Πέρα από ΔΕΤ (Δημόσια Εκφραση Τρυφερότητας), το κράτημα των χεριών με τον/τη σύντροφό μας έχει εντυπωσιακό αντίκτυπο στη συναισθηματική μας κατάσταση, αλλά και άλλες, βιολογικές επιπτώσεις: μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της αρτηριακής πίεσης, στη μείωση του πόνου και στην αντιμετώπιση εμπειριών γεμάτων στρες.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της Washington Post, ένα πείραμα του 2021 επιβεβαίωσε την καταπραϋντική επίδραση του να κρατά κάποιος το χέρι του/της συζύγου του κατά την παρακολούθηση σκηνών από ταινίες τρόμου, όπως το «Ξέρω Τι Κάνατε Πέρυσι το Καλοκαίρι».
Η απλή χειρονομία μπορεί να περιορίσει τον αντίκτυπο του στρες στο αυτόνομο νευρικό σύστημα, το οποίο ρυθμίζει τις ασυνείδητες σωματικές λειτουργίες, όπως η διαστολή της κόρης. Οταν οι άνθρωποι αισθάνονται ότι απειλούνται, το να κρατούν τα χέρια ενός αγαπημένου τους προσώπου ηρεμεί μέρη του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνα για την εγρήγορση και τη συναισθηματική αντίδραση.
Αλλά η έρευνα του Εργαστηρίου Συναισθηματικής Νευροεπιστήμης του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια, στις ΗΠΑ, προτείνει επίσης κάτι πολύ πιο βαθύ σχετικά με την ανάγκη μας για σύνδεση. Το κράτημα του χεριού εκφράζει όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα και τις πλευρές της ανθρώπινης φύσης.
Η ομάδα του πανεπιστημίου τέλεσε διάφορα τεστ. Το πρώτο αφορούσε 16 παντρεμένες γυναίκες που υποβλήθηκαν σε μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου αντιμετωπίζοντας την απειλή ηλεκτροπληξίας. Οι σαρώσεις εγκεφάλου έδειξαν πως όταν αυτές οι γυναίκες κρατούσαν το χέρι ενός ξένου, το άγχος της επερχόμενης ηλεκτροπληξίας μειωνόταν.
Αλλά τα αποτελέσματα του άγχους ήταν ακόμη πιο μειωμένα όταν κρατούσαν τα χέρια των συζύγων τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι, φυσικά, η ποιότητα της σχέσης του ζεύγους είχε ιδιαίτερη σημασία. Το όφελος από το κράτημα χέρι-χέρι ήταν ισχυρότερο μεταξύ των γυναικών με τις υψηλότερες βαθμολογίες στα τεστ ποιότητας γάμου.
Μεταγενέστερα τεστ έδειξαν μειωμένο άγχος και σε άλλα είδη σχέσεων, όπως ατόμων που έβγαιναν ραντεβού ή ήταν απλώς φίλοι. Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι το κράτημα του χεριού βοηθά πραγματικά τον εγκέφαλο να αποφορτίσει το έργο της αντιμετώπισης του στρες – είναι σαν ο άνθρωπος που αντιμετωπίζει το άγχος να μοιράζεται το βάρος του με τον άνθρωπο που κρατά.
Κατά τη διάρκεια των πειραμάτων η ομάδα συνέχισε να προσκρούει σε ένα περίεργο εύρημα. Η συναισθηματική ρύθμιση είχε καθιερωθεί από πολλούς στον τομέα ως διαχειριζόμενη από τον προμετωπιαίο φλοιό. Είναι το μέρος του εγκεφάλου που μας βοηθά να ελέγχουμε τα ένστικτά μας και να βλέπουμε τη λογική, λέγοντάς μας «χαλάρωσε, είναι μόνο μια ταινία» όταν παρακολουθούμε ένα φιλμ τρόμου.
Η αρχική υπόθεση ήταν ότι, κρατώντας το χέρι κάποιου κοντά του, ο συμμετέχων παρουσίαζε αύξηση της δραστηριότητας στον προμετωπιαίο φλοιό, οπότε χαλάρωνε και ένιωθε πιο ασφαλής. Η αυξημένη αυτή προμετωπική δραστηριότητα λογικά θα οδηγούσε σε χαμηλότερη συναισθηματική δραστηριότητα σε άλλα σημεία του εγκεφάλου. Αλλά αυτό που συνέβη ήταν κάτι διαφορετικό.
Οταν τα ζευγάρια πιάνονταν χέρι-χέρι, η ομάδα παρατήρησε μια μείωση σε όλες τις συναισθηματικές περιοχές του εγκεφάλου, όπως ακριβώς το περίμενε. Ωστόσο, από πείραμα σε πείραμα, δεν παρουσιαζόταν συναφής αύξηση στη δραστηριότητα του προμετωπιαίου φλοιού – αντίθετα, υπήρχε μείωση.
Αρχικά οι ερευνητές δεν μπορούσαν να υπολογίσουν ποιο μέρος του εγκεφάλου ήταν υπεύθυνο για την ανακούφιση από το άγχος των συμμετεχόντων όταν κρατιούνταν χέρι με χέρι. Τελικά επιχείρησαν να επαναλάβουν το πείραμα γυρνώντας πίσω τη γραμμή βάσης του, βασισμένοι στην υπόθεση ότι ο εγκέφαλος ίσως δεν αντιλαμβανόταν το κράτημα του χεριού ως κάτι νέο, το οποίο θα έπρεπε να προσθέσει στη βασική γραμμή που καταγράφεται στην κατάσταση μοναξιάς.
Αυτό που αποδείχθηκε ήταν πως η αίσθηση της μοναξιάς, και όχι της συντροφικότητας, συνιστά απόκλιση στη νευροψυχολογική βάση των ανθρώπων. Οι ερευνητές βάφτισαν το φαινόμενο «κοινωνική θεωρία γραμμής βάσης». Είναι η ιδέα ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος αναμένει πρόσβαση σε σχέσεις και αλληλεξάρτηση, γιατί χωρίς αυτές τα προβλήματα του κόσμου απαιτούν πολύ περισσότερη φυσική και ψυχολογική προσπάθεια.
Αλλά όταν γνωρίζουμε ότι δεν είμαστε μόνοι –όπως συμβαίνει με το κράτημα των χεριών– ο εγκέφαλός μας αντιλαμβάνεται τη βοήθεια και ανακουφίζεται. Τα χέρια είναι ένα βασικό μέρος του τρόπου με τον οποίο εξερευνούμε τον κόσμο από τη στιγμή που γεννιόμαστε: τα χρησιμοποιούμε ως μωρά επειδή η μυωπία με την οποία γεννιόμαστε δεν μας επιτρέπει να δούμε πέρα από λίγα εκατοστά από το πρόσωπό μας.
Οι παλάμες αποτελούν ένα μικρό κλάσμα της συνολικής επιφάνειας του δέρματος, ωστόσο συγκρατούν περίπου το 15% των απτικών νευρικών ινών μας. Λόγω αυτής της απίστευτα υψηλής πυκνότητας νεύρων, τα χέρια μπορούν να διακρίνουν μεταξύ των μυριάδων ερεθισμάτων που προσφέρει ο κόσμος – ένα ζεστό κουλούρι, την απαλή γούνα μιας γάτας ή τις κρύες σταγόνες βροχής.
Παράλληλα, οι παλάμες –και ειδικά οι άκρες των δακτύλων– περιέχουν ειδικές νευρικές απολήξεις που ονομάζονται σωμάτια Μάισνερ. Αυτά τους δίνουν τη δύναμη να αντιδρούν στο λεπτότερο άγγιγμα, επιτρέπουν στα χέρια να επεξεργάζονται τη γραφή Braille και είναι ο λόγος που αντιλαμβανόμαστε αμέσως αν ένα αντικείμενο κινδυνεύει να μας γλιστρήσει, ώστε να σφίξουμε τη λαβή μας γύρω του.
Επίσης, χρησιμοποιούμε την αφή για να επικοινωνήσουμε τα συναισθήματά μας. Μια μελέτη του 2009 παρατήρησε 124 ζευγάρια αγνώστων: ο ένας είχε δεμένα τα μάτια και ο άλλος κλήθηκε να μεταδώσει ένα συναίσθημα σε αυτόν χρησιμοποιώντας το άγγιγμά του. Οι χωρίς δυνατότητα όρασης συμμετέχοντες μπόρεσαν να αναγνωρίσουν –χωρίς ποτέ να ακούσουν ή να δουν το άλλο άτομο– συναισθήματα όπως ευγνωμοσύνη, αηδία, ευτυχία και φόβο.
Σε μια πρόσφατη μελέτη του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, οι συμμετέχοντες κατάφεραν να αναγνωρίσουν σωστά το συναίσθημα ενός άλλου ατόμου κοιτάζοντας απλώς τα χέρια του – χωρίς να δουν το πρόσωπό του. Τα χέρια είναι λήπτες και φορείς συναισθημάτων, οπότε το κράτημά τους μεταφέρει περισσότερα πράγματα από όσα μπορούμε να εκφράσουμε με λόγια.