Μετά από περισσότερες από 100 ταινίες, ο Σάμιουελ Τζάκσον αποτελεί μια δύναμη με μεγάλη επιρροή στο Χόλιγουντ | CreativeProtagon/APE/YouTube
Θέματα

Σάμιουελ Τζάκσον: «Η γυναίκα μου με έστειλε για αποτοξίνωση»

Ο 74χρονος αμερικανός ηθοποιός, ο αρχικατάσκοπος Νικ Φιούρι στη μίνι τηλεοπτική σειρά της Marvel «Secret Invasion», μίλησε για τον εθισμό του στο κρακ, για την προσωπική του συλλογή όπλων και την οπλοκατοχή στις ΗΠΑ, για τον ρατσισμό που έχει βιώσει, αλλά και για τα δώρα που συνεχίζει να κάνει στην επί 43 χρόνια σύζυγό του
Protagon Team

Ο Σάμιουελ Τζάκσον πρωταγωνιστεί στα πλατό εδώ και πολλές δεκαετίες. Θεωρείται ευρέως ένας από τους πιο καταξιωμένους ηθοποιούς της γενιάς του, ενώ κατέχει και ένα πολύ σημαντικό ρεκόρ: οι ταινίες του, στο σύνολό τους, είναι οι πιο επιτυχημένες εμπορικά όλων των εποχών, καθώς οι εισπράξεις τους, άνω των 27 δισ. δολαρίων, ξεπερνούν εκείνες των ταινιών εξίσου καταξιωμένων και διάσημων ηθοποιών, περιλαμβανομένων των Τομ Κρουζ, Μπραντ Πιτ και Τζορτζ Κλούνεϊ.

Ο Σάμιουελ Τζάκσον έχει στο ενεργητικό του ταινίες όπως το «Star Wars» και το «Die Ηard», ενώ έχει ερμηνεύσει πολλούς εμβληματικούς ρόλους, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει εκείνος του Τζουλς Γουίνφλντ στο «Pulp Fiction» του Κουέντιν Ταραντίνο, για τον οποίο προτάθηκε για Οσκαρ Β’ ανδρικού ρόλου το 1995.

Ο Τζον Τραβόλτα και ο Σάμιουελ Τζάκσον σε πρόβα για την τελετή των 67ων βραβείων Οσκαρ, το 1995. Ηταν τότε και οι δύο υποψήφιοι για χρυσό αγαλματάκι, Α’ και Β’ ανδρικού ρόλου αντίστοιχα, για τις ερμηνείες τους στην ταινία «Pulp Fiction» (Dan Groshong)

Ο ίδιος, όμως, ξεχωρίζει τον Νικ Φιούρι, τον αρχικατάσκοπο που δημιούργησαν οι Τζακ Κίρμπι και Σταν Λι για τη Marvel Comics. Πρώτη φορά τον υποδύθηκε πριν από 15 χρόνια στην ταινία «Iron Man» του Τζον Φαβρό και τελευταία πέρυσι, στη μίνι τηλεοπτική σειρά «Secret Invasion» (διαθέσιμη από την 21η Ιουνίου στο Disney+), που σηματοδοτεί την έναρξη της λεγόμενης Phase Five του Κινηματογραφικού Σύμπαντος της Μάρβελ (Marvel Cinematic Universe).

«Πλέον, ο Νικ Φιούρι έχει αρχίσει να είναι μιας κάποιας ηλικίας, είναι γεμάτος παθήσεις, έχει ένα κατεστραμμένο γόνατο, έλειπε για πολύ καιρό από τον πλανήτη Γη, αλλά τώρα επιστρέφει επειδή τον καλούν πίσω, θα δούμε τι θα γίνει» είπε ο 74χρονος αμερικανός ηθοποιός, μιλώντας στην ιταλική Corriere della Sera.

Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι ο «Νικ Φιούρι» πληροφορείται ότι μια ομάδα εξωγήινων σχεδιάζει να εισβάλει μυστικά στη Γη και να τη θέσει υπό τον έλεγχό της. Πέρα, όμως, από την πλοκή, αυτό που θα αρέσει περισσότερο στη νέα σειρά είναι η πιο ολοκληρωμένη παρουσίαση μυστηριώδους, εδώ και καιρό, χαρακτήρα που υποδύεται ο Σάμιουελ Τζάκσον.

«Ενδέχεται όσο περισσότερο τον μαθαίνεις, τόσο περισσότερο να μη σου αρέσει. Ωστόσο, όσο περισσότερο αποκαλύπτεται τόσο περισσότερο αρέσει σε εμένα», ανέφερε ο ηθοποιός, μεγάλος λάτρης των κόμικς από τα παιδικά του χρόνια (υποχρεούνταν, ωστόσο, μετά από δύο κόμικς να διαβάζει και ένα αριστούργημα της κλασικής λογοτεχνίας).

Παρέα με τον σκηνοθέτη Κουέντιν Ταραντίνο σε εκδήλωση στο Λος Αντζελες τον Δεκέμβριο του 2014 (Shutterstock)

Μετά από περισσότερες από 100 ταινίες, ο Σάμιουελ Τζάκσον αποτελεί μια δύναμη με μεγάλη επιρροή στο Χόλιγουντ. Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία ήταν το «Jungle Fever» του Σπάικ Λι (1991), με την κριτική επιτροπή του 44ου Φεστιβάλ Καννών, όπου προβλήθηκε, να ενθουσιαστεί τόσο πολύ με την ερμηνεία του, ώστε να θεσπίσει επί τούτου ένα βραβείο B’ ανδρικού ρόλου.

Εκεί υποδύθηκε έναν τοξικομανή εθισμένο στο κρακ. Η εξαιρετική ερμηνεία του, που επαινέθηκε ευρέως, οφειλόταν και σε προσωπικά βιώματα του ηθοποιού, καθώς υπήρξε επίσης εθισμένος στη συγκεκριμένη ναρκωτική ουσία. Μάλιστα, είχε πάρει εξιτήριο από κλινική αποτοξίνωσης λίγες εβδομάδες πριν από την έναρξη των γυρισμάτων. Η γυναίκα του τον είχε αναγκάσει να ζητήσει βοήθεια για να απεξαρτηθεί όταν τον βρήκε λιπόθυμο στην κουζίνα του σπιτιού τους στη Νέα Υόρκη: «Μου είπε “τώρα να πας να καθαρίσεις”. Δεν της  εναντιώθηκα, ήμουν και εγώ πολύ κουρασμένος» θυμάται σήμερα ο ηθοποιός.

Ο Σάμιουελ Τζάκσον και η ΛαΤάνια Ρίτσαρντσον είναι παντρεμένοι επί 43 χρόνια, διάστημα που συνιστά ρεκόρ για τα δεδομένα του Χόλιγουντ. «Δεν ξέρω αν είμαι ρομαντικός. Το να ξοδεύει κανείς πολλά χρήματα μετράει ως ρομαντική χειρονομία;» διερωτάται ο Τζάκσον, που λατρεύει να κάνει δώρα στη σύζυγό του, ειδικά στα ταξίδια τους στην Ιταλία, την οποία επισκέπτονται σχεδόν κάθε χρόνο. Φτάνουν αεροπορικώς από τις ΗΠΑ, νοικιάζουν ένα γιοτ με φίλους και περιφέρονται στη Μεσόγειο, αράζοντας άλλοτε στο Πορτοφίνο και άλλοτε στο Ποζιτάνο ή στην Αμάλφι.

Σάμιουελ Τζάκσον και ΛαΤάνια Ρίτσαρντσον Τζάκσον στην τελετή απονομής των θεατρικών βραβείων Τόνι, στο Radio City Music Hall της Νέας Υόρκης, τον Ιούνιο του 2022 (EPA/JASON SZENES)

Του αρέσει επίσης να ξοδεύει χρήματα για όπλα: έχει μια συλλογή όπλων, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψή του για την οπλοκατοχή στις ΗΠΑ: «Είναι ζήτημα ευθύνης. Σαν να έχεις ένα μωρό παιδί: αφού το αποκτήσεις, είναι καθήκον σου να το φροντίζεις. Αλλά δεν ξέρουν όλοι πώς να το κάνουν αυτό. Πρόκειται, λοιπόν, για ζήτημα παιδείας και ικανότητας να κρατιούνται τα όπλα μακριά από ανθρώπους που δεν ξέρουν πώς να ανταποκρίνονται σε τέτοιες ευθύνες. Ψυχικά διαταραγμένοι άνθρωποι, για παράδειγμα. Οπότε, πιστεύω ότι στις ΗΠΑ πρέπει να γίνεται καλύτερος έλεγχος, να υπάρχει ένα μητρώο. Αλλά το λόμπι των όπλων είναι ισχυρό και δύσκολο να νικηθεί».

Στις ΗΠΑ κυριαρχεί όμως και ένα άλλο ακανθώδες ζήτημα, το φυλετικό. Γεννημένος το 1948, ο Σάμιουελ Τζάκσον βίωσε την αμερικανική ιστορία από τον φυλετικό διαχωρισμό μέχρι την εκλογή του πρώτου μαύρου προέδρου, διαμέσου των αγώνων για τα πολιτικά δικαιώματα τη δεκαετία του 1960, στους οποίους ο ηθοποιός συμμετείχε ενεργά ως φοιτητής. Ονόμασε την εταιρεία παραγωγής του «Uppity» (ανωτερότητα, υπεροψία) επειδή, όταν ήταν παιδί, ο παππούς του τον συμβούλευε να μην κοιτάζει τους λευκούς στα μάτια, γιατί θα μπορούσαν να το ερμηνεύσουν ως ένδειξη αλαζονείας.

«Οταν έφτασα σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο στο επάγγελμά μου, όταν δεν φοβόμουν πλέον να στέκομαι όρθιος και να κοιτάζω τους ανθρώπους στα μάτια, όταν έμαθα να μιλάω ξεκάθαρα, οι άνθρωποι άρχισαν να λένε πως είχα καβαλήσει το καλάμι. Κάπως έτσι εμπνεύστηκα να ονομάσω την εταιρεία μου “Uppity”, μου φάνηκε κάτι παραπάνω από κατάλληλη ονομασία», εξηγεί.