Ο Κλάους Κίνσκι στις αρχές της δεκαετίας του '70, στη θεατρική παράσταση «Ιησούς Χριστός Σωτήρας», την οποία είχε μετατρέψει σε κάτι σαν ψυχωτικό τσίρκο | Mehner/ullstein bild via Getty Images
Θέματα

Κλάους Κίνσκι, ο πιο τρομακτικός ηθοποιός που έζησε ποτέ

Ο γερμανός πρωταγωνιστής του «Αγκίρε», του «Νοσφεράτου» και του «Φιτσκαράλντο» ήταν τόσο απαίσιος χαρακτήρας που πολλοί σκηνοθέτες τον ήθελαν ακόμη και νεκρό. Δεν ήταν τρελοί: οι αμαρτίες του ξεπερνούσαν κατά πολύ αυτές ενός «δύσκολου» ανθρώπου
Κική Τριανταφύλλη

Μια από τις πιο πολυσυζητημένες φιγούρες της κινηματογραφικής βιομηχανίας, ο Κλάους Κίνσκι γεννήθηκε το 1926 στο Σόποτ της Πολωνίας και ήταν γιος ενός αποτυχημένου τραγουδιστή της όπερας και μιας νοσοκόμας. Το 1931, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Υφεσης, η οικογένεια μετακόμισε στο Βερολίνο. Ο Κίνσκι απέκτησε τη γερμανική υποηκόοτητα και στα 17 του εντάχθηκε στη Βέρμαχτ, χωρίς ωστόσο να πολεμήσει.

Το 1944 συνελήφθη από τους Βρετανούς και κρατήθηκε στο Εσεξ, όπου συμμετείχε για πρώτη φορά σε θεατρική παράσταση. Ετσι, άρχισε η διεθνής καριέρα του στην υποκριτική, η οποία θα κρατούσε 40 χρόνια, εξελισσόμενος σε έναν από τους πιο διαβόητους σταρ του κόσμου. Απέκτησε τρία παιδιά, την Πόλα, τη Ναστάζια και τον Νικολάι, και πέθανε το 1991 στην Καλιφόρνια.

Στο «Kindermund» («Το Στόμα Παιδιού»), την αυτοβιογραφία της κόρης του Πόλα Κίνσκι, που κυκλοφόρησε το 2013, η 72χρονη γερμανίδα ηθοποιός εξηγεί με τρομακτικές λεπτομέρειες πώς ήταν να είσαι το πρωτότοκο παιδί του Κλάους. Από τα πέντε χρόνια της μέχρι τα 19 εξαναγκάστηκε σε αιμομικτική σχέση με τον πατέρα της, η οποία ξεκίνησε από φιλιά με ανοιχτό το στόμα και κατέληξε σε πολλά χρόνια βιασμών, γράφει στην Telegraph ο Τιμ Ρόμπι.

Ηθελημένα ή μη, η μητέρα της Πόλα, η τραγουδίστρια Γκισλίντε Κίλμπεκ, δεν τα έβλεπε όλα αυτά. Η Ναστάζια, ωστόσο, η μικρότερη κόρη του Κλάους Κίνσκι, υποστήριξε την Πόλα, προσθέτοντας ότι ο πατέρας της την αγκάλιαζε επίσης «σεξουαλικά» όταν ήταν 4-5 ετών, αλλά δεν έκανε ποτέ σεξ μαζί της. Και αποκάλεσε την ετεροθαλή αδερφή της «ηρωίδα» επειδή μίλησε ανοιχτά, πετώντας επιτέλους από πάνω της το βάρος αυτού του τρομερού μυστικού.

Ηταν μια αποκάλυψη-βόμβα, πέρα από τον μύθο του ηθοποιού, η οποία οδηγεί στην πλήρη αναδιατύπωση κάθε πιθανής άποψης για τον Κίνσκι ως άνθρωπο και καλλιτέχνη. Είναι αποκρουστικό ακόμη και να δει κανείς τη μυθική ερμηνευτική ιδιοφυΐα του μέσα από αυτό το πρίσμα.

Οι φήμες για τη θρυλική τερατώδη, εγωιστική και διαταραγμένη συμπεριφορά του –όπως ότι πυροβόλησε όντως κάποιον στα γυρίσματα του «Αγκίρε, η μάστιγα του Θεού» (1972) και ότι πολλοί κινηματογραφιστές σκέφτηκαν πολύ σοβαρά να τον σκοτώσουν– δεν μπορούν πλέον να θεωρηθούν διασκεδαστικά κουτσομπολιά. Οι θρύλοι μπορούν να διαδοθούν, να επιβεβαιωθούν ή να απομυθοποιηθούν. Τα γεγονότα, όμως, όταν είναι τόσο φρικτά, έχουν τον τελευταίο λόγο, γράφει στην Telegraph ο βρετανός κριτικός κινηματογράφου.

Ο σκηνοθέτης Βέρνερ Χέρτσογκ, ο οποίος ανέδειξε ουσιαστικά τον Κίνσκι, τον έχει περιγράψει ως «τέρας και μεγάλη πανούκλα». Θα πρέπει να ήξερε. Σαν εθισμένος, όμως, σε ένα πανίσχυρο ναρκωτικό, ο Χέρτσογκ άντεξε τον Κίνσκι σε πέντε ταινίες: «Αγκίρε» (1972), «Νοσφεράτου» (1979), «Βόιτσεκ» (1979), «Φιτσκαράλντο» (1982) και «Πράσινη Κόμπρα» (1987). Σε όλα τα γυρίσματα ο Κίνσκι ούρλιαζε, αρνιόταν να σκηνοθετηθεί και έκανε θανάσιμους εχθρούς μεταξύ των μελών του συνεργείου και του υπόλοιπου καστ.

Το ντοκιμαντέρ «Βέρνερ Χέρτσογκ: Επαναστάτης Ονειροπόλος» («Werner Herzog: Radical Dreamer», 2022), που προβλήθηκε στις Νύχτες Πρεμιέρας το φθινόπωρο, ο σκηνοθέτης σκιαγραφεί απλώς τη σχέση τους, ωστόσο κάποια πλάνα από τα παρασκήνια, με τον Κίνσκι να κάνει ένα από τα τεράστια ξεσπάσματά του, μας θυμίζει εκ νέου πόσο πρόθυμος για τιμωρία ήταν στην πραγματικότητα ο Χέρτσογκ, γράφει στην Telegraph ο Τιμ Ρόμπι.

Οι δυο τους είχαν γνωριστεί σε μια σκοτεινή πανσιόν στο Μόναχο όταν ο σκηνοθέτης ήταν 13 ετών. Ο Κίνσκι ήταν τότε ένας πεινασμένος καλλιτέχνης του δρόμου και ο ιδιοκτήτης της πανσιόν τον άφησε να μείνει περίπου τρεις μήνες χωρίς να πληρώνει ενοίκιο.

Στο ντοκιμαντέρ του Χέρτσογκ «Ο καλύτερός μου φίλος» (1999), οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του Κίνσκι, ο γερμανός σκηνοθέτης σκιαγραφεί το πορτρέτο του φίλου του επικεντρωμένος αποκλειστικά στη σχέση και στη συνεργασία τους. Τη δεκαετία του 1950 συγκατοικούσαν σε ένα διαμέρισμα στο Μόναχο το οποίο ο Χέρτσογκ επισκέπτεται ξανά και εξηγεί στους νέους ενοίκους του, με την ανησυχητικά ήρεμη φωνή του, το χάος που προκαλούσε ο Κίνσκι με τις μανιακές κρίσεις του.

«Φυσικά, από την πρώτη μέρα τρομοκρατούσε τους πάντες» λέει στο ντοκιμαντέρ. Μια από τις πιο συνηθισμένες εκρήξεις του Κίνσκι ήταν να ουρλιάζει στη σπιτονοικοκυρά τους επειδή δεν σιδέρωσε αρκετά καλά τον γιακά του πουκαμίσου του.

Σε ένα δείπνο με κάποιον κριτικό θεάτρου που σχεδίαζε να επαινέσει την ερμηνεία του ηθοποιού σε μια νέα παραγωγή ως «εξαιρετική», ο Κίνσκι απάντησε εκσφενδονίζοντας μαχαιροπίρουνα και πατάτες στο πρόσωπο του άνδρα. «Δεν ήμουν εξαιρετικός, ήμουν μνημειώδης!», του είπε ουρλιάζοντας. Μετά κλείστηκε στο μπάνιο για δύο ολόκληρες μέρες. Οπως θυμάται ο Χέρτσογκ, «έσπασε τα πάντα, σε σημείο που μπορούσες να τα κοσκινίσεις όλα μέσα από μια ρακέτα του τένις».

Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ο Κλάους Κίνσκι ήταν το μοναδικό πρόσωπο που σκέφτηκε ο Βέρνερ Χέρτζογκ για να υποδυθεί τον διαταραγμένο κατακτητή Λόπε ντε Αγκίρε στο πρώτο του αριστούργημα. Ο Κίνσκι έβγαινε τότε από μια θεατρική παράσταση για τη ζωή του Ιησού Χριστού, η οποία είχε μετατραπεί σε κάτι σαν ψυχωτικό τσίρκο: το κοινό τον αποδοκίμαζε παρακολουθώντας τον να διακηρύσσει την παντοδυναμία του σε ένα μικρόφωνο και να το πετάει περιφρονητικά στη σκηνή.

Ο Κίνσκι είχε μεγάλη ανάγκη από σεβασμό σε μια βιομηχανία που ήδη πίστευε ότι ήταν τρελός. Αλλά δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο να μετατρέψει τα γυρίσματα του «Αγκίρε» σε ένα εξαντλητικό ταξίδι επίδειξης δύναμης, κραδαίνοντας το σπαθί του με μανία εναντίον των περουβιανών κομπάρσων –που δεν θα είχαν επιβιώσει χωρίς κράνη– και πυροβολώντας με το τουφέκι του ένα βράδυ στην καλύβα όπου έπαιζαν όλοι μαζί χαρτιά (κόβοντας το μεσαίο δάχτυλο κάποιου).

Ο Χέρτσογκ έπρεπε να αντιμετωπίζει τις καταιγίδες. Στα μισά εκείνων των τρομερών γυρισμάτων ο Κίνσκι απείλησε να φύγει, κάτι που θα κατέστρεφε κάθε ελπίδα να ολοκληρωθεί η ταινία. Ο Χέρτσογκ του είπε ότι, αν το έκανε, θα τον πυροβολούσε οκτώ φορές στο κεφάλι, κρατώντας μια ένατη σφαίρα για τον εαυτό του. Ο Κίνσκι σταμάτησε αντιλαμβανόμενος ότι το εννοούσε και έτσι το θηρίο εξημερώθηκε: πράγματι, η συμπεριφορά του βελτιώθηκε κάπως συγκριτικά με τις προηγούμενες ημέρες.

Μια δεκαετία αργότερα, στο «Φιτσκαράλντο» (1982),  ο Χέρτζογκ ήλπιζε να χρησιμοποιήσει ένα διαφορετικό καστ γι’ αυτή την ιστορία, ενός τρελού που αγαπά την όπερα και προσπαθεί να διαπλεύσει ένα ποτάμι αντίθετα στο ρεύμα , διασχίζοντας τη ζούγκλα του Αμαζονίου για να βγει στο απέναντι ποτάμι.

Πράγματι, κατάφερε να γυρίσει το 40% της ταινίας με τον Τζέισον Ρόμπαρντς στον πρωταγωνιστικό ρόλο και τον Μικ Τζάγκερ ως τον Σάντσο Πάντσα του. Αλλά ο Ρόμπαρντς αρρώστησε με δυσεντερία και οξεία βρογχίτιδα και οι γιατροί του απαγόρευσαν να επιστρέψει, ενώ το πρόγραμμα περιοδειών του Τζάγκερ δεν του επέτρεπε να συνεχίσει, οπότε ο ρόλος του αφαιρέθηκε.

Ο Χέρτσογκ βυθίστηκε στη χειρότερη κατάθλιψη της ζωής του, παρατηρεί στην Telegraph ο Τιμ Ρόμπι. Τότε πήρε τον ρόλο ο Κλάους Κίνσκι, θριαμβολογώντας ότι κανένας άλλος δεν μπορούσε να το κάνει. Ακολούθησαν όλοι οι συνηθισμένοι εφιάλτες. Προσπάθησε, για παράδειγμα, να πετύχει την απόλυση των μελών του συνεργείου μπροστά σε όλους. Το καστ των ιθαγενών τον θεώρησε, μάλιστα, ένα είδος δαίμονα. Ο αρχηγός μιας τοπικής φυλής παρουσιάστηκε στον Χέρτσογκ και προσφέρθηκε σοβαρά να σκοτώσει τον Κίνσκι, μια πρόταση που θα μπορούσε να είχε δεχτεί ο σκηνοθέτης, εάν δεν καταδικαζόταν να μείνει ημιτελής η ταινία του.

Ο ιταλός παραγωγός Ρομπέρτο Μπέσι φέρεται, επίσης, να σκέφτηκε να δολοφονήσει τον Κίνσκι για να εισπράξει τα χρήματα της ασφάλισης, όταν κατέστη αδύνατο να τον απολύσει από το «Crawlspace», ένα θρίλερ τρόμου του 1986. Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Ντέιβιντ Σμόλερ, γύρισε στη συνέχεια το «Please Kill Mr Kinski», μια ταινία μικρού μήκους για αυτή την εμπειρία, στην οποία εξηγεί τελικά ότι «επικράτησαν πιο ψύχραιμα μυαλά».

Στο μεταξύ, σύμφωνα με τον παραγωγό (και ετεροθαλή αδερφό) του Χέρτσογκ, Λούκι Στίπετιτς, που δίνει συνέντευξη στο νέο ντοκιμαντέρ, τα επίπεδα τρέλας του Κίνσκι στα γυρίσματα της «Πράσινης Κόμπρας» ήταν «πολύ χειρότερα» από οποιαδήποτε άλλη συνεργασία τους στο παρελθόν. Η εχθρότητά τους κορυφώθηκε τέσσερα χρόνια πριν πεθάνει ξαφνικά ο Κίνσκι από καρδιακή προσβολή, το 1991. (Δείτε το βίντεο με τον Κλάους Κίνσκι να χάνει τον έλεγχο)

Είναι σαφές ότι ο Χέρτσογκ και ο Κίνσκι χρειάζονταν και μισούσαν ο ένας τον άλλον με την ίδια ένταση. Στην αυτοβιογραφία του, το 1976 –για την οποία ο σκηνοθέτης ισχυρίζεται ότι είναι έργο μυθοπλασίας–, ο Κίνσκι δεν μασάει τα λόγια του: «Ο Χέρτσογκ είναι ένας μίζερος, μισητός, κακόβουλος, φιλάργυρος, διψασμένος για χρήματα, άσχημος, σαδιστής, προδοτικός, δειλός, ανατριχιαστικός τύπος» γράφει. «Η ομιλία του είναι αδέξια, με νωθρότητα, σαν να είναι βάτραχος, μακρόσυρτη, σχολαστική, με μικρές προτάσεις… Δεν έχω γνωρίσει ποτέ κανέναν τόσο θαμπό, χωρίς χιούμορ, σφιγμένο, ανόητο, καταθλιπτικό, βαρετό και αλαζόνα». Και όμως, επρόκειτο να γυρίσουν άλλες τέσσερις ταινίες μαζί.

Αρκετές από αυτές είναι έργα εξαιρετικής τέχνης. Ο Κλάους Κίνσκι, όμως, ήταν ένας απεχθής, σιχαμένος άνθρωπος. Ο Πολ Κρόνιν στο βιβλίο του «Werner Herzog: A Guide to the Perplexed» αναφέρεται μόνο μία φορά στα απομνημονεύματα της Πόλα Κίνσκι. Και ιδού τι είχε να πει ο Χέρτσογκ στην προσπάθειά του να διαχωρίσει την τέχνη από τον καλλιτέχνη (κάτι για το οποίο μπορεί κανείς να συμφωνεί ή να διαφωνεί): «Αυτό το βιβλίο δεν είναι κατάλληλο για να μιλήσω για τον τερατώδη τρόπο με τον οποίο ο Κίνσκι συμπεριφέρθηκε στις γυναίκες της ζωής του και κακοποίησε την κόρη του Πόλα, η οποία με αναζήτησε πριν δημοσιεύσει τα απομνημονεύματά της. Επιτρέψτε μου να πω ότι υπήρξαν αντιπαραθέσεις στη Γερμανία σχετικά με το αν θα μπορούσαν να αποδειχθούν οι ισχυρισμοί της, αλλά δεν υπάρχει ίχνος αμφιβολίας στην καρδιά μου ότι λέει την αλήθεια. Αν είμαι στο πλευρό κάποιου, είναι το δικό της«

»Ολα αυτά μπορεί να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι βλέπουν τον Κίνσκι στις ταινίες μου, αλλά αυτή η αλλαγή οπτικής γωνίας δεν θα διαρκέσει για πάντα. Στο μέλλον, το κοινό θα δει ξανά τον Κίνσκι ως Αγκίρε. Μετά από αιώνες, το γεγονός ότι ο Καραβάτζο ήταν δολοφόνος δεν αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο κοιτάζουμε τους πίνακές του».