Το βιβλίο του Αντρέι Κούρκοφ «Ημερολόγιο μιας Εισβολής» κυκλοφόρησε πέρσι τον Σεπτέμβριο και αποτελεί ένα χρονικό της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Ο πιο επιφανής και πολυμεταφρασμένος ουκρανός (ρωσικής καταγωγής και ρωσόφωνος) συγγραφέας ξεκινάει την αφήγησή του από τον Δεκέμβριο του 2021, περί τους δύο μήνες πριν από τη ρωσική εισβολή, και αρχικά αναφέρεται σε καταστάσεις, πρόσωπα και γεγονότα φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους: σε διακοπές ρεύματος, στον κορονοϊό, στον Πούσκιν, στην οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, σε βιβλιοπωλεία για χίπστερ, σε σχολικά γεύματα και στο αν η ουκρανική είναι πιο σέξι γλώσσα από τη ρωσική.
Αλλά πλανάται διαρκώς ένας επίμονος φόβος μια επικείμενης, ανείπωτης σύρραξης. Αλλωστε, πόλεμος στην Ουκρανία διεξάγεται από το 2014, ενώ και το μυθιστόρημα του Κούρκοφ «Γκρίζες Μέλισσες», που εκδόθηκε το 2018 (εκδ. Καστανιώτη), τοποθετείται χρονικά λίγο μετά το 2014 και οι πρωταγωνιστές του ζουν σε μια «γκρίζα ζώνη» μεταξύ του ουκρανικού στρατού και των ρωσόφωνων αυτονομιστών της Ανατολικής Ουκρανίας. Ο Κούρκοφ γνωρίζει πως αυτό που έπεται θα είναι ολοένα χειρότερο, «φρικαλεότητες που δεν έχουν θέση στη σύγχρονη ζωή».
Σε απόσπασμα του «Ημερολογίου» που δημοσίευσε η ιταλική La Repubblica (με αφορμή τη μετάφραση του βιβλίου στα ιταλικά αλλά και τη συμμετοχή του συγγραφέα στο φεστιβάλ πολιτισμού και πολιτικής La Repubblica delle Idee, που διοργανώνει από το 2012 η ιταλική εφημερίδα) ο Αντρέι Κούρκοφ εστιάζει την προσοχή του στην Ιστορία.
«Για πολλούς η Ιστορία έχει πάψει από καιρό να είναι επιστήμη και έχει καταστεί μέρος της λογοτεχνίας. Την επεξεργάζονται ακριβώς όπως επεξεργάζονται ένα μυθιστόρημα πριν από την έκδοση. Προστίθεται αυτό, αφαιρείται εκείνο, αλλάζει το άλλο. Μερικές έννοιες περιορίζονται και αμβλύνονται, κάποιες ιδέες αναδεικνύονται και άλλες υποτιμώνται» γράφει.
«Ως αποτέλεσμα αυτής της επεξεργασίας, αντί να κατανοούνται γνωστά γεγονότα του παρελθόντος, αναδύεται μια νέα “φόρμουλα” και αλλάζει το εύρος των συμβάντων, καθώς και την επίδρασή τους στις εξελίξεις του παρόντος. Μερικοί πολιτικοί αρέσκονται ιδιαίτερα να αναθέτουν νέες εκδόσεις της Ιστορίας, ούτως ώστε να ταιριάζει καλύτερα με τη δική τους ιδεολογία και τις δικές τους ιδεολογικές αγορεύσεις» προσθέτει.
Αναφερόμενος στην Ουκρανία, σημειώνει ότι μια «αλλαγή έμφασης» ενίοτε είναι τρόπον τινά αθώα και δεν έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες. Αναφέρει ενδεικτικά ότι ο ουκρανός πρώην πρόεδρος Βίκτορ Γιουσένκο είχε πάθος με τον νεολιθικό-χαλκολιθικό πολιτισμό Κουκουτένι-Τριπολί (5500-2750 π.Χ.), που εκτεινόταν από τα Καρπάθια Ορη μέχρι τις περιοχές του Δνείστερου και του Δνείπερου, με επίκεντρο τη σημερινή Μολδαβία, καλύπτοντας σημαντικά τμήματα της Ουκρανίας και της βορειοανατολικής Ρουμανίας.
«Πίστευε ειλικρινά ότι οι Ουκρανοί ήταν οι κληρονόμοι του. Πολλοί επαγγελματίες και ερασιτέχνες ιστορικοί άρχισαν να γράφουν βιβλία για τον πολιτισμό Τριπολί σαν να ήταν το λίκνο του ουκρανικού έθνους. Ταυτόχρονα, ιδρύθηκαν τα πρώτα ιδιωτικά μουσεία αφιερωμένα σε αυτόν τον πολιτισμό, κοντά στο Κίεβο, σε μια τοποθεσία όπου οι αρχαιολόγοι βρήκαν ίχνη του. Από τότε που ο Γιουσένκο αποσύρθηκε από την πολιτική κανείς δεν μιλάει για την ύπαρξη άμεσης σύνδεσης μεταξύ του πολιτισμού Τριπολί και της σύγχρονης Ουκρανίας», γράφει ο Κούρκοφ.
Από την άλλη πλευρά, ο Βλαντίμιρ Πούτιν «είχε πάντα πάθος για την επεξεργασία της Ιστορίας με τρόπο που επηρεάζει τη σύγχρονη ζωή». Ο Κούρκοφ θυμίζει πως το 2020, σε άρθρο του για την 75η επέτειο της σοβιετικής νίκης επί του φασισμού, ο ρώσος πρόεδρος, απευθυνόμενος στους ηγέτες των ΗΠΑ, της Κίνας, της Γαλλίας και της Βρετανίας, επισήμανε, στην τελευταία μάλιστα παράγραφο, ότι «βασιζόμενοι σε μια κοινή ιστορική μνήμη, μπορούμε να εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλον και πρέπει να το κάνουμε. Αυτό θα χρησιμεύσει ως σταθερή βάση για επιτυχείς διαπραγματεύσεις και συντονισμένη δράση για χάρη της ενίσχυσης της σταθερότητας και της ασφάλειας στον πλανήτη και της ευημερίας όλων των κρατών. Χωρίς υπερβολές, είναι κοινό μας καθήκον και ευθύνη απέναντι σε όλον τον κόσμο, απέναντι στις σημερινές και τις μελλοντικές γενιές». Σήμερα, όμως, περισσότερο από τρία χρόνια μετά, ο Πούτιν διεξάγει έναν κατακτητικό πόλεμο στην Ουκρανία.
Ο Πούτιν συνέχισε να υποστηρίζει, επίσης, ότι η Ουκρανία ήταν απλώς ένα εφεύρημα του Βλαντίμιρ Λένιν. Σύμφωνα, όμως, με μια προηγούμενη εκδοχή της ρωσικής Ιστορίας, επικρατούσα τόσο στη σοβιετική όσο και στη μετασοβιετική Ρωσία, η Ουκρανία «εφευρέθηκε» από τους Γερμανούς στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο ρώσος πρόεδρος υποστηρίζει επίσης ότι «ήταν οι Γερμανοί εκείνοι που βοήθησαν τον Λένιν να επιστρέψει κρυφά από την εξορία στη Ρωσία για να ηγηθεί της επανάστασης του 1917 και να καθαιρέσει τον τσάρο… Σύμφωνα με το σύγχρονο ρωσικό Δίκαιο, ο Λένιν χαρακτηρίζεται ως “ξένος πράκτορας”. Θεωρητικά, αυτό θα έπρεπε να αναγράφεται στο μαυσωλείο του στην Κόκκινη Πλατεία: Ξένος Πράκτορας Λένιν» αναφέρει στο «Ημερολόγιό» του ο Κούρκοφ.
Επισημαίνει, όμως, ότι τα όποια παράδοξα της επανεγγραφής ή της επανεπεξεργασίας της Ιστορίας δεν αφορούν μόνο τη σύγχρονη Ρωσία, καθώς και στην Ουκρανία από καιρού εις καιρόν προκύπτουν έντονες διαμάχες μεταξύ αντικειμενιστών και πατριωτών ιστορικών. Μια τέτοια διαμάχη βρίσκεται σε εξέλιξη μεταξύ του Γιάροσλαβ Γκριτσάκ, συγγραφέα ενός νέου βιβλίου για την ιστορία της Ουκρανίας («Overcoming the Past: A Comprehensive History of Ukraine»), και του Βολοντίμιρ Βιάτροβιτς, ενός παθιασμένου ιστορικού, συγγραφέα πολλών βιβλίων και πρώην διευθυντή του Ινστιτούτου Εθνικής Μνήμης της Ουκρανίας, με τους δύο ιστορικούς να διερωτώνται αν μπορούν η μνήμη και η Ιστορία να είναι επιλεκτικές.
«Σίγουρα μπορούν» απαντά ο Κούρκοφ. «Στην πραγματικότητα, ζούμε μέσα σε αυτή την “επιλεκτική” ιστορία» θεωρεί και αναφέρει ένα ενδεικτικό περιστατικό, την ανάρτηση μιας αναμνηστικής πλάκας σε ένα κτίριο στο κέντρο του Κιέβου. Απεικονίζεται ένας άνδρας ονόματι Νικολάι Κρασόφσκι με στρατιωτική στολή της περιόδου 1918-20, ο οποίος υπήρξε, όπως επεξηγείται, πράκτορας με πλούσια δράση στον στρατό της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουκρανίας (1917-1921) και έζησε σε εκείνο το κτίριο στις αρχές του 1900. Ομως «για το 99% των πολιτών του Κιέβου, το όνομα “Νικολάι Κρασόφσκι” δεν σημαίνει τίποτα και οι περισσότεροι από εκείνους τους σπάνιους ανθρώπους που έχουν ακούσει για αυτόν είναι απίθανο να γνωρίζουν ότι είχε σχέση με την κατασκοπεία».
Στην πραγματικότητα, κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ο Κρασόφσκι ήταν ένας πολύ γνωστός ντετέκτιβ, που διαλεύκανε τα πιο σκοτεινά και σύνθετα εγκλήματα μέσα και γύρω από το Κίεβο. Υπήρξε επίσης ένας από τους ερευνητές που μετείχαν στην πιο γνωστή υπόθεση αντισημιτισμού στην ιστορία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, στην υπόθεση Μεναχέμ Μέντελ Μπεϊλίς, παρόμοια από πολλές απόψεις με την υπόθεση Ντρέιφους στη Γαλλία, με αμφότερες «να καταδεικνύουν πόσο κοινές ήταν οι αντισημιτικές απόψεις μεταξύ της ευρωπαϊκής και της ρωσικής ελίτ. Και όχι μόνο μεταξύ των ελίτ», σημειώνει ο Κούρκοφ.
Οσον αφορά τον Μεναχέμ Μέντελ Μπεϊλίς, κατηγορήθηκε για την τελετουργική δολοφονία ενός χριστιανόπουλου στο Κίεβο για να πάρει «αίμα για να ετοιμάσει ματσά» (το άζυμο ψωμί που τρώγεται κατά τη διάρκεια της γιορτής του Πέσαχ, του εβραϊκού Πάσχα). Ο Κρασόφσκι απέρριψε εξαρχής το σενάριο της τελετουργικής δολοφονίας, ενώ σύντομα αποκάλυψε τους πραγματικούς δολοφόνους, οι οποίοι δεν ήταν εβραίοι. Οι Αρχές, ωστόσο, χρειάζονταν μια εβραϊκή εκδοχή της δολοφονίας. Ο Κρασόφσκι απομακρύνθηκε από την υπόθεση, ενώ κινδύνευσε να καταλήξει ακόμη και στη φυλακή, κατηγορούμενος για υπεξαίρεση 15 καπικίων από το κράτος.
«Κρίμα που στην αναμνηστική πλακέτα δεν αναφέρεται η συμμετοχή του Κρασόφσκι στην υπόθεση Μπεϊλίς. Πρέπει να ζητήσουμε από την αστυνομία του Κιέβου να αναρτήσει άλλη μία σε αυτό το σπίτι, με την επιγραφή “Νικολάι Κρασόφσκι, θρυλικός ντετέκτιβ του Κιέβου”; Καλό θα ήταν, επίσης, να ζητήσουμε από τους πολωνούς ιστορικούς να ψάξουν στα αρχεία για πληροφορίες σχετικά με τη θητεία του στην πολωνική υπηρεσία πληροφοριών, καθώς και την ημερομηνία και τον τόπο του θανάτου του. Αλλωστε, οι ουκρανοί ιστορικοί δεν έχουν καν τέτοια βιογραφικά στοιχεία αυτής της σημαντικής προσωπικότητας της Ιστορίας μας», σημειώνει ο Κούρκοφ.