Ο Μανόλο είχε κανονίσει να συναντηθούμε με δυο οικογένειες. Μιας δασκάλας και ενός “πλούσιου” Κουβανού. Όλοι από την άλλη πλευρά του νησιού, ανατολικά, περίπου μιάμιση ώρα δρόμος. Από εκεί η εθνική οδός ήταν πιο μεγάλη, τρεις λωρίδες κυκλοφορίας και το οδόστρωμα σε καλή κατάσταση. Μόλις βγήκαμε από την εθνική, μετά από δέκα λεπτά, συναντήσαμε ένα χωριό. «Πάμε να το περπατήσουμε;».
Η μασονική στοά του χωριού στην οποία μπήκαμε…
…αλλά υποσχεθήκαμε να μην πούμε τι είδαμε και τι ακούσαμε, καθώς η επιγραφή εξόδου το έλεγε ξεκάθαρα: «Ό,τι δείτε εδώ, ό,τι κάνετε εδώ, ό,τι πείτε εδώ, μόλις φύγετε από εδώ, αφήστε να μείνει εδώ».
Συνεχίσαμε τον δρόμο ευθεία και μετά από τρία τέταρτα, διασχίζοντας αρκετούς οικισμούς και χωριά, φτάσαμε στο σπίτι της δασκάλας. Μας υποδέχθηκε εγκάρδια η ίδια, ο σύζυγος και ο γιος της.
Η κυρία Μαργαρίτα βγήκε πριν αρκετά χρόνια στην σύνταξη εξαιτίας προβλημάτων υγείας. Ο σύζυγός της, αν και μεγάλος σε ηλικία, εργάζεται περιστασιακά ως επιπλοποιός. Σύνταξη: από 10 ευρώ ο καθένας.
-Η κόρη μου είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο και παίρνει καλό μισθό: 60 ευρώ.
-Ας πάμε αρκετά πίσω. Ζήσατε την Επανάσταση, μιλήστε μου γι’ αυτή.
-Επί Μπατίστα ο κόσμος καταπιεζόταν και πεινούσε. Υπήρχαν φυλετικές διακρίσεις και η θέση της γυναίκας ήταν χαμηλά. Η Επανάσταση έπρεπε να γίνει για να μπορέσουμε να ανασάνουμε. Εγώ σε αυτήν οφείλω που έγινα δασκάλα καθώς με σπούδασε και μου έδωσε δουλειά.
Στο σημείο αυτό άνοιξε ένα συρτάρι και μας έδειξε με περηφάνια το δίπλωμά της και κάποια βραβεία. Συνέχισε με λόγο μετρημένο και προσεκτικό.
-Εμάς δεν μας ενδιαφέρει να υποστηρίξουμε τον κομμουνισμό ή τον καπιταλισμό. Το ζητούμενο είναι να περνάει ο κόσμος καλά.
-Περνάει;
-Κοιτάξτε. Υπάρχουν προβλήματα…
-Το δελτίο τροφίμων που σας δίνει η κυβέρνηση σάς φτάνει; Αλήθεια τι περιέχει;
-Το δελτίο το μήνα έχει: 2,5 κιλά ρύζι (κατ’ άτομο). 2,5 κιλά ζάχαρη (κατ’ άτομο). 5 αυγά (8 στην Αβάνα -κατ’ άτομο). Ένα ψωμάκι την ημέρα (περίπου δυο φέτες σε όγκο -κατ’ άτομο). 2,5 κιλά φασόλια κατά οικογένεια. 150 ml λάδι (φυτικό –κατ’ άτομο). Μισό κοτόπουλο κατά οικογένεια. 200 γραμμάρια καφέ (κατ’ άτομο). Και τέλος, 1 λίτρο γάλα την ημέρα για κάθε παιδί έως επτά ετών.
-Σας φτάνουν;
-Είναι φαγητό το πολύ για 10 ημέρες.
-Τι άλλο θα θέλατε;
-Κόκκινο κρέας. Αυτό μας λείπε πολύ. Παίρναμε, αλλά κόπηκε στη δεκαετία του ’90.
-Αν η κυβέρνηση σάς διπλασίαζε τη σύνταξη, αλλά σας έκοβε το δελτίο θα το δεχόσασταν;
Σε αυτό το σημείο παρενέβη ο Μανόλο: «Αν μεταφράσω θα γελάσουν όλοι». «Λες; Για να δούμε».
-Το συζητάτε; Εννοείται! (γελώντας)
-Με τις ελευθερίες των πολιτών τι γίνεται;
-Κοιτάξτε, έχουμε ελευθερίες. Έχουμε θρησκευτική ελευθερία. Εγώ είμαι καθολική και τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα για εμάς. Τώρα είμαστε ελεύθεροι να ασκούμε τα θρησκευτικά μας καθήκοντα.
-Πολιτικές ελευθερίες έχετε;
-(σκέφτεται) Ναι, έχουμε.
-Δηλαδή εγώ μπορώ να κατέβω στην πλατεία του χωριού και να φωνάξω “κάτω ο Κάστρο”;
-(πάλι σκέφτεται) Δεν θα σας το συνιστούσα.
Ήταν μια στιγμή αμηχανίας όλης της ομήγυρης. «Πάμε έχουμε αργήσει» πετάχτηκε ο Μανόλο.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και συνεχίσαμε ευθεία μέσα στην ενδοχώρα. Ο Μανόλο, μέσω ενός γνωστού του, είχε κλείσει ραντεβού με έναν ιστορικό στο τοπικό μουσείο ενός από τα επόμενα χωριά, αλλά με αυστηρή προειδοποίηση: «καμία πολιτική κουβέντα».
Μόλις φτάσαμε μας υποδέχθηκε ο ίδιος και η διευθύντρια του μουσείου. Το μουσείο ήταν κάτι μεταξύ λαογραφικού και ιστορικού με τοπικό χαρακτήρα. Αφού μας ξενάγησε σε πέντε αίθουσες με σχεδόν ασήμαντα εκθέματα (με εξαίρεση κάποια ενδιαφέροντα λαογραφικά, τα άλλα ήταν το τασάκι του τάδε παλιού τοπικού ηγέτη κομμουνιστή και τα παπούτσια του δείνα) ξεκίνησε ένας βαρετός μονόλογος με λεπτομέρειες για την προετοιμασία της Επανάστασης σε τοπικό επίπεδο που θα κούραζαν ακόμα και έναν ρέκτη της ιστορικής γνώσης. Ένα σημείο όμως είχε ενδιαφέρον: «Όταν πέρασε από εδώ η Επανάσταση, ένας συμπολίτης μας που είχε καφετέρια την έδωσε στους Επαναστάτες και στη συνέχεια πέρασε στο κράτος. Τέτοιος ήταν ο ενθουσιασμός!»
-Εσείς πόσων ετών ήσασταν τότε;
-Μικρό παιδί.
-Λυπάστε που δεν ήσασταν μεγάλος έτσι ώστε να δώσετε κι εσείς την περιουσία σας;
Παρεμβαίνει ο Μανόλο. «Είσαι τρελός. Υπάρχει περίπτωση να το περάσει για ειρωνεία». «Ε τότε διατύπωσε την ερώτηση βάζοντας και διάφορά κοσμητικά “ηρωική επανάσταση, αυτοθυσία, θρίαμβος” κλπ.» Το έκανε. Η απάντηση (την οποία έχω σε βίντεο) ήταν “άλλα λόγια να αγαπιόμαστε”. «Τέλος, ρώτησέ τον αν πάνε καλά τα πράγματα στην Κούβα, αν ο κόσμος είναι ευχαριστημένος». «Και βέβαια πάνε καλά τα πράγματα. Είναι αυτονόητο ότι πάνε καλά. Η απάντηση είναι προβλέψιμη και η ερώτηση επικίνδυνη. Δεν την κάνω».
Εν τω μεταξύ η διευθύντρια του μουσείου που κάθεται απέναντί μας έχει πιάσει τον Χόρχε και τον ρωτάει. Ο Μανόλο το βλέπει και δεν του αρέσει αυτό. «Κάνε την τελευταία ερώτηση και πάμε».
-Ποιες είναι οι λέξεις που καθοδηγούν την πορεία σας ως άνθρωπο και επιστήμονα;
-Επανάσταση, πατρίδα, αξιοπρέπεια.
Μανόλο: «Πάμε να φύγουμε. Δώστου και κάτι διακριτικά». «Τι να δώσω λεφτά σε ιστορικό επιστήμονα; Είναι δυνατόν;». «Βρε δώστου που σου λέω, θα χαρεί». «Πόσα;» «Ένα δεκαράκι (ευρώ) είναι καλά».
«Ευχαριστούμε πάρα πολύ για την ξενάγηση! Εις το επανιδείν». Κλικ.
Στο ταξί ο Χόρχε μάς είπε τι τον ρωτούσε η διευθύντρια. «Ρωτούσε ποιος είσαι και τι ακριβώς κάνεις στην Κούβα, αλλά μόλις είπες αυτά για “ήρωες” και “θρίαμβος της Επανάστασης” ηρέμησε».
Μανόλο: «Πάμε τώρα να σου δείξω τι σημαίνει αξιοπρέπεια». Έπειτα από μισή ώρα δρόμο φτάσαμε στην οικογένεια του Αλεχάνδρο. Του “πλούσιου” που λέγαμε. Στρωμένο τραπέζι με όλα τα καλά του θεού. Ρύζι, μαύρα φασόλια, σαλάτα, φρέσκο ψάρι (σπάνιο), κοτόσουπα, κροκέτες, ελιές κ.α. Και όλα αυτά για τον Μανόλο κι εμένα. Τον φίλο του φίλου τους.
Ο Αλεχάνδρο υπήρξε τυχερός. Τα έβγαζε δύσκολα πέρα, αλλά πριν λίγα χρόνια πέθανε ο παππούς του και του άφησε ένα “αυτοκίνητο-αντίκα”. Το έφτιαξε, το έβγαλε στο δρόμο ως ταξί, έκανε καλό όνομα καθώς είναι συνεπής και τίμιος, και έτσι τον έμαθαν τα ταξιδιωτικά γραφεία και του δίνουν πολλή δουλειά. Με αυτή τη δουλειά έχτισε ένα απλό σπίτι από την αρχή. Αυτό ήταν το όνειρό του. Πώς να μην νιώθει πλούσιος και ευτυχισμένος!
(Του έβγαλα και φωτογραφία μαζί με την όμορφη σύζυγό του και την κορούλα τους. Όταν γύρισα στην Ελλάδα επικοινώνησε μαζί μου και μου ζήτησε ευγενικά να μην τη βάλω. «Μα γιατί; Δεν είπες τίποτα “κακό”;». «Σε παρακαλώ, ελπίζω να καταλαβαίνεις…». Φόβος!)
Μανόλο: «Στην Κούβα, ειδικά στα τουριστικά κέντρα, δεν σου χαρίζεται τίποτα. Ακόμα και το γέλιο και η οικειότητα που σκορπούν οι ντόπιοι στους τουρίστες κάτι κρύβει από πίσω, κάτι θέλουν από σένα. Λογικό είναι. Όταν η εξαθλίωσή τους ήρθε σε επαφή με τον τουρισμό, τους άλλαξε πολύ. Και θα τους αλλάξει κι άλλο. Δεν ξέρουμε πότε και πώς θα γίνει η μετάβαση στην ελεύθερη αγορά, αλλά θα είναι επώδυνη. Θα κερδίσουν σίγουρα, αλλά ένα μέρος της αθωότητας αυτού του τόπου θα χαθεί. Ο Αλεχάνδρο είναι αγνό και τίμιο παιδί. Αν τολμήσεις στο τέλος να κάνεις αυτό που έκανες στον άλλον στο μουσείο, θα προσβληθεί».
Φάγαμε, ήπιαμε, ζαλιστήκαμε, ευχαριστήσαμε από καρδιάς και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Στο δρόμο σταμάτησα να αγοράσω ένα μπουκαλάκι νερό. Δίπλα από το μαγαζί είδα αυτόν τον άνθρωπο που μαστόρευε ένα αυτοκίνητο.
Σκέφθηκα να είναι η τελευταία μου επαφή με άνθρωπο για εκείνη την ημέρα. Το είπα στον Μανόλο. Ήταν κατηγορηματικός: «Όχι». Επέμενα. Επέμενε κι εκείνος: «Μα δεν τον ξέρεις». «Ε τότε ας τον μάθω».
-Καλησπέρα! Είμαι Έλληνας, με λένε Δημήτρη και θα ήθελα να σας κάνω κάποιες ερωτήσεις.
-Καλησπέρα Γκριέγκο! Εμένα Σεργκέι (σημείωση: στην Κούβα οι περισσότεροι δεν ξέρουν κατά πού πέφτει η Ελλάδα. Αυτός όπως διαπίστωσα ήξερε).
-Τι θες να με ρωτήσεις; Από αυτοκίνητα ή γυναίκες; (γέλια)
-Ας ξεκινήσουμε από τα αυτοκίνητα. Πόσο καιρό το φτιάχνεις;
-Τρία χρόνια.
-Τιιιιι;;;
-Ναι, και θέλει τουλάχιστον ένα χρόνο ακόμα για να βγει στο δρόμο. Αλλά θα γίνει κουκλί. Είπα στα γεράματα να γίνω ταξιτζής να βάλω κανα πέσος στην τσέπη. Ήρθε και ο πρωθυπουργός σας στην κηδεία του Κάστρο. Τον είδα στην τηλεόραση.
Ουπς! Ο τύπος φαίνεται ενημερωμένος. Για να δούμε τη συνέχεια. Ο Μανόλο με προειδοποιεί (για άλλη μια φορά) να μην ανοιχτώ.
-Ναι, ήρθε. Είναι αριστερός βλέπεις.
-Καλά έκανε και ήρθε. Κι εγώ πήγα. Πολλοί πήγαμε.
Εδώ με μπέρδεψε. Σταμάτησε τη δουλειά στο αμάξι και με κοίταξε στα μάτια.
-Θέλω να σε ρωτήσω κι εγώ κάτι. Στην χώρα σας τι άποψη έχει ο κόσμος για τον Κάστρο;
-Κάποιοι τον θεωρούν μεγάλο και καλό ηγέτη και κάποιοι άλλοι στυγνό δικτάτορα.
-Εσύ τι πιστεύεις;
Ο Μανόλο πια είχε οργιστεί. «Ό,τι και να απαντήσεις δεν θα μεταφράσω». Χαιρέτησε ξερά τον Σεργκέι και πήγε κατά το αυτοκίνητο. Τον ακολούθησα προσπαθώντας να τον ηρεμήσω. Αδύνατον.
-Άκου Δημήτρη, εσύ ήρθες εδώ όπως είπες για να σηκώσεις την πέτρα να δεις τι κρύβεται από κάτω, αλλά πάνω στην πέτρα κάθομαι εγώ. Εσύ θα φύγεις σε τρεις μέρες, εγώ θα μείνω εδώ. Στο είπα και στην αρχή όταν ήρθες: εδώ δεν ρωτάμε για πολιτικά ούτε λέμε την άποψή μας, και μάλιστα σε αγνώστους. Κατάλαβες ή θες να στο αναλύσω;»
-Άκου Μανόλο. Αν νομίζεις ότι κινδυνεύεις…
-Δεν κινδυνεύω μόνο εγώ, κι εσύ κινδυνεύεις.
-Έστω. Τώρα όμως μιλάω για σένα. Σέβομαι τους φόβους σου και τους κατανοώ, αλλά δεν πέρασα τον Ατλαντικό για να δω πώς φτιάχνονται τα πούρα της Κούβας. Μπορείς να φύγεις, απλά στείλε μου σε παρακαλώ ένα ταξί να με πάρει σε λίγη ώρα. Εγώ θα κάτσω με τον Σεργκέι θες δε θες.
Έπαιξα την κατάσταση στα ζάρια. Τι να κάνω με τον Σεργκέι χωρίς μεταφραστή; Έπρεπε να ρισκάρω. Ή να τον πείσω να κάτσει ή να τον ακολουθήσω “ηττημένος”. «Σκέψου το, πάω στον Σεργκέι».
Ο Σεργκέι είχε καταλάβει. Όταν έφτασα κοντά του έβαλε το δάκτυλό του στο στήθος και μου είπε «περίκλες». Τι διάολο λέξη είναι αυτή, σκέφτηκα. Σήκωσα τους ώμους δηλώνοντας ότι δεν καταλαβαίνω. Ξαναέβαλε το δάκτυλο στο στήθος «ντεμοκρασία». Πέταξα από τη χαρά μου! Έτρεξα στο Μανόλο και του είπε τα σχετικά.
-Έλα σου λέω, είναι δημοκράτης.
-Σίγουρα;
-Ε τι σίγουρα; Ξέρει και τον Περικλή! Εκτός κι αν δεν είναι μόνο μηχανικός, αλλά και ηθοποιός.
Ήρθε ο Μανόλο, πήραμε τρεις καρέκλες και καθίσαμε κάνοντας ίσως την πιο ουσιαστική κουβέντα του ταξιδιού μου.
-Πριν μου είπες ότι πήγες στην κηδεία.
-Ναι πήγα. Έχεις δει τους ποδηλατικούς γύρους σε διάφορες πόλεις του κόσμου; Νομίζεις ότι όλοι αυτοί που μαζεύονται και κοιτάνε τους ποδηλάτες έχουν κάποια σχέση με το άθλημα; Οι περισσότεροι χαζεύουν. Ο Κάστρο πέθανε, μεγάλο γεγονός! Γιατί να μην πάω να χαζέψω κι εγώ;
-Μα δεν πήγαν όλοι για να χαζέψουν.
-Σίγουρα. Έχει ανθρώπους που τον λατρεύουν και ακόμα πιστεύουν στο καθεστώς. Εσείς δεν έχετε κομμουνιστές;
-Έχουμε.
-Κι εμείς έχουμε, μόνο που είναι μειοψηφία.
-Πώς το ξέρεις;
-Είναι βέβαιο, το ξέρουν και οι ίδιοι. Αν ήταν πλειοψηφία θα έκαναν ένα δημοψήφισμα τόσα χρόνια –όχι αυτό που έκανε το 2002 και λέει ότι τον ψήφισε το 99% του κόσμου, αυτό είναι ανέκδοτο –ελεύθερο δημοψήφισμα με ξένους παρατηρητές και όχι υπό το κράτος του φόβου. Μίλησες με ανθρώπους; Οι περισσότεροι θέλουν να φύγουν ή να κάνουν μια δική τους δουλειά να ξεφύγουν από την μιζέρια των 25 πέσος το μήνα. Αυτή είναι η πλειοψηφία.
-Για το εμπάργκο τι λες;
-Το καπρίτσο (σ.σ. έτσι το αποκάλεσε –λατινογενής λέξη) δυο συστημάτων το πληρώνει ο λαός. Αν έρθει η δημοκρατία στην Κούβα θα εκτεθούν διεθνώς οι ΗΠΑ αν συνεχίσουν το εμπάργκο.
-Τι ήταν για σένα ο Κάστρο;
-Του χρωστάμε πολλά. Του είμαι ευγνώμων για την Επανάσταση το 1959, που μας απάλλαξε από τον Μπατίστα, αλλά μέχρι εκεί. Η ζωή προχωράει, δεν είναι μόνο ρύζι και φασόλια. Πολλοί πιστεύουν ότι ο Κάστρο ήταν πολύτιμος και σέβομαι αυτή την άποψη. Όταν όμως τρως συνέχεια ανανά νομίζεις ότι είναι το πιο νόστιμο φρούτο στον κόσμο. Ας μας δώσουν και φράουλες να κάνουμε την σύγκριση. Ας μας δώσουν το δικαίωμα της επιλογής. Δημοκρατία ζητάμε, τίποτα άλλο. Να μπορούμε να μιλάμε ελεύθερα όπως τώρα.
-Δεν φοβάσαι τώρα που μιλάς; Αυτά τα λόγια θα δημοσιευτούν στην Ελλάδα.
-Κουράστηκα να φοβάμαι, αλλά δεν μπορώ να παραστήσω και τον ήρωα, έχω παιδιά… Θα σε παρακαλούσα να μη βάλεις το πρόσωπό μου.
-Να βγάλουμε μια φωτογραφία μαζί;
-Εντάξει. Εσύ κρύψε το πρόσωπό μου κι εγώ την τρύπα στην μπλούζα μου (γέλια).
-Πάντως να ξέρεις πως η δημοκρατία είναι “ευαίσθητο” πολίτευμα. Απαιτεί υπεύθυνους και ώριμους πολίτες και πολιτικούς. Στην Ελλάδα είμαστε ελεύθεροι, αλλά όλο μαλώνουμε μεταξύ μας…
-Καλύτερα να είστε ελεύθεροι να μαλώνετε, παρά καταδικασμένοι να σωπαίνετε.
Εκείνη την μέρα άργησα να κοιμηθώ. Αυτά τα λόγια στριφογυρνούσαν στο μυαλό μου όλη νύχτα.
Μανόλο: «Σήμερα γνώρισες την ψυχή της Κούβας. Αυτά βρίσκονται κάτω από την πέτρα που ήθελες να δεις. Ένας λυγμός και ένα γιατί»
Ημέρα 5→