθε πολλά, αλλά η υποκριτική δεν της ήταν άγνωστη. Επαιζε στο θέατρο της κοινότητας από την ηλικία των 10 ετών και μεγάλωσε προσδοκώντας μια καλλιτεχνική ζωή, με οποιονδήποτε τρόπο. «Είμαι απίστευτα συναισθηματική και παίρνω τα πράγματα πολύ προσωπικά. Αλλά στην πορεία έμαθα να είμαι λίγο πολιτικός και λίγο παραγωγός. Ως γυναίκα ηθοποιός, ήμουν εύκολος στόχος: “Ηταν συναισθηματική, ήταν υστερική”. Μπορεί να είναι λάθος εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά είναι εύκολο να δείξεις με το δάχτυλό σου έναν συναισθηματικό καλλιτέχνη. Ετσι, συνειδητοποίησα ότι για να με παίρνουν στα σοβαρά υπόψη, έπρεπε να έχω επαγγελματική οπτική και αν θέλω να βάλω τα κλάματα μπορώ να το κάνω αργότερα με τους φίλους μου», αποκαλύπτει.
Ωστόσο, νοιάζεται βαθιά για τη δημιουργικότητα, πράγμα σαφές όταν μιλάει για το «Mad Men»: «Νομίζω ότι από την Τζόαν έμαθα πώς να είμαι γυναίκα. Κανείς δεν θα ενδιαφερόταν για μένα αν δεν ήταν εκείνη η σειρά. Θα έκανα και πάλι καλή δουλειά, αλλά κανείς δεν θα με έβρισκε. Αν αυτό είναι το καλύτερο πράγμα που έκανα ποτέ, ήταν πολύ καλό», λέει.