Στα κεντρώα κόμματα, τα οποία σε αρκετές χώρες της Ευρώπης αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες, εστιάζει την προσοχή του ο Βόλφγκανγκ Μινχάου. Σε ανάλυσή του στο eurointellingence.com (το οποίο ίδρυσε το 2006 και εξακολουθεί να διευθύνει έως σήμερα) ο γνωστός γερμανός αναλυτής γράφει πως, σκεπτόμενος την κατάσταση του κεντρώου χώρου ανά την Ευρώπη, του έρχονται στο νου δύο «αντίθετες λογοτεχνικές εικόνες».
«Οι δυστυχισμένες οικογένειες του Τολστόι είναι η αφήγηση της πολιτικής δημοσιογραφίας, η οποία εξηγεί την παρακμή του Κέντρου μέσα από το πρίσμα εθνικών ιστοριών: μέσα από τις συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις στη Γαλλία, από την ενεργειακή πολιτική στη Γερμανία, από τη στασιμότητα στην Ιταλία. Κάθε αποτυχία είναι μια δυσάρεστη ιστορία από μόνη της» γράφει.
Οσον αφορά την αντίθετη άποψη, περί «μιας ενοποιητικής δύναμης πίσω από το χάος στην ευρωπαϊκή πολιτική», την εκφράζει ιδανικά «το spiritus mundi στο ποίημα του Γέιτς “Η Δευτέρα Παρουσία”», στο οποίο ο ιρλανδός ποιητής έγραψε πως «Τα πάντα καταρρέουν· το κέντρο δεν αντέχει».
Η Γαλλία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί είναι «η μοναδική χώρα που προσπάθησε να επανεφεύρει τον μεσαίο πολιτικό χώρο μέσω του ριζοσπαστικού κεντρισμού του Εμανουέλ Μακρόν». Ωστόσο, οι όποιες σχετικές απόπειρες ανήκουν στο παρελθόν, ενώ το απόλυτο αδιέξοδο για τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος ενίσχυσε εκ νέου την Αριστερά και τη Δεξιά, κυρίως όμως τη Μαρίν Λεπέν.
Οσον αφορά την κατάσταση στα υπόλοιπα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη, τον περασμένο Σεπτέμβριο οι Ιταλοί εξέλεξαν πρωθυπουργό μια ακροδεξιά, ενώ στην Ισπανία οι ριζοσπαστικές δυνάμεις της Ακροαριστεράς και της Ακροδεξιάς έχουν σχηματίσει συμμαχίες με τα κεντρώα κόμματα και τα ωθούν σε πιο ακραίες θέσεις. Το Κέντρο εξακολουθεί να κρατάει στη Γερμανία, αλλά έχει επίσης αποδυναμωθεί στον απόηχο της πανδημίας, του πολέμου και του πληθωρισμού.
Λαμβάνοντας την παραπάνω γενική εικόνα, ο Μινχάου διερωτάται γιατί αυτό συμβαίνει σε τόσες πολλές χώρες ταυτόχρονα. Ο ίδιος θεωρεί πως το Κέντρο δείχνει να μην αντέχει πλέον στην Ευρώπη επειδή έχει αποσυντεθεί ο κοινωνικός ιστός που το στήριζε.
«Είναι εν μέρει μια οικονομική ιστορία, αλλά δεν ανάγεται σε μια σειρά αριθμών» γράφει, θυμίζοντας πως στη μεταπολεμική Ευρώπη η βιομηχανία παρείχε ισόβια απασχόληση, εγγυημένες συντάξεις και σταθερές κοινωνικές δομές, τα βιομηχανικά κέντρα περιβάλλονταν από μεγάλες πόλεις, οι άνθρωποι ήταν ριζωμένοι στις κοινότητές τους. «Αυτός είναι ο λόγος που οι Γερμανοί, για παράδειγμα, κάνουν λόγο για “industriegesellschaft” (βιομηχανική κοινωνία), σε αντίθεση με τη βιομηχανική οικονομία. Πρόκειται για έναν τρόπο ζωής» εξηγεί.
Ο παράγοντας της αποβιομηχανοποίησης
Σημειώνει επίσης ότι η παρακμή του Κέντρου συνδέεται στενά με τη αποβιομηχάνιση, γεγονός που εξηγεί γιατί η υποστήριξη του Brexit ήταν υψηλότερη στις πρώην βιομηχανικές πόλεις της βόρειας Αγγλίας, γιατί τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της Γερμανίας, το κεντροαριστερό SPD και το κεντροδεξιό CDU/CSU, που είχαν επενδύσει πολλά στη βιομηχανική κοινωνία, το 2021 έλαβαν από κοινού ποσοστό κάτω του 50% – ενώ το 1998 άνω του 75%–, γιατί στη Γαλλία και στην Ιταλία περισσότεροι ψηφοφόροι στηρίζουν κόμματα της Ακροδεξιάς και της Ακροαριστεράς παρά του Κέντρου.
Από τις μεγάλες χώρες της Ευρώπης, η αποβιομηχάνιση έπληξε πρώτη την Ιταλία, γι’ αυτό η ριζοσπαστικοποίηση εκεί έχει λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις. «Από την έναρξη του ευρώ, η Ιταλία δεν κατάφερε σχεδόν καμία αύξηση της παραγωγικότητας» σημειώνει ο Μινχάου, ο οποίος τα τελευταία 20 χρόνια έχει περάσει πολύ καιρό στη Λιγουρία, μια κάποτε ευημερούσα παράκτια περιοχή της βορειοδυτικής Ιταλίας, που συνορεύει με τη Γαλλία.
«Είναι ακόμα ένα από τα πιο όμορφα σημεία της Ευρώπης. Το πιο εμφανές σημάδι οικονομικής παρακμής είναι η εγκατάλειψη – εγκατάλειψη καταστημάτων, σπιτιών και γεωργικών εκτάσεων. Είναι ένας τόπος που πεθαίνει» γράφει, αναφέροντας ότι σύμφωνα με την Κομισιόν η Λιγουρία είναι μια από τις ευρωπαϊκές περιφέρειες που πλήττεται χειρότερα από το αποκαλούμενο «brain drain». Πλέον, ο καλύτερος, αν όχι ο μοναδικός τρόπος για να βρει κανείς δουλειά εκεί, είναι μέσω «οικογενειακών διασυνδέσεων», οπότε οι περισσότεροι ψηφοφόροι δεν έχουν λόγο να ψηφίσουν κόμματα του Κέντρου, που επέτρεψαν να περιέλθει σε αυτή την κατάσταση η περιφέρειά τους.
Αλλά την ίδια μοίρα έχουν και άλλες πάλαι ποτέ κραταιές περιφέρειες της Ιταλίας, καθώς σε παρακμή, σύμφωνα με τα στοιχεία των Βρυξελλών, βρίσκονται και το όμορο Πεδεμόντιο, «η γη της Fiat, του κρασιού και της τρούφας», και η περιφέρεια Φριούλι-Βενέτσια Τζούλια, στα βορειοανατολικά, με πρωτεύουσα την Τεργέστη, μια από τις πιο αναπτυγμένες περιοχές της Ιταλίας στο παρελθόν, με πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
Οι εξτρεμιστές και η παρακμή
Στη «λίστα της απόγνωσης της Κομισιόν», όπως την αποκαλεί ο Μινχάου, περιλαμβάνονται και τρία κρατίδια της Γερμανίας, όλα στα ανατολικά της χώρας, τα οποία έχουν καταστεί προπύργια του αριστερού Die Linke και του ακροδεξιού AfD. «Η Γερμανία ήταν σχετικά τυχερή. Επωφελήθηκε από το φθηνό εργατικό δυναμικό από την Ανατολική Ευρώπη και το φθηνό φυσικό αέριο από τη Ρωσία. Αλλά αυτά έχουν τελειώσει πια. Η παρακμή της γερμανικής βιομηχανίας είναι τόσο προβλέψιμη όσο και η έλλειψη πολιτικής βούλησης για την αντιμετώπιση των συνεπειών», γράφει ο γερμανός δημοσιογράφος αναφερόμενος ειδικά στην ιδιαίτερη πατρίδα του.
Πλέον και στη Γερμανία, όπως στη Γαλλία και στην Ιταλία, οι εξτρεμιστές κερδίζουν διαρκώς έδαφος, τόσο που η Σάρα Βάγκενκνεχτ, η πιο επιφανής προσωπικότητα της Ακροαριστεράς στη χώρα, εξετάζει το ενδεχόμενο να ιδρύσει ένα νέο κόμμα που θα τάσσεται κατά της συμμετοχής της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και της αρωγής των μαχόμενων Ουκρανών, επιδιώκοντας συγχρόνως την ανανέωση των σχέσεων με τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, ένα τέτοιο κόμμα θα είχε την υποστήριξη έως και του 20% του εκλογικού σώματος, με τον Μινχάου να θεωρεί πολύ πιθανό το ενδεχόμενο η εκλογική ισχύς των άκρων στη Γερμανία να κυμαίνεται σύντομα γύρω στο 30%.
Ωστόσο, υπάρχει ακόμα μια κεντρώα πλειοψηφία, και μάλλον θα υπάρχει και μετά τις επόμενες εκλογές. Αλλά θα χρειάζεται ολοένα μεγαλύτερη προσπάθεια για να συνεχίσει να κυβερνάται η χώρα από το Κέντρο. Η Γερμανία έχει για πρώτη φορά τρικομματικό συνασπισμό, στην Ολλανδία κυβερνούν τέσσερα κόμματα, ενώ το Βέλγιο έχει έναν επτακομματικό συνασπισμό, καθώς όταν κατακερματίζεται η κοινωνία το ίδιο συμβαίνει και στην πολιτική.
Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του, ο Μινχάου διερωτάται αν είναι αναστρέψιμη η παρακμή του Κέντρου. Θεωρητικά, ναι, απαντάει. Στην πράξη, όμως, δεν περιμένει να συμβεί αυτό, κυρίως επειδή το Κέντρο δεν αντιμετωπίζει την κύρια αιτία της παρακμής του, «τον εθισμό του στις βραχυπρόθεσμες λύσεις».
«Ετσι, φθάσαμε στην ποσοτική χαλάρωση, τη δημοσιονομική λιτότητα, τα lockdown και τις οικονομικές κυρώσεις, με τεράστιες, άγνωστες ανεξήγητες μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Αυτό που φαίνεται σωστό βραχυπρόθεσμα, σπανίως είναι το σωστό μακροπρόθεσμα. Από την σκοπιά όλων αυτών των πολιτικών, βρισκόμαστε ήδη στο μακροπρόθεσμα. Συμφωνώ με τον Γέιτς σε αυτό: “Ωμή αναρχία λύθηκε στην οικουμένη”» καταλήγει.