17 Ιανουαρίου 1940, Φινλανδία. Μια μακρά σειρά σοβιετικών αρμάτων μάχης που έχουν καταληφθεί από τον φινλανδικό στρατό στο μέτωπο Suomussalmi | |US Library of Congress | Daniel Allen / CreativeProtagon
Θέματα

Ενας πόλεμος του 1939 και τι μας λέει για τον ρωσο-ουκρανικό

Τι διδάγματα μπορούν να αντληθούν για τον πόλεμο που μαίνεται στην Ουκρανία από την ιστορία του Χειμερινού Πολέμου μεταξύ Σοβιετικής Ενωσης και Φινλανδίας το 1939/40; Το ερώτημα θέτει -και επιχειρεί να το απαντήσει- ο γνωστός γερμανός αρθρογράφος Βόλφγκανγκ Μινχάου, έχοντας ως αφετηρία τον δριμύ χειμώνα που έρχεται
Protagon Team

Σε άρθρο του στο eurointelligence (το οποίο ίδρυσε και διευθύνει), με αφορμή ένα πρόσφατο ταξίδι του στη βορειοανατολική Φινλανδία, ο γερμανός Βόλφγκανγκ Μινχάου θυμίζει ότι οι Σοβιετικοί εισέβαλαν στη Φινλανδία στα τέλη Νοεμβρίου του 1939 με στόχο την προστασία του Λένινγκραντ, της σημερινής Αγίας Πετρούπολης, που τότε απείχε μόλις περί τα 30 χλμ. από τα σύνορα της Φινλανδίας. Οι Σοβιετικοί είχαν ζητήσει από τη Φινλανδία να μετακινήσει τα σύνορά της περίπου 30 χλμ. δυτικότερα και εισέβαλαν στη χώρα όταν οι Φινλανδοί αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με το αίτημα της Μόσχας.

Ο πόλεμος διήρκεσε λίγο περισσότερο από τρεις μήνες. Ενώ τα φινλανδικά στρατεύματα δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν κατά μέτωπο τον Κόκκινο Στρατό, οι τακτικές των φινλανδών ανταρτών αποδείχτηκαν εκπληκτικά αποτελεσματικές και περιόρισαν την προέλαση των Σοβιετικών, οι οποίοι υπέστησαν, μάλιστα, μεγάλες απώλειες.

Ο Χειμερινός Πόλεμος έληξε τον Μάρτιο του 1940 με τη Συνθήκη Ειρήνης της Μόσχας. Η Φινλανδία παραχώρησε το 9% των εδαφών της, το πιο σημαντικό από τα οποία ήταν το ανατολικό τμήμα της Καρελίας, μια περιοχή στα ανατολικά του Ελσίνκι που εκτεινόταν σχεδόν μέχρι το Λένινγκραντ. Οι Σοβιετικοί κατέλαβαν τη λίμνη Λάντογκα και την έκταση μεταξύ της λίμνης και του Φινλανδικού Κόλπου. Πήραν επίσης μια περιοχή της βορειοανατολικής Φινλανδίας.

Φινλανδοί στρατιώτες βάλλουν με πολυβόλο εναντίον Σοβιετικών τον Νοέμβριο του 1939 (wikipedia.org)

Λίγο περισσότερο από έναν χρόνο αργότερα, η ναζιστική Γερμανία και η Φινλανδία προσπάθησαν από κοινού να ανακαταλάβουν την Καρελία στο πλαίσιο του Β’ Σοβιετοφινλανδικού Πολέμου. Μετά τη λήξη του Πολέμου της Συνέχειας, όπως είναι επίσης γνωστός, το 1944, η Φινλανδία εκχώρησε περισσότερα εδάφη – την επαρχία Πετσάμο στη βορειοανατολική Λαπωνία, η οποία σήμερα ανήκει στην περιφέρεια του Μουρμάνσκ της Ρωσίας.

«Ο Σοβιετοφινλανδικός Πόλεμος διεξήχθη σε δύο φάσεις. Αλλά μόνο η δεύτερη ειρηνευτική συμφωνία, του 1944, έθεσε τις βάσεις για μια μακρά περίοδο σταθερότητας κατά μήκος των ρωσοφινλανδικών συνόρων» σημειώνει ο Μινχάου. «Ο πόλεμος στην Ουκρανία θα μπορούσε να τερματιστεί με παρόμοιο τρόπο – με την Ουκρανία να εκχωρεί κάποια εδάφη της με αντάλλαγμα μια συμφωνία που θα εξασφάλιζε την ασφάλεια της» προσθέτει (επισημαίνοντας, όμως, ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και ότι προβαίνει απλά σε παραλληλισμούς).

Θυμίζει πως αυτό ακριβώς πρότεινε και ο Στίαν Γένσεν, ο επικεφαλής του επιτελείου του Γ.Γ. του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, αναφέροντας ότι η Ουκρανία θα μπορούσε να ενταχθεί τελικά στο ΝΑΤΟ, αφού εκχωρήσει κάποια εδάφη της στη Μόσχα και υπογράψει μια ειρηνευτική συμφωνία με τη Ρωσία. Στη συνέχεια αναγκάστηκε να απολογηθεί, μετά την οργισμένη αντίδραση του Κιέβου, «αλλά, όπως πάντα, η γκάφα αποκαλύπτει περισσότερα από την ανάκληση», υποστηρίζει ο Μινχάου.

Παρόμοια άποψη εξέφρασε και ο Αυστριακός Ρόμπερτ Μπρίγκερ, νυν πρόεδρος της Στρατιωτικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενωσης, προειδοποιώντας σε συνέντευξή του στην Die Welt για πόλεμο φθοράς, χωρίς νικητές. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ρωσία θα μπορούσε να αντέξει για πολύ καιρό ακόμη και η Ουκρανία είναι απίθανο να ανακτήσει όλα τα κατεχόμενα εδάφη, «το οποίο σημαίνει ότι πλέον συζητούνται σενάρια και καταλήξεις που δεν συζητούνταν πριν» συνοψίζει ο Μινχάου.

Ουκρανικές δυνάμεις εκτοξεύουν αντιαεροπορικά πυρά κατά ρωσικών θέσεων κοντά στην πόλη Μπαχμούτ του Ντονέτσκ, τον Ιανουάριο του 2023  (REUTERS/Oleksandr Ratushniak)

Εξηγεί πως η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ θα πρέπει να αποτελεί μέρος οποιασδήποτε ειρηνευτικής συμφωνίας, διαφορετικά θα αποδειχθεί βραχύβια, καθώς θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι η Ρωσία θα ανασυνταχθεί και θα επιτεθεί ξανά σε λίγα χρόνια.

Η συμφωνία που είχε κατά νου ο Γένσεν θα προσέφερε στον Πούτιν τη δυνατότητα να υποστηρίξει, απευθυνόμενος στον ρωσικό λαό, ότι κέρδισε εδάφη στην ανατολική Ουκρανία, συν την επίσημη αναγνώριση της Κριμαίας, προσφέροντας ως αντάλλαγμα την ένταξη της Ουκρανίας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία.

Στο άρθρο του ο Μινχάου δεν παραλείπει να επισημάνει ακόμη ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο: «Η Δυτική υποστήριξη είναι σημαντική αλλά όχι απεριόριστη» γράφει. Αναφερόμενος ενδεικτικά στην πατρίδα του, σημειώνει πως, όσον αφορά την προμήθεια του Κιέβου με πυραύλους κρουζ από τη Γερμανία, δημοσκόπηση αποκάλυψε ότι το 52% διαφωνεί, ενώ υπέρ τάσσεται μόλις το 36% των πολιτών/ψηφοφόρων. Ζήτημα αποτελεί και το ότι παρόμοια δυσαρέσκεια για τη συνέχιση της οικονομικής και στρατιωτικής αρωγής της εμπόλεμης Ουκρανίας καταγράφεται και στις ΗΠΑ.

Οσον αφορά την ΕΕ, ο έμπειρος δημοσιογράφος προβλέπει (και προειδοποιεί) ότι «η Ουκρανία πιθανότατα θα ανακαλύψει μια άσχημη αλήθεια […] Οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι έχουν περιορισμένη γνώση των στρατιωτικών ζητημάτων, είναι εξαιρετικοί στην ηθικολογία αλλά όχι τόσο σπουδαίοι στη συνέχεια. Το ευρωπαϊκό κοινό θα υποστηρίζει την ομάδα της Ουκρανίας μόνο για όσο καιρό κερδίζει. Υπάρχει έλλειψη ωριμότητας στη δημόσια συζήτηση για την ασφάλεια σε πολλές Δυτικές χώρες».

Εστιάζοντας στο πεδίο, αναφέρει πως οι ουκρανικές δυνάμεις σημείωσαν μεν μια κάποιο πρόοδο στο πλαίσιο της αντεπίθεσής τους, αλλά δυστυχώς αυτό δεν αρκεί για να αρχίσει να γέρνει η πλάστιγγα προς την πλευρά τους. Επιπλέον, σε περίπου δύο μήνες που θα έρθει ο χειμώνας στην Ουκρανία, οι όποιες επιχειρήσεις αναγκαστικά θα ανασταλούν για διάστημα από τέσσερις έως έξι μήνες, ενώ το Κίεβο, καθώς και οι σύμμαχοί του στη Δύση, φαίνεται πως υποτίμησαν τον αντίκτυπο των ναρκών ξηράς, των ρωσικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών και της ανωτερότητας της ρωσικής αεράμυνας.

Επιστρέφοντας στη συμφωνία που είχε κατά νου το δεξί χέρι του Γενς Στόλτενμπεργκ, ο Μινχάου γράφει πως σαφώς δεν θα ικανοποιήσει όλους όσοι στη Δύση «τυλίγονταν με γαλαζοκίτρινες σημαίες» τις πρώτες μέρες του πολέμου και δεν θα αποδέχονταν τίποτα λιγότερο από την ολοκληρωτική νίκη, περιλαμβανομένης της ανακατάληψης της Κριμαίας.

Σημειώνει επίσης πως οι υποστηρικτές της Ουκρανίας τείνουν να παρασύρονται από μια επίπλαστη αίσθηση ασφάλειας την οποία αιτιολογούν ποικιλοτρόπως, ανάλογα με τις όποιες περιστάσεις. Οταν ο Γεβγκένι Πριγκόζιν άρχισε να πορεύεται με τους μισθοφόρους του προς τη Μόσχα, τα Δυτικά μέσα ενημέρωσης αντιμετώπισαν το συμβάν ως ένδειξη αδυναμίας του Πούτιν. Και όταν το πραξικόπημα απέτυχε, υποστηρίχθηκε ότι μείωσε σημαντικά την ισχύ του ρώσου προέδρου, ενώ παρόμοιες απόψεις περί αποδυναμωμένου Πούτιν εκφράστηκαν ακόμη και μετά τον θάνατο του ιδρυτή της Βάγκνερ. Ωστόσο, «ο Δυτικός σχολιασμός όσον αφορά τη Ρωσία αποτελεί μια άσκηση ευσεβών πόθων. Το πρόβλημα με τον Πούτιν δεν είναι πως είναι αδύναμος, αλλά πως είναι επικίνδυνος», υποστηρίζει ο Μινχάου.

Αναφέρει ότι ένας από τους παράγοντες που ευνόησαν τη Μόσχα στον Χειμερινό Πόλεμο του 1939/40 ήταν ο εξαιρετικά δριμύς χειμώνας στην Καρελία, όπου οι θερμοκρασίες έπεφταν έως τους -40 βαθμούς Κελσίου. «Οι εχθροί της Ρωσίας στη Δύση πάντα υποτιμούσαν τον αντίκτυπο του χειμώνα. Η πεποίθησή μου είναι ότι εξετάζουμε είτε έναν πόλεμο δύο χειμώνων που τελειώνει με μια βρώμικη συμφωνία, είτε έναν πόλεμο φθοράς που τερματίζεται λόγω εξάντλησης» καταλήγει ο Μινχάου, προβλέποντας, μάλιστα, πως η πρώτη που θα εξαντληθεί θα είναι η πολιτική υποστήριξη των κρατών της Δύσης.