| CreativeProtagon
Θέματα

Ποιοι κερδοσκόπησαν στον πόλεμο (της ακρίβειας)

Τι κάνει και τι δεν έκανε η κυβέρνηση για να προλάβει τη φωτιά του πληθωρισμού. Πρώτη αιτία η Ουκρανία, δεύτερη τα υπερκέρδη εμπόρων και παραγωγών. Ποιοι φόροι θα μπορούσαν να μειωθούν. Το σουβλάκι και ο δείκτης «Big Mac»
Ζώης Τσώλης

Αν ήθελε κάποιος να αναζητήσει τις αιτίες του πληθωρισμού που ξέσπασε μετά την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά και της ακρίβειας που ήρθε για να μείνει ως ακραίο φαινόμενο και μπορεί να συγκριθεί μόνο με την εποχή της μετάβασης της οικονομίας και των τιμών από τη δραχμή στο ευρώ, δεν έχει παρά να ανατρέξει στις μελέτες της ΕΚΤ, της Τράπεζας της Ελλάδος και του ΙΟΒΕ.

Αν θέλει κάποιος να βάλει τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων για να εντοπίσει ποιος ευθύνεται για τον πληθωρισμό —πέραν των επιπτώσεων που θα έχει στις τιμές η κλιματική αλλαγή— δεν μπορεί να αφήσει απ΄ έξω τους παραγωγούς, τους χονδρεμπόρους και τους λιανοπωλητές, ούτε τους επιχειρηματίες που έτρεξαν να αποκομίσουν τεράστια κέρδη την ώρα που φούντωνε η «φωτιά» σε όλη την Ευρώπη.

Το κυριότερο όμως είναι ότι από τη διαδρομή αυτή των γεγονότων, των στοιχείων και των πολιτικών μπορεί να διαπιστώσει κανείς τι έκανε και τι μπορούσε να κάνει (και δεν έκανε) η κυβέρνηση για να περιορίσει τις επιπτώσεις του φαινομένου στην τσέπη των καταναλωτών.

Ο πληθωρισμός της «απληστίας»

Ξεκινώντας λοιπόν από τον απολογισμό της ΕΚΤ και τις μελέτες για τα αίτια του φαινομένου που εκτός των άλλων διαβρώνει και την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας, συναντήσαμε για πρώτη φορά την έννοια του «πληθωρισμού της απληστίας». Στη χώρα μας η αντίστοιχη μελέτη έγινε από την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία τώρα που καταλαγιάζει το φαινόμενο, δεν διστάζει να πει ότι για τον πληθωρισμό και την έκταση που πήρε, είναι τεράστια η ευθύνη όλων όσοι κερδοκόπησαν. Κι αυτοί είναι πολλοί…

Οπως συμπεραίνει η μελέτη η οποία ενσωματώθηκε στην ετήσια έκθεση του διοικητή για την οικονομία, την τριετία 2017 – 2019 (προ πανδημίας) το μερίδιο καθαρού κέρδους των επιχειρήσεων όπως το ορίζει η Τράπεζα της Ελλάδος είχε υπολογιστεί σε 28,1% (μέσος όρος τριετίας). Το 2022 με την έξοδο της οικονομίας από την καραντίνα και το μπουμ της οικονομικής δραστηριότητας και του τουρισμού που ακολούθησε ο λόγος των επιχειρηματικών κερδών εκτινάχθηκε στο 41,4% (!). Το 2023, όταν πλέον η ΕΚΤ μίλησε δημόσια για τον «πληθωρισμό της απληστίας», ο δείκτης αυτός περιορίστηκε στο 37%.

Μegafire στην αγορά

Στην ίδια ανάλυση διαπιστώνει κανείς ότι η φωτιά στον πληθωρισμό που ξεκίνησε από την μετα-πανδημική υπερθέρμανση της ευρωπαϊκής οικονομίας, φαινόμενο στο οποίο η Ελλάδα είχε την πρώτη θέση με ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 7% το 2022, εξελίχθηκε σε megafire καθώς ξεκίνησε ο πόλεμος του Πούτιν στην Ουκρανία.

Οι τιμές του συνόλου των ενεργειακών προϊόντων —πετρέλαιο, φυσικό αέριο, ηλεκτρική ενέργεια, υγραέριο— εκτινάχθηκαν στα ύψη. Το 2022 όλες οι συνιστώσες του πληθωρισμού —τρόφιμα, υπηρεσίες, μεταφορές, υγεία— κατέγραφαν άνοδο, αλλά η κύρια αιτία ήταν η άνοδος των τιμών όλων των ενεργειακών αγαθών που έφτασε στο 41%. Κι αυτό μετά τις επιδοτήσεις της τιμής της κιλοβατώρας για νοικοκυριά και επαγγελματίες που είχε αποφασίσει τότε η κυβέρνηση για να περιορίσει το φαινόμενο της ανεξέλεγκτης ακρίβειας.

Οπως έχει επισημανθεί επανειλημμένα το ρεκόρ αυτό των ανατιμήσεων οδήγησε και στο ρεκόρ κερδών των διυλιστηρίων το 2022 και το 2023, τα οποία στη συνέχεια χαρακτηρίστηκαν «υπερκέρδη» και φορολογήθηκαν από την κυβέρνηση με 800 εκατ. ευρώ για τη χρήση του 2022 και 300 εκατ. ευρώ για τη χρήση του 2023.

Τι δεν έκανε η κυβέρνηση

Οπως σημειώνουν σοβαροί αναλυτές της Τράπεζας της Ελλάδος και του ΙΟΒΕ αυτό που μπορούσε να κάνει η κυβέρνηση (και δεν έκανε) δεν είναι η μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ, όπως επίμονα ζητάει η αντιπολίτευση για προφανείς πολιτικούς λόγους, καθώς κανείς στις παρούσες συνθήκες λειτουργίας μια μικρής αγοράς όπως η ελληνική δεν μπορεί να διασφαλίσει, ότι πράγματι η μείωση του ΦΠΑ θα φανεί στην τελική τιμή του καταναλωτή. Το πιθανότερο είναι αν πχ. εφαρμοστεί σε κάποιο βασικό προϊόν όπως το ψωμί να μειωθεί η τιμή κατά ορισμένα λεπτά για μερικές εβδομάδες και στη συνέχει να αναπροσαρμοστεί στο ίδιο ύψος.

Ομως αυτό που θα μπορούσε να επιλέξει η κυβέρνηση ως πολιτική «πυρόσβεσης» του πληθωρισμού θα ήταν η μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης σε όλα τα καύσιμα, καθώς αυτό θα καταγραφόταν αμέσως στην χονδρική και λιανική τιμή της βενζίνης, του πετρελαίου κίνησης και του υγραερίου, δεδομένου ότι ο φόρος επιβάλλεται και καταβάλλεται την ίδια στιγμή από τα διυλιστήρια της χώρας κατά την έξοδο των καυσίμων από την πύλη του διυλιστηρίου.

Αρα η μείωση θα φαινόταν αμέσως στα τιμολόγια, ενώ αυτόματα θα ήταν χαμηλότερος και ο τελικός ΦΠΑ των προϊόντων στο πρατήριο. Η αλυσίδα αυτή θα οδηγούσε στην ελάφρυνση του κόστους παραγωγής των μεγάλων ενεργοβόρων βιομηχανιών, αλλά το κυριότερο στη μείωση του μεταφορικού κόστους που είναι συνιστώσα της τελικής τιμής όλων των προϊόντων που φτάνουν στον καταναλωτή.

Σχολιάζοντας στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας τις επισημάνσεις και τις προτάσεις για μείωση των έμμεσων φόρων προκειμένου να εκτονωθούν οι πληθωριστικές πιέσεις, τονίζουν ότι ο λόγος που δεν προχώρησε η κυβέρνηση σε κινήσεις ανάλογες της Ισπανίας είναι ότι δεν υπάρχουν τα δημοσιονομικά περιθώρια καθώς η Ελλάδα οφείλει να συγκρατεί το έλλειμμα του προϋπολογισμού κάτω από το 2% του ΑΕΠ.

Για τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στα καύσιμα επισημαίνουν συγκεκριμένα ότι αν μειωνόταν το Δημόσιο θα έχανε περί το ένα δισ. ευρώ (έτσι ώστε η μείωση να γίνει αισθητή στην αγορά) αλλά τα περιθώρια δεν υπήρχαν. Τα ίδια επιχειρήματα ότι «η Ελλάδα δεν είναι Ισπανία» ισχύουν ως απάντηση στα κόμματα της αντιπολίτευσης για τις πιέσεις που ασκούνται περί γενικευμένης μείωσης συντελεστών του ΦΠΑ.

Ωστόσο οι ίδιοι κύκλοι αναγνωρίζουν ότι η σταθερή αυτή στάση έρχεται σε «αντίφαση» με την γενικότερη εικόνα που έχει καλλιεργηθεί  για το success story της ελληνικής οικονομίας, η οποία όμως εξακολουθεί να πληρώνει τα λάθη του παρελθόντος και ειδικά το τεράστιο δημόσιο χρέος.

Το σουβλάκι και ο δείκτης «Big Mac»

Μέσα στην καταιγίδα των ανατιμήσεων της διετίας 2022 – 2023 οι ανατιμήσεις στο σουβλάκι που είναι «σήμα κατατεθέν» για την ελληνική διατροφή (και η εξέλιξη της τιμής του λειτουργεί όπως ο δείκτης «Big Mac» ο οποίος καταγράφει τις τιμές του πιο φημισμένου χάμπουργκερ στις ευρωπαικές χώρες και όλο τον κόσμο), ξεκίνησαν την άνοιξη του 2022.

Σύμφωνα με την έρευνα τιμών γνωστής πλατφόρμας της ελληνικής αγοράς, η μέση τιμή στη χώρα για ένα τυλιχτό σουβλάκι ανέβηκε από 2,5 ευρώ το 2021, σε 3,5 ευρώ τον Ιούνιο του 2022, με τις τιμές σε συγκεκριμένες γειτονιές να ξεπερνούν και τα 4 ευρώ.

Ακολούθησαν πιο συγκρατημένες ανατιμήσεις το 2023 όταν και καταγράφηκε το φαινόμενο ενώ η μέση τιμή στις γειτονιές να κινείται γύρω στα 3,80 ευρώ, στα νησιά και τις πόλεις με μεγάλη τουριστική κίνηση η τιμή του να εκτοξεύεται στα 5 ευρώ το σουβλάκι. Βέβαια υπάρχουν και οι ακραίες τιμές (7 ευρώ και πάνω) σε νησιά όπως η Μύκονος.

Καθώς ο πληθωρισμός πλήττει όλη την Ευρώπη, ανατιμήσεις υπήρξαν παντού. Σύμφωνα με το δείκτη «Big Mac» η μέση τιμή του φημισμένου χάμπουργκερ στην ΕΕ έχει διαμορφωθεί στα 5,5 δολάρια, δηλαδή στα 5 ευρώ, ενώ στην Αθήνα πωλείται προς 5,45 ευρώ.

Παραγωγοί και βιομήχανοι τροφίμων

Με αυτά τα δεδομένα η βιομηχανία τροφίμων που έχει το δικό της μερίδιο στην άνοδο των τιμών, αλλά και στο αίσθημα της ακρίβειας, καθώς είναι αυτή που έρχεται σε άμεση επαφή με τον καταναλωτή σε καθημερινή βάση, κλήθηκε να κινηθεί μέσα σε συνθήκες μιας διπλής κρίσης με την ταυτόχρονη αύξηση του κόστους της ενέργειας και του κόστους των πρώτων υλών λόγω της κλιματικής αλλαγής.

Στην Ελλάδα, μάλιστα, μετά το φαινόμενο Daniel που έπληξε τη Θεσσαλία και όλη τη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή της περιοχής οι συνθήκες έγιναν ακόμη πιο δύσκολες. Η παραγωγή από τα σιτηρά και το βαμβάκι, μέχρι το γάλα, το κρέας και τα φρούτα περιορίστηκε στη Θεσσαλία και οι τιμές ανέβηκαν συνολικά σε όλη την Ελλάδα.

Η θέση των βιομηχάνων τροφίμων και συγκεκριμένα του προέδρου τους Ι. Γιώτη είναι ότι η βιομηχανία τροφίμων έχει τη χαμηλότερη συμμετοχή στην άνοδο του πληθωρισμού, αν εξαιρεθεί η τιμή του ελαιολάδου που υπερδιπλασιάστηκε τα τελευταία χρόνια. Οπως υποστηρίζει ο ίδιος οι βιομηχανίες τροφίμων, όχι μόνο δεν κερδοσκόπησαν, αλλά απορρόφησαν μεγάλο μέρος των αυξήσεων, εκτός ελαιόλαδου, για να προστατεύσουν τον καταναλωτή.

Επανέλαβε επίσης, το σταθερό αίτημα του κλάδου προς την κυβέρνηση για μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα και διατύπωσε τη δέσμευση του Συνδέσμου να στηρίξει κάθε προσπάθεια προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το όφελος της μείωσης θα περάσει στον καταναλωτή.

Η συνταγή ΙΟΒΕ – Τράπεζας της Ελλάδος

Τι λένε όμως οι ειδικοί; Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει καταγράψει ότι η άνοδος του δείκτη τιμών των τροφίμων ήταν απότομη 12,9% το 2022, συνεχίστηκε με σχεδόν διψήφιο ποσοστό (9,9%) το 2023 κι εφέτος άρχισε να υποχωρεί κάτω από το 6%.

Η άνοδος αυτή ασφαλώς οφείλεται στην άνοδο του κόστους των πρώτων υλών και των φρέσκων προϊόντων, αποδίδεται όμως και στην ελλιπή λειτουργία του ανταγωνισμού πρωτίστως στο χονδρεμπόριο και στη συνέχεια στα σούπερ μάρκετ και τους λιανοπωλητές.

Τόσο η κεντρική τράπεζα όσο και το ΙΟΒΕ προτείνουν στην κυβέρνηση να αναλάβει δράση και να υλοποιήσει πολιτικές που διασφαλίζουν τη διατηρήσιμη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, και ειδικά του πληθωρισμού των ειδών διατροφής και των υπηρεσιών, ο οποίος, παρότι ακολουθεί πλέον καθοδική τροχιά, παραμένει σε υψηλά επίπεδα.

Συγκεκριμένα συνιστούν:

♦ Βραχυπρόθεσμα να ενταθούν οι έλεγχοι των αρμόδιων ελεγκτικών
οργάνων ώστε να διασφαλιστεί η τήρηση του ανταγωνισμού και, όπου χρειάζεται, να επιβληθούν οι κατάλληλες διοικητικές κυρώσεις.

♦ Μεσοπρόθεσμα, απαιτείται η άρση των πάσης φύσεως εμποδίων στον ανταγωνισμό στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών με κατάλληλες εθνικές και ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες οι οποίες αναμένονται από τις Βρυξέλλες μετά την παρέμβαση – διαμαρτυρία της Ελλάδας για τις αθέμιτες πρακτικές των πολυεθνικών.

Η ΤτΕ φρενάρει την αύξηση μισθών

Βέβαια η κεντρική τράπεζα επιμένει στην σταθερή γραμμή ότι δεν πρέπει να γίνονται μισθολογικές αυξήσεις πέρα από ένα όριο (σ.σ. το οποίο δεν προσδιορίζει) καθώς αυτό θα αποτελέσει νέο παράγοντα αύξησης του πληθωρισμού.

Είναι γεγονός ότι στην ελληνική οικονομία και με δεδομένες τις συνθήκες της αγοράς εργασίας (ενώ λείπει ανειδίκευτο προσωπικό από τη γεωργία, τον τουρισμό και τη βιομηχανία υπάρχουν ακόμη και σήμερα 504.000 άνεργοι) τα τελευταία χρόνια αυξήθηκαν οι κατώτατοι μισθοί και ημερομίσθια, αλλά δεν αυξάνονται οι υψηλότεροι μισθοί πχ. αν υπερβαίνουν τα 1500 ευρώ το μήνα. Αυτό είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας έχουν παγώσει και τα Συνδικάτα από την εποχή των μνημονίων μέχρι σήμερα δεν έχουν καμιά δύναμη.

Σε αυτό το παζλ του «επίμονου πληθωρισμού» που κατατρώει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, οι συνταξιούχοι εξακολουθούν να είναι ο «αδύναμος κρίκος» καθώς δεν έχουν διαπραγματευτική δύναμη, αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι οι νέοι και πώς θα τα βγάλουν πέρα στη ζωή τους.