Υπό τον τίτλο «στενεύει το παράθυρο νομιμοποίησης του Ισραήλ στη Γάζα», ο Economist αναλύει τα διλήμματα για τον Νετανιάχου και τους στρατηγούς του, καθώς και τους περιορισμούς που φαίνεται να θέτει ο Λευκός Οίκος σε ό,τι αφορά την επερχόμενη εισβολή στη Γάζα.
Η βρετανική επιθεώρηση περιγράφει αρχικά τις εστίες γύρω από το Ισραήλ:
-Στα βόρεια σύνορα με τον Λίβανο oι άμαχοι έχουν απομακρυνθεί. Κάθε μία ώρα περίπου, πύραυλοι της Χεζμπολάχ εκρήγνυνται σε ισραηλινό έδαφος και το Ισραήλ εξαπολύει αντεπιθέσεις με στόχο την υποστηριζόμενη από το Ιράν ομάδα.
-Στα ανατολικά, το Ισραήλ βομβαρδίζει συριακά αεροδρόμια καθώς έχει πληροφορίες ότι χρησιμοποιούνται για την αποστολή όπλων σε μαχητές.
-Στα δυτικά, ομάδα κρούσης αμερικανικών αεροπλανοφόρων πλέει στη Μεσόγειο, με μια δεύτερη να σπεύδει στην περιοχή ως δύναμη αποτροπής για το Ιράν και τις ομάδες που στηρίζει.
-Στα νότια, μια τεράστια ισραηλινή δύναμη εισβολής περιμένει την εντολή να εισέλθει στη Γάζα.
Σύμφωνα με τον Economist, ένας από τους λόγους για την καθυστέρηση της εισβολής είναι οι διπλωματικές κινήσεις της τελευταίας στιγμής. Στις 20 Οκτωβρίου δύο αμερικανοϊσραηλινοί όμηροι απελευθερώθηκαν από τη Χαμάς μετά από μεσολάβηση του Κατάρ. Μια ημέρα αργότερα, το Σάββατο, η διάσκεψη στο Κάιρο στην οποία συμμετείχε και ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ζήτησε κατάπαυση του πυρός. Μια περιορισμένη ποσότητα βοήθειας ρέει τώρα από την Αίγυπτο στη Γάζα ενώ οι διαπραγματεύσεις για νέες απελευθερώσεις ομήρων συνεχίζονται.
Η καθυστέρηση, κατά τον Economist, αντανακλά επίσης τη συζήτηση εντός της κυβέρνησης του Ισραήλ σχετικά με το τι είδους πόλεμο θέλει να διεξάγει: σκληρό και γρήγορο ή παρατεταμένο και μεγάλη υπομονή;
Στις 19 Οκτωβρίου, οι στρατηγοί στο πεδίο οριστικοποίησαν τα επιχειρησιακά σχέδια και το Υπουργικό Συμβούλιο Πολέμου συνεδρίασε στο Τελ Αβίβ. Μετά από επτά ώρες, η συνεδρίαση υπό την προεδρία του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου έληξε χωρίς αποτέλεσμα. «Οι τεταμένες σχέσεις και το άγχος μπορεί να εμποδίζουν τη λήψη αποφάσεων» αναφέρει η βρετανική επιθεώρηση. Ο υπουργός Αμυνας, Γιόαβ Γκάλαντ, που υποστηρίζεται από ορισμένους στρατηγούς, θέλει έναν ακόμη σύντομο, αιφνίδιο πόλεμο.
Παράλληλα, το Ισραήλ δέχεται πιέσεις από τους συμμάχους του να αναπροσαρμόσει τα σχέδιά του και να απομακρυνθεί από τη συνήθη προσέγγισή των ταχέων επιθέσεων «σοκ και δέος» προς μια πιο συγκρατημένη, μεγαλύτερης διάρκειας πολεμική εκστρατεία.
«Στο Τελ Αβίβ, ο εναγκαλισμός του Μπάιντεν με το Ισραήλ συνοδεύτηκε από μια ευγενική προειδοποίηση» σημείωσαν οι New York Times ώστε να μην παρασυρθεί από την οργή. Παράλληλα σε έτερο ρεπορτάζ της, η αμερικανική εφημερίδα σημειώνει ότι αμερικανός πρόεδρος και οι συνεργάτες του συμβούλευσαν το Ισραήλ να αποφύγει τη διεύρυνση του πολέμου με ένα χτύπημα εναντίον της Χεζμπολάχ στο Λίβανο. Η «συμβουλή» αυτή προσφέρθηκε κατά τις πληροφορίες μόλις οι αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου πληροφορήθηκαν ότι ο ισραηλινός υπουργός Αμυνας και ανώτατοι στρατιωτικοί του Ισραήλ υποστήριξαν ένα προληπτικό χτύπημα κατά της Χεζμπολάχ.
«Αμερικανοί αξιωματούχοι πιστεύουν ότι το Ισραήλ θα δυσκολευόταν σε έναν διμέτωπο πόλεμο και ότι μια τέτοια σύγκρουση θα μπορούσε να εμπλέξει τόσο τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και το Ιράν, τον κύριο υποστηρικτή της Χεζμπολάχ» ανέφερε το ρεπορτάζ των NYTimes.
Στις 22 Οκτωβρίου ο Αντονι Μπλίνκεν, ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, δήλωσε ότι οι στρατιωτικές συμβουλές μας προς το Ισραήλ «επικεντρώνονται τόσο στο πώς να κινηθούν όσο και στο πώς θα επιτύχουν με καλύτερο τρόπο τα αποτελέσματα που επιδιώκουν», ενώ παράλληλα αναγνώρισε ότι «η Χαμάς είναι μια ενεργή απειλή που πρέπει να αντιμετωπιστεί».
Οπως θυμίζει ο Economist, κάθε ισραηλινός πόλεμος διεξάγεται με το μυαλό στο ρολόι, καθώς η διεθνής καταδίκη αυξάνεται και τελικά η Αμερική περιορίζει την υποστήριξή της:
-Το 1973 η Αμερική προέτρεψε σε κατάπαυση του πυρός τερματίζοντας τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, παρά το γεγονός ότι οι ισραηλινές δυνάμεις βρίσκονταν σε προέλαση.
-Το 2006 η Ουάσινγκτον επέβαλε κατάπαυση του πυρός πριν το Ισραήλ πετύχει τους στόχους του στον Λίβανο.
Οπως το θέτει ένας ισραηλινός αξιωματούχος, «το παράθυρο της διεθνούς νομιμοποίησής μας είναι περιορισμένο». Αυτό συνήθως οδηγεί στη χρήση της μέγιστης δυνατής ισχύος για την τιμωρία και την πρόκληση ζημιών στον αντίπαλο από την πλευρά του Ισραήλ, πριν κλείσει αυτό το παράθυρο.
«Αυτή τη φορά τα πράγματα μπορεί να είναι διαφορετικά» σχολιάζει η βρετανική επιθεώρηση. Αλλωστε και ο στόχος του Ισραήλ είναι ευρύτερος: να καταστρέψει τις δυνατότητες της Χαμάς και να την απομακρύνει από την εξουσία. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να «καθαρίσει» με κόπο έναν λαβύρινθο σηράγγων μήκους 500 χιλιομέτρων και να εμπλακεί σε μάχες από σπίτι σε σπίτι.
Ενας από τους στρατηγούς του Ισραήλ που συμμετέχει στην προετοιμασία λέει ότι «για να εξαλείψεις εντελώς τις δυνατότητες της Χαμάς να εκτοξεύει ρουκέτες πρέπει να εξαλείψεις τους χειριστές των ρουκετών», οι οποίοι συχνά πυροβολούν από κτίρια στα οποία κατοικούν πολίτες.
Αρα πόσο χρόνο θα χρειαζόταν μια τέτοια επιχείρηση; Ο Economist θυμίζει ότι την περίοδο 2016-17 το Ιράκ, με τη βοήθεια ενός συνασπισμού δυνάμεων, χρειάστηκε εννέα μήνες για να καταστρέψει το ISIS στη Μοσούλη, μια πόλη 2 εκατομμυρίων κατοίκων, πριν τελικά την καταλάβει.
Η Αμερική φαίνεται επίσης να επιθυμεί μια παρατεταμένη και πιο συγκρατημένη εκστρατεία.
Υπό τον τίτλο «Πώς η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπάθησε να επιβραδύνει την εισβολή του Ισραήλ στη Γάζα» η Washington Post αναφέρει ότι «ο πρόεδρος και οι κορυφαίοι διπλωματικοί και στρατιωτικοί του σύμβουλοί ισορρόπησαν την ασυμβίβαστη υποστήριξη προς το Ισραήλ με την ανησυχία για τους αμάχους της Γάζας και για το χειρότερο σενάριο μιας ευρύτερης σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή».
Σύμφωνα με την WP, o Μπάιντεν έθεσε ερωτήματα στον Νετανιάχου κατά τη συνάντηση που είχαν πίσω από κλειστές πόρτες: «Τι θα συμβεί αν η αντίσταση της Χαμάς σε μια χερσαία επίθεση είναι μεγαλύτερη από ό,τι προβλέπετε και οι δυνάμεις σας καθηλωθούν; Τι θα γίνει με την ανθρωπιστική βοήθεια; Πώς θα προστατεύσετε τους αμάχους; Τι θα γίνει με τους εκατοντάδες Ισραηλινούς και ξένους υπήκοους που κρατούνται όμηροι; Τι θα συμβεί αν η Δυτική Οχθη γίνει εμπόλεμη ζώνη; Αν η Χεζμπολάχ επιτεθεί από τα βόρεια; Αν το Ιράν εμπλακεί άμεσα;»
Στις δημόσιες δηλώσεις του ο Μπάιντεν δεν θα μπορούσε να είναι πιο υποστηρικτικός προς την κυβέρνηση του Νετανιάχου. «Είμαι σιωνιστής», δήλωσε στο πολεμικό υπουργικό συμβούλιο κατά την επίσκεψή του στο Ισραήλ, ενώ ζητεί από το Κογκρέσο έκτακτη χρηματοδότηση 105 δισ. δολαρίων που περιλαμβάνει 14 δισ. δολάρια για το Ισραήλ. Παράλληλα η Αμερική συνεχίζει να ενισχύει τις δυνάμεις της στην περιοχή: στις 21 Οκτωβρίου οι ΗΠΑ ανέφεραν ότι θα αναπτύξουν επιπλέον συστήματα αεράμυνας Patriot και μια συστοιχία αντιβαλλιστικών πυραύλων Thaad.
Παράλληλα, ο Μπάιντεν παρέχει διπλωματική κάλυψη στο Ισραήλ: στις 18 Οκτωβρίου η Αμερική άσκησε βέτο σε ένα σχέδιο ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που ζητούσε «ανθρωπιστική παύση» των εχθροπραξιών, ενώ στις 21 Οκτωβρίου πρότεινε ένα ψήφισμα που επιβεβαίωνε το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα.
Παρ’ όλα αυτά, τονίζει ο Economist, ο Λευκός Οίκος είναι ξεκάθαρος όταν αναφέρει ότι αναμένει από το Ισραήλ να συμμορφωθεί με τους κανόνες του πολέμου και να ελαχιστοποιήσει τις απώλειες αμάχων. «Παρότι αισθάνεστε αυτή την οργή, μην αναλώνεστε από αυτή» προέτρεψε ο Μπάιντεν το Ισραήλ, θυμίζοντας και τα λάθη των ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001.
Η αντίδραση του αραβικού κόσμου
Επιπλέον, η βρετανική επιθεώρηση σημειώνει ότι το πολεμικό υπουργικό συμβούλιο του Ισραήλ ενδέχεται να ζυγίζει και τις αντιδράσεις στον αραβικό κόσμο. Μια νέα, μεγάλη αύξηση των θυμάτων μεταξύ των αμάχων στη Γάζα θα ήταν πιθανό να προκαλέσει την αντίδραση της Χεζμπολάχ και του Ιράν. Στις 19 Οκτωβρίου, η εκτόξευση πυραύλων προς το Ισραήλ που προήλθε από μαχητές στην Υεμένη -οι οποίοι υποστηρίζονται από το Ιράν- λειτούργησε ως υπενθύμιση του εκρηκτικού δυναμικού των διαφόρων ομάδων που στηρίζονται από την Τεχαράνη. Οι βολές αυτές αναχαιτίστηκαν από το αμερικανικό Ναυτικό.
Επομένως υπάρχει και ο κίνδυνος της βαθύτερης αποξένωσης από τα αραβικά κράτη με τα οποία το Ισραήλ είχε βελτιώσει τις σχέσεις του πριν από τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και της Σαουδικής Αραβίας.
Από την άλλη πλευρά, ο Economist τονίζει ότι και μια πιο ελεγχόμενη, μεγαλύτερης διάρκειας εκστρατεία θα εξακολουθούσε να εγκυμονεί κι αυτή μεγάλους κινδύνους για το Ισραήλ. Για παράδειγμα, οι δυνάμεις του θα μπορούσαν να εγκλωβιστούν. Το 2014 για παράδειγμα, ισραηλινοί στρατιώτες παγιδεύτηκαν στη βόρεια Γάζα και χρειάστηκε να προστατευτούν από βαρύ πυροβολικό.
Ο ισραηλινός στρατιωτικός αναλυτής Εαντο Χεκτ έχει προειδοποιήσει ότι 40.000 μαχητές της Χαμάς και άλλων ομάδων «θα παίξουν ένα θανατηφόρο “κρυφτό” με τις δυνάμεις μας για μεγάλο χρονικό διάστημα».
Επιπλέον, η παρατεταμένη κινητοποίηση του ισραηλινού στρατού θα πλήξει και την οικονομία της χώρας. Οι έφεδροι αποτελούν μεγάλο ποσοστό του εργατικού δυναμικού, όπως και οι εκατοντάδες χιλιάδες Ισραηλινοί που αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τις περιοχές κοντά στη Γάζα και κατά μήκος των συνόρων με τον Λίβανο. Μετά από μακρές περιόδους εθνικής κινητοποίησης στους πολέμους του 1973 και του 1982, η χώρα υπέστη παρατεταμένη ύφεση, θυμίζει η βρετανική επιθεώρηση.
Το σχέδιο για το μετά
Επίσης, για να επεκτείνει το «παράθυρο νομιμοποίησης» από τους δυτικούς και τους άραβες συμμάχους του, το Ισραήλ θα έπρεπε ίσως να δείξει ότι είναι όντως διατεθειμένο να συμμετάσχει σε κάποιο σχέδιο για τους Παλαιστίνιους, αν καταφέρει να απομακρύνει τη Χαμάς. Στις 21 Οκτωβρίου ο Μπάιντεν ανέφερε στο Twitter: «Δεν μπορούμε να παραιτηθούμε από τη λύση των δύο κρατών».
Σύμφωνα με τον Economist, η Γάζα μετά τον πόλεμο θα χρειαστεί μια αξιόπιστη παλαιστινιακή διοίκηση, με την υποστήριξη των αραβικών κρατών, ώστε να ανοικοδομηθεί και να διασφαλιστεί ότι η Χαμάς δεν θα επιστρέψει. Εδώ ο Νετανιάχου, κάνει μάλλον κακό στη χώρα του, σχολιάζει το βρετανικό περιοδικό, όταν αρνείται, όπως έκανε στις 21 Οκτωβρίου, ότι η προτιμώμενη μακροπρόθεσμη λύση για τη Γάζα είναι η αποκατάσταση του ελέγχου της Παλαιστινιακής Αρχής (ΠΑ), η οποία κυβερνά στη Δυτική Οχθη και έχει καταδικάσει τις επιθέσεις της Χαμάς.
Τονίζεται δε το στο δημοσίευμα ότι «ο Νετανιάχου είναι ο αρχιτέκτονας της στρατηγικής δύο δεκαετιών για την αγνόηση και την απομόνωση των Παλαιστινίων και παράλληλα τη διαίρεσή τους ανάμεσα στη Γάζα, που διοικείται από τη Χαμάς, και τη Δυτική Οχθη που διοικείται από μια αποδυναμωμένη Παλαιστινιακή Αρχή».
Πρόκειται σύμφωνα με τη βρετανική επιθεώρηση για μια αποτυχημένη προσέγγιση που αποτελεί «έναν από τους λόγους για τους οποίους το Ισραήλ πρόκειται να προχωρήσει σε πόλεμο εναντίον της Χαμάς. Η έλλειψη σχεδίου του Ισραήλ για τους Παλαιστίνιους θα μπορούσε επίσης τώρα να θέσει σε κίνδυνο και την ικανότητά του να διατηρήσει μια μακρά πολεμική εκστρατεία».