Στις 12 Δεκεμβρίου 2010, o Τζον Γκαλιάνο, τότε δημιουργικός διευθυντής του οίκου Dior, καθόταν στη βεράντα του μπιστρό «La Perle» στο Μαρέ, μια παρισινή γειτονιά που παλαιότερα στέγαζε εβραίους, ενώ πλέον είναι ιδιαίτερα αγαπητή στους γκέι. Το «La Perle» ήταν στέκι του Γκαλιάνο, ο οποίος έμενε στην περιοχή.
Εκείνο το βράδυ, εντελώς μεθυσμένος, άρχισε να εκτοξεύει αντισημιτικά και ρατσιστικά σχόλια σε ένα ζευγάρι που καθόταν στο διπλανό τραπέζι. Ενας φίλος τους τον βιντεοσκόπησε να λέει τραυλίζοντας στη γυναίκα «λατρεύω τον Χίτλερ» και «άνθρωποι σαν εσάς θα ήταν νεκροί. Οι μανάδες σας και οι προπάτορές σας θα είχαν όλοι γ*** με αέριο». Η γυναίκα, το πρόσωπο της οποίας δεν φαίνεται, τον ρωτάει: «Εχετε κάποιο πρόβλημα;» Και ο Γκαλιάνο της απαντά: «Με εσάς. Είστε άσχημη».
Δύο μήνες αργότερα υπήρξε ένα ανάλογο περιστατικό και το βίντεο ήρθε ξανά στην επιφάνεια (το δημοσίευσε το βρετανικό ταμπλόιντ Sun). Στην πραγματικότητα είχαν συμβεί συνολικά τρία παρόμοια ρατσιστικά ξεσπάσματα του Γκαλιάνο, με αποτέλεσμα να κληθεί από την αστυνομία σε απολογία και να απολυθεί από τον οίκο Dior.
Στο δικαστήριο που ακολούθησε κρίθηκε ένοχος για τα αντισημιτικά του σχόλια και μετά την καταδίκη του ουσιαστικά εξαφανίστηκε. Αλλά σε δύο χρόνια άρχισε να επιστρέφει διακριτικά, γράφει στην εφημερίδα The Washington Post η Ρέιτσελ Τάσζιαν. Ο ιδιοφυής σχεδιαστής εργάστηκε ως guest στον οίκο Oscar de la Renta, με τη βοήθεια της «σιδηράς κυρίας» της Vogue Αννα Γουίντουρ, ενώ παρακολούθησε την επίδειξη του οίκου στην Εβδομάδα Μόδας της Νέας Υόρκης 2013, με χασιδική περιβολή.
Ακόμη, ο πρόεδρος του ομίλου Condé Nast, Τζόναθαν Νιούχαουζ, του κανόνισε συναντήσεις με εξέχοντες εβραίους –μεταξύ των οποίων ο ραβίνος της Κεντρικής Συναγωγής του Λονδίνου και ο αρχιραβίνος της Βρετανίας– για να ζητήσει συγχώρεση. Επιπλέον, έδωσε μια συνέντευξη στο Vanity Fair και πόζαρε στην Ανι Λάιμποβιτς για το εξώφυλλο, ως γοργόνα πάνω σε έναν βράχο, που λαχταρά να επιστρέψει στη θάλασσα. Τον επόμενο χρόνο κατάφερε πράγματι να επιστρέψει ως δημιουργικός διευθυντής του Maison Margiela.
Ηταν ένας Ικαρος του κόσμου της μόδας, ένα αξιοθαύμαστο ταλέντο που ανέβηκε ψηλά, για να συντριβεί στη συνέχεια, το 2011, χάνοντας τη φήμη του και τη θέση του στον Dior, σημειώνει στους New York Times η Ρόντα Γκαρέλικ, προσθέτοντας ότι θα ξανασηκωνόταν, αλλά το μονοπάτι της επιστροφής ήταν απότομο.
Τώρα ο Τζον Γκαλιάνο πρωταγωνιστεί στο «High & Low: John Galliano», ένα νέο ντοκιμαντέρ του Κέβιν Μακντόναλντ, το οποίο, όπως αποκαλύπτει ο εύστοχος τίτλος του, εξιστορεί τα πάνω και τα κάτω της καριέρας του, ενώ επίσης εκθέτει μερικές από τις λιγότερο όμορφες πτυχές της βιομηχανίας της μόδας: τον φόρο που απαιτεί ακόμη και από εκείνους που δοξάζει περισσότερο. (Δείτε to trailer του ντοκιμαντέρ)
«Εχω κάνει πολλές ταινίες για ανθρώπους που δεν είσαι σίγουρος αν είναι καλοί ή όχι, και τους αμφισβητείς συνέχεια και προσπαθείς να καταλάβεις τι πρέπει να σκεφτείς γι’ αυτούς» είπε νωρίτερα αυτόν τον μήνα στην Washington Post ο γεννημένος στη Γλασκώβη σκηνοθέτης, ο οποίος είναι γνωστό ότι ελκύεται από ηθικά διφορούμενους ή επικίνδυνους χαρακτήρες –δικτάτορες και τρομοκράτες–, αλλά και από σταρ όπως ο Μικ Τζάγκερ και η Γουίτνεϊ Χιούστον.
Ο Μακντόναλντ είπε ότι η ιδέα ενός ντοκιμαντέρ για τον Γκαλιάνο τού ήρθε ενώ σκεπτόταν ακυρωμένες περσόνες της κινηματογραφικής βιομηχανίας. «Πώς λαμβάνεις συγχώρεση σε έναν μετα-θρησκευτικό κόσμο;» αναρωτήθηκε ο σκοτσέζος σκηνοθέτης. «Λυτρώνεσαι ποτέ, και πώς; Παλιά μπορούσες να πας να προσευχηθείς “Χαίρε Μαρία Κεχαριτωμένη”. Πώς γίνεται αυτό [τώρα]; Αυτό λοιπόν ήταν πραγματικά το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα και κάποιος πρότεινε ως θέμα τον Τζον» αποκάλυψε.
Ποιος τον πρότεινε; Η Γουίντουρ ή μήπως η Ντάνα Τόμας, βετεράνος ρεπόρτερ μόδας και συγγραφέας ενός βιβλίου για τον Γκαλιάνο και τον Αλεξάντερ ΜακΚουίν με τίτλο «Gods and Kings»; Εκπρόσωπος του ομίλου Condé Nast αρνήθηκε να απαντήσει στο αίτημα της Washington Post για σχόλιο.
Το αν ο Condé Nast ήταν ο αρχιτέκτονας ή απλώς έδωσε χείρα βοηθείας επαφίεται τελικά στον θεατή, γράφει στην Washington Post η Ρέιτσελ Τάσζιαν. Ο Μακντόναλντ δήλωσε ότι η Γουίντουρ «εμπλέχτηκε σε αυτή την ταινία από νωρίς για να προσφέρει τη βοήθειά της, και ήταν απίστευτα χρήσιμη». Είπε επίσης ότι έδωσε πρόσβαση «στον Dior και σε διάφορους άλλους ανθρώπους» που διαφορετικά δεν θα συμμετείχαν. (Η Κέιτ Μος, η Ναόμι Κάμπελ και, φυσικά, ο ίδιος ο Γκαλιάνο μιλούν στο ντοκιμαντέρ, όπως και η κριτικός της Washington Post Ρόμπιν Γκίβαν.)
Ο Μακντόναλντ σκηνοθέτησε την ταινία του με αξιοσημείωτη ελευθερία, δεδομένης της ελεγκτικής φύσης του κόσμου της μόδας. Οι σχεδιαστές, για παράδειγμα, σπάνια δίνουν συνεντεύξεις χωρίς την παρουσία των υπεύθυνων δημοσίων σχέσεών τους και συχνά ζητούν να βλέπουν τις ερωτήσεις εκ των προτέρων.
Είναι επίσης γνωστό ότι ζητούν να εγκρίνουν τα κείμενα και τις φωτογραφίες, αιτήματα που, ωστόσο, η Washington Post και άλλα έντυπα δεν τηρούν. Ο Γκαλιάνο, πάντως, δεν ζήτησε να εγκρίνει την ταινία. Στα πρώτα λεπτά ο σχεδιαστής κοιτάζει κατευθείαν στον φακό και ανάβοντας τσιγάρο δηλώνει: «Α, θα σας τα πω όλα». Ως επί το πλείστον, το κάνει.
Ούτε η Γουίντουρ ούτε ο Condé Nast ζήτησαν να την εγκρίνουν. «Κανείς δεν προσπάθησε πραγματικά να ελέγξει την ταινία» είπε ο Μακντόναλντ. «Εγώ έκανα το τελικό μοντάζ. Η χρηματοδότηση ήταν ανεξάρτητη».
Ο Τζον Γκαλιάνο, ο αγαπημένος του κόσμου της διεθνούς μόδας, ήταν στην πραγματικότητα η «επινόηση» ενός αγοριού που γεννήθηκε ως Χουάν Κάρλος Γκαλιάνο-Γκαλιέν, σε μια οικογένεια της εργατικής τάξης στο Γιβραλτάρ, γράφουν οι New York Times.
Γνωρίζοντας από την παιδική του ηλικία πως ήταν ομοφυλόφιλος, κράτησε τη σεξουαλικότητά του κρυφή από την αυστηρή καθολική οικογένειά του, ειδικά από τον επικριτικό πατέρα του, που μπορούσε να γίνει πολύ βίαιος. Ο Χουάν Κάρλος βρήκε καταφύγιο στη φαντασία του και στη ζωγραφική. «Ηταν πιο ωραία μέσα στο κεφάλι μου» εξηγεί.
Τελικά, οι εικόνες μέσα στο κεφάλι του ξεπήδησαν σε τρισδιάστατη μορφή μέσω της μόδας. Παράλληλα, ο Γκαλιάνο ανέπτυσσε την ολοένα πιο ακραία περσόνα του: ντυνόταν με κοστούμια πειρατή, ναύτη, αστροναύτη ή αυτοκράτορα. Ο σκηνοθέτης του «High & Low» υπογραμμίζει, μάλιστα, τόσο την κινηματογραφική ζωή του Γκαλιάνο όσο και τη ναπολεόντεια τάση του (την οποία, ωστόσο, ο ίδιος αρνείται), ενσωματώνοντας στο ντοκιμαντέρ αποσπάσματα από τη βωβή ταινία του Αμπέλ Γκανς «Ναπολέων» (1927).
Αν και τα κλιπ δεν σχολιάζονται, το υπονοούμενό τους είναι σαφές: Οπως ο Γκαλιάνο, έτσι και ο Ναπολέων ήταν ένας ξένος, ένας Κορσικανός, ο οποίος με όπλο την εξουσία ασκούσε εκφοβισμό και η τεράστια φιλοδοξία του τού χάρισε μεν τον κόσμο ολόκληρο, αλλά τελικά τον οδήγησε στην ήττα και στην εξορία. Ο Μακντόναλντ ενσωματώνει επίσης κλιπ από το μιούζικαλ «Τα Κόκκινα Παπούτσια» (1948), όπου μια προικισμένη μπαλαρίνα αναγκάζεται να χορέψει μέχρι θανάτου φορώντας μαγικές πουέντ.
Φαίνεται ότι ο Κέβιν Μακντόναλντ βλέπει στον Γκαλιάνο αποχρώσεις αυτής της φρενήρους χορεύτριας, παρατηρεί στους New York Times η Ρόντα Γκαρέλικ. Προσθέτει ότι το ντοκιμαντέρ αποκαλύπτει πολλά για τη φρενήρη ζωή του Γκαλιάνο: τις απαιτήσεις για ολοένα και περισσότερες συλλογές (έως 32 ετησίως), τις υπερβολές που τον απομόνωσαν από την πραγματικότητα (ο Γκαλιάνο θυμάται ότι έξι άνθρωποι τον βοήθησαν να ανάψει ένα τσιγάρο), τα χάπια, το ποτό και τη θλίψη για τον θάνατο του Στίβεν Ρόμπινσον στα 38 του χρόνια, του πιο στενού φίλου και βοηθού του, ενός ανθρώπου που είχε παρατήσει τη ζωή του για να υπηρετεί τον Γκαλιάνο.
Τέτοιου είδους πιέσεις είχαν προηγηθεί των διάσημων ρατσιστικών και ναζιστικών ξεσπασμάτων του Γκαλιάνο ενώ ήταν εντελώς μεθυσμένος. Σήμερα, νηφάλιος πλέον, ο ιδιοφυής σχεδιαστής μόδας κατηγορεί για τα επεισόδια τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, ισχυριζόμενος πως δεν τα θυμάται καν. Και εμφανίζεται μετανιωμένος.
Η ταινία φαίνεται να υποδηλώνει ότι πρέπει να του συγχωρεθούν τα πάντα, ακόμη και όταν δείχνει την περίεργη λήθη του σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα ή την ευγενική αδιαφορία του για τα βάσανα στενών συνεργατών του, όπως ο Ρόμπινσον. Αλλά εγείρει, επίσης, ανησυχητικά ζητήματα, τα οποία ξεπερνούν την ιστορία ενός ανθρώπου, επισημαίνει η Γκαρέλικ στους New York Times.
Τα προσβλητικά σχόλια του Γκαλιάνο συνέδεσαν την εθνικότητα και τη φυλή με ζητήματα εμφάνισης και συμμετοχής. Εκανε κρίσεις για το ποιος είναι όμορφος και ποιος όχι. Ποιος άξιζε να ζει και ποιος όχι. Αυτές οι δηλώσεις ήταν, βεβαίως, ρατσιστικές, αλλά αφορούν επίσης μερικές από τις κρίσεις που απασχολούν την ίδια τη μόδα, με τη συνήθειά της να νομοθετεί για το τι και ποιος είναι in ή out.
Τέλος, όπως επισημαίνει η Γκαρέλικ στους New York Times, η μόδα, το εκλεκτό λιμάνι που υποδέχτηκε τον πρώην νταή, το μέρος που γοήτευσε τα όνειρά του και έθρεψε το ταλέντο του, υπήρξε επίσης το μέρος που τον οδήγησε στην αυτοκαταστροφή, ένας τόπος αδηφάγων, αδιάκοπων απαιτήσεων για νιάτα, status, χρήματα και, κυρίως, ομορφιά.