Συνεχίζονται οι διαμαρτυρίες των αγροτών σε ολόκληρη την Ευρώπη – στην Ισπανία, στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία, στην Ελλάδα, στη Βουλγαρία και σε άλλες χώρες της ΕΕ. Οι αγροτικές κινητοποιήσεις δεν είναι καινούργιο φαινόμενο, καθώς απασχολούν την ΕΕ σχεδόν από την ίδρυσή της, ενώ οι αγρότες, που μπορούν να χρησιμοποιούν τα τρακτέρ τους για να εκφράζουν τις όποιες θέσεις τους, έχουν ένα πολύ ισχυρό λόμπι, με τις αγροτικές επιδοτήσεις ύψους περίπου 60 δισ. ευρώ να αντιστοιχούν χονδρικά στο 1/3 του προϋπολογισμού της ΕΕ.
Ωστόσο, ελάχιστες φορές κατά το παρελθόν έχουν παρατηρηθεί μαζικές κινητοποιήσεις σε τόσο πολλές χώρες ταυτόχρονα, ενώ στο πλαίσιο της τρέχουσας κρίσης, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής καλούνται να ξεπεράσουν ένα εξαιρετικά κρίσιμο δίλημμα: να ενδώσουν στους αγρότες ικανοποιώντας βασικά αιτήματά τους, σε βάρος ζωτικής σημασίας μέτρων για την αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, ή να επιτρέψουν σε ακροδεξιά κόμματα να επωφεληθούν από τη δυσφορία των αγροτών στις επικείμενες ευρωεκλογές;
Εκπρόσωποι ορισμένων άλλων κλάδων αναφέρουν ότι η ΕΕ ανέκαθεν καλομάθαινε τους αγρότες. Ωστόσο, αποτελεί γεγονός, όπως επισημαίνει σε δημοσίευμά της η συντακτική ομάδα των Financial Times, ότι «από όλους τους μεγάλους τομείς, η γεωργία, στις καλύτερες περιόδους εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους και χαμηλές απολαβές».
Οι αγρότες υποστηρίζουν ότι τα τελευταία χρόνια το κόστος παραγωγής και δανεισμού έχει εκτιναχθεί εξαιτίας του πληθωρισμού και του πολέμου στην Ουκρανία, ενώ τα περιθώρια κέρδους έχουν συμπιεστεί από τους λιανοπωλητές, που προσπαθούν να συγκρατήσουν τις τιμές εν μέσω κρίσης του κόστους ζωής. Διαμαρτύρονται, επίσης, ότι υπονομεύονται από τις εισαγωγές, περιλαμβανομένων προϊόντων από την Ουκρανία, καθώς η ΕΕ –«ορθώς», σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα– άνοιξε τις πύλες της για να στηρίξει την ουκρανική οικονομία.
Δεδομένου ότι η γεωργία ευθύνεται για το περίπου 10% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της ΕΕ, οι αγρότες πλήττονται και από τις κλιματικές πολιτικές και την ευρωπαϊκή «Πράσινη Συμφωνία», που υποτίθεται ότι θα καταστήσει την οικονομία της ΕΕ κλιματικά ουδέτερη έως το 2050. Μια συναφής πολιτική –«από το αγρόκτημα στο πιάτο»– αποσκοπεί στη μείωση της χρήσης φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων και στην αναμόρφωση των γεωργικών πρακτικών.
Οι αγρότες υποστηρίζουν, καταρχάς, ότι αυτές οι πολιτικές λαμβάνουν ελάχιστα υπόψη τις προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίζουν κάνοντας τη δουλειά τους, δεύτερον, πως τα επιπλέον χρήματα που παρέχει η ΕΕ για «οικολογικά συστήματα» δεν καλύπτουν το κόστος τους, και τρίτον, ότι η γραφειοκρατία που απαιτείται για να τα πάρει στα χέρια του κάποιος είναι τόσο επαχθής που μετά βίας αξίζει τον κόπο.
Καθώς, όμως, πλησιάζουν οι εκλογές του Ιουνίου για την ανανέωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στις οποίες αντισυστημικά κόμματα, ιδιαίτερα της Ακροδεξιάς, αναμένεται ήδη ότι θα έχουν μεγάλα κέρδη, «το αγροτικό λόμπι εντόπισε μια στιγμή μέγιστης επιρροής» εξηγούν οι Financial Times.
«Οι ακροδεξιοί πολιτικοί έχουν γίνει εξπέρ στο να εκμεταλλεύονται την αντίδραση ενάντια στο κόστος της πράσινης μετάβασης, ειδικά μεταξύ των αγροτικών πληθυσμών. Τα κεντροδεξιά κόμματα ανησυχούν μην τυχόν υπερκεραστούν – και έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν τις ψήφους που θα πάρουν από την υπόσχεση μιας “ρεαλιστικής” προσέγγισης (που συνήθως συνεπάγεται μετριασμό των στόχων)» προσθέτει η συντακτική ομάδα της λονδρέζικης εφημερίδας.
Η ΕΕ έχει ήδη αναγκαστεί να μετριάσει ή να εγκαταλείψει ορισμένες εμβληματικές πράσινες πρωτοβουλίες, περιλαμβανομένου ενός νόμου για την αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος με στόχο την αναστροφή της απώλειας της βιοποικιλότητας. Οι Βρυξέλλες είπαν ότι θα επιδιώξουν να αντιμετωπίσουν τα πιο πιεστικά από τα ζητήματα που απασχολούν τους αγρότες σε συνεδρίαση των ευρωπαίων υπουργών Γεωργίας στις 26 Φεβρουαρίου. Και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ουρσουλα φον ντερ Λάιεν προΐσταται ήδη σε «στρατηγικούς διαλόγους» με εκπροσώπους του κλάδου.
Οσον αφορά την άποψη των Financial Times σχετικά με το πώς πρέπει να πορευτεί η ΕΕ, «όπως και με άλλα μέρη της πράσινης μετάβασης, οι Βρυξέλλες και τα κράτη της ΕΕ πρέπει να βρουν τρόπους ούτως ώστε να διατηρήσουν τους γενικούς στόχους, αντισταθμίζοντας ταυτόχρονα τον αντίκτυπο στις πιο ευάλωτες ομάδες – μέσω της σταδιακής λήψης μέτρων με την πάροδο του χρόνου, εξαιρώντας μικρότερες γεωργικές εκμεταλλεύσεις και προσφέροντας στοχευμένη υποστήριξη.
»Δεδομένης της σημασίας της επισιτιστικής ασφάλειας, απαιτείται επιπλέον ένας ευρύτερος διάλογος σχετικά με το πού στην αλυσίδα εφοδιασμού θα πρέπει να πέσει το κόστος της πράσινης μετάβασης: στους αγρότες, στους φορολογούμενους μέσω ακόμη υψηλότερων επιδοτήσεων ή στους καταναλωτές και στους κλάδους τροφίμων και λιανικής».
Ομως η συντακτική ομάδα μιας από τις εγκυρότερες οικονομικές εφημερίδες στον κόσμο επισημαίνει και ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα, καταθέτοντας μάλιστα τη δική της πρόταση για την καλύτερη διαχείρισή του: «Με τον αριθμό των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην ΕΕ να μειώνεται λόγω εξυγιάνσεων, καθώς οι νεότερες γενιές ξεπουλούν, πιθανότατα χρειάζεται να προσελκυστούν περισσότερα ιδιωτικά κεφάλαια στη γεωργία –όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στις ΗΠΑ–, που μπορούν να επενδύουν στην τεχνολογία και να έχουν αυξανόμενες αποδόσεις.
»Ορισμένες κυβερνήσεις θα ανησυχήσουν για την ερήμωση των αγροτικών περιοχών και την επιβάρυνση της στέγασης και των υπηρεσιών στις πόλεις. Ωστόσο, δεδομένης της δυσκολίας του βιοπορισμού μέσω της γεωργίας σήμερα, η μετατροπή των αγροκτημάτων σε πιο σταθερές επιχειρήσεις, που θα ανήκουν σε εταιρείες με την οικονομική δυνατότητα να επενδύουν, ενδέχεται απλώς να συμβάλει στο να κρατηθούν περισσότεροι άνθρωποι στα χωράφια» γράφουν.