Το τελευταίο κεφάλαιο του πιο διαβόητου κατασκοπικού σκανδάλου στη βρετανική Ιστορία ολοκληρώνεται με τη δημοσιοποίηση των αρχείων των βρετανικών υπηρεσιών ασφαλείας, που αποκαλύπτουν τη μακρά καταδίωξη του Κιμ Φίλμπι – του πιο διαβόητου κατασκόπου της KGB εντός της ΜΙ6, ο οποίος πρόδιδε μυστικά στους Σοβιετικούς επί τρεις δεκαετίες.
Ο Φίλμπι –που στα αρχεία της KGB είχε τα ψευδώνυμα Σόνι και Στάνλεϊ– θεωρείται ο ηγέτης της θρυλικής ομάδας διπλών πρακτόρων που κατασκόπευαν στη Βρετανία για λογαριασμό της Σοβιετικής Ενωσης, η οποία έμεινε στην Ιστορία με την επωνυμία «Οι Πέντε του Κέιμπριτζ», καθώς όλοι τους είχαν στρατολογηθεί στο περίφημο βρετανικό πανεπιστήμιο προτού ανέλθουν σε υψηλές θέσεις της πολιτικής ιεραρχίας του Ηνωμένου Βασιλείου.
Οι άλλοι τέσσερις ήταν ο διπλωμάτης Ντόναλντ Μακλίν (ψευδώνυμο Ομερ), ο επίσης διπλωμάτης, Γκάι Μπέρτζες (ψευδώνυμο Χικς), ο ιστορικός και πράκτορας της MI5, σερ Αντονι Μπλαντ (ψευδώνυμο Τζόνσον), που εργάστηκε στο πλευρό της βασίλισσας Ελισάβετ, και ο επίσης πράκτορας της MI5 Τζον Κέρνκρος (ψευδώνυμο Λιστ). Οι πέντε τους γνωρίζονταν μεταξύ τους και συνεργάζονταν για δεκαετίες, καλύπτοντας ο ένας τον άλλον.
Ο Φίλμπι στρατολογήθηκε από την KGB το 1934, αμέσως μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Εντάχθηκε στην MI6 (γνωστή και ως «μυστική υπηρεσία» ή SIS) κατά τη διάρκεια του πολέμου και ανέβηκε γρήγορα στις βαθμίδες, μεταφέροντας στη Μόσχα κάθε μυστικό που μπορούσε να συγκεντρώσει – με δολοφονικές συνέπειες. Η δράση του αποκαλύφθηκε τελικά το 1963, ενώ εργαζόταν ως δημοσιογράφος στη Βηρυτό, και κατάφερε να διαφύγει στη Μόσχα.
Οπως αποκαλύπτουν οι Times του Λονδίνου, κάθε στάδιο αυτής της εντυπωσιακής διαδρομής κατασκοπείας απεικονίζεται στα 21 προσφάτως αποχαρακτηρισμένα αρχεία της βρετανικής υπηρεσίας εσωτερικής ασφάλειας MI5 – από τη στρατολόγηση του Φίλμπι ως νεαρού κομμουνιστή, μέχρι τη στιγμή που ήρθε αντιμέτωπος στη Βηρυτό με τον Νίκολας Ελιοτ, τον παλαιότερο φίλο του στην MI6.
Η ομολογία του Φίλμπι στον Ελιοτ είναι το πιο αξιοσημείωτο έγγραφο – ένας συνδυασμός αληθειών, μισών αληθειών και ψεμμάτων, που πρόσφερε στον κατάσκοπο αρκετό χρόνο για να ειδοποιήσει την KGB και να κανονίσει τη διαφυγή του. Ο Ελιοτ κατέγραψε κρυφά τη συνομιλία τους και η απομαγνητοφώνησή της βλέπει για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας, προσφέροντας μια εξαιρετική εικόνα του μυαλού του μεγαλύτερου βρετανού προδότη, αλλά και της προδοσίας μιας φιλίας.
Σε ένα σημείο από τους διαλόγους ο Φίλμπι παραδέχεται ότι ο ίδιος αποκάλυψε στους Σοβιετικούς την ταυτότητα του πράκτορα της KGB Κονσταντίν Βολκόφ, ο οποίος είχε επιχειρήσει να αυτομολήσει στη Βρετανία το 1945. Ο Βολκόφ και η σύζυγός του συνελήφθησαν τότε από δολοφόνους της KGB, μεταφέρθηκαν στη Ρωσία και «εκκαθαρίστηκαν».
Το περιστατικό του Βολκόφ ήταν μια στιγμή ακραίου κινδύνου για τον Φίλμπι, ο οποίος το 1945 ήταν επικεφαλής του τμήματος σοβιετικής αντικατασκοπείας της MI6. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ο Βολκόφ μπήκε στο βρετανικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης και προσφέρθηκε να παραδώσει έναν εντυπωσιακό θησαυρό σοβιετικών μυστικών με αντάλλαγμα 50.000 λίρες και επανεγκατάσταση στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η πιο σημαντική αποκάλυψη του Βολκόφ ήταν η ύπαρξη εννέα σοβιετικών πρακτόρων εντός του βρετανικού κατεστημένου – επτά στο υπουργείο Εξωτερικών και δύο στην MI6. Ο ένας εξ αυτών, όπως αποκάλυψε ο Βολκόφ, ήταν επικεφαλής ενός κλάδου της βρετανικής αντικατασκοπείας. Αναφερόταν στον Φίλμπι, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει το πραγματικό του όνομα.
Συνειδητοποιώντας ότι επρόκειτο να αποκαλυφθεί, ο Φίλμπι έστειλε μια επείγουσα προειδοποίηση στον χειριστή του στην KGB, ανέλαβε προσωπικά την υπόθεση και πέταξε για Τουρκία. Πριν προσγειωθεί στην Κωνσταντινούπολη, όμως, ο Βολκόφ και η σύζυγός του είχαν ήδη απαχθεί, ναρκωθεί, τοποθετηθεί σε φορεία τυλιγμένα με επιδέσμους και μπει σε αεροπλάνο με προορισμό τη Βουλγαρία, από έναν γιατρό και δύο πράκτορες της KGB. Κανείς δεν τους είδε ποτέ ξανά.
Ο Βολκόφ είχε υποσχεθεί στην MI6 μια τεράστια γκάμα υλικού: όχι μόνο τις ταυτότητες των κατασκόπων της KGB, αλλά και αντίγραφα όλου του υλικού που είχαν παράσχει, μια πλήρη λίστα με κάθε αξιωματικό της KGB στη Μόσχα, διευθύνσεις κρησφύγετων, κώδικες – μέχρι και τα κλειδιά για τις αρχειοθήκες των κεντρικών γραφείων της KGB. Επίσης, αν και δεν γνώριζε το πραγματικό όνομα του Φίλμπι, θα μπορούσε να αναγνωρίσει το πρόσωπό του.
Αν αυτές οι πληροφορίες έφθαναν στα χέρια των πρακτόρων της Δύσης θα είχαν αλλάξει την πορεία του Ψυχρού Πολέμου. Η παρέμβαση του Φίλμπι και ο θάνατος του Βολκόφ ήταν η απώτατη πράξη κατασκοπείας του για λογαριασμό της Σοβιετικής Ενωσης. Στην αναφορά του προς την MI6 από την Κωνσταντινούπολη ο Φίλμπι εκτιμούσε ότι ο Βολκόφ ή η σύζυγός του «έκαναν κάποιο μοιραίο λάθος» και συνελήφθησαν από τους Σοβιετικούς.
Το 1951 ο Φίλμπι αντιμετώπισε μια άλλη κρίση, μετά την αποστασία των συναδέλφων του κατασκόπων της KGB Γκάι Μπέρτζες και Ντόναλντ Μακλίν της ομάδας των «Πέντε του Κέιμπριτζ». Εκείνη την περίοδο ο Φίλμπι ήταν σταθμάρχης της MI6 στην Ουάσινγκτον – ένας από τους ανώτερους ρόλους της βρετανικής αντικατασκοπείας.
Ο Μπέρτζες εργαζόταν για το υπουργείο Εξωτερικών και διέμενε στο σπίτι του Φίλμπι, όταν ο τελευταίος ανακάλυψε ότι ο Μακλίν –επίσης αξιωματούχος του υπουργείου Εξωτερικών– επρόκειτο να αποκαλυφθεί στην Αγγλία. Ο Φίλμπι έστειλε τον Μπέρτζες στο Λονδίνο για να τον προειδοποιήσει. Ακολούθως, ο Φίλμπι έστειλε μια επιστολή από την Ουάσινγκτον με κωδικοποιημένο μήνυμα στον Μπέρτζες, με οδηγίες για να στείλει τον Μακλίν στη Μόσχα.
Το μήνυμα ήταν «μεταμφιεσμένο» σε παράπονο για το «εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο» του Μπέρτζες: «Εάν εμπλακώ σε περίπλοκες καταστάσεις για το θέμα του αυτοκινήτου σου, οφείλω να σου πω ότι θα χρεωθείς βαριά γι’ αυτό» έγραφε το γράμμα. Με αυτόν τον τρόπο έλεγε στον Μπέρτζες ότι αν δεν έβγαζε τον Μακλίν μακριά από τη χώρα, θα τον «αποκάλυπτε» ως πράκτορα των Σοβιετικών. Ομως ο Μπέρτζες συνόδευσε τον Μακλίν στη Μόσχα, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο τον Φίλμπι.
Κληθείς στο Λονδίνο, ο Φίλμπι υποβλήθηκε σε σκληρή ανάκριση για το περιστατικό από τον δικηγόρο της MI6 Ελένους «Μπάστερ» Μίλμο. Τα πρακτικά της ανάκρισης, που συγκαταλέγονται στα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα, αποκαλύπτουν τις πειστικές κατηγορηματικές αρνήσεις του Φίλμπι για το αν σχετιζόταν με την εξαφάνιση του Βολκόφ, για τις σχέσεις του με τους Μπέρτζες και Μακλίν, καθώς και με την κομουνίστρια πρώην σύζυγό του.
Ο Φίλμπι δεν ομολόγησε τίποτα, και παρά το γεγονός ότι ο Μίλμο και η MI5 ήταν πεπεισμένοι για την ενοχή του, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν είχε κάνει «καμία παραδοχή που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση δίωξης». Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την MI6, αλλά με τη βοήθεια των πρώην συναδέλφων του –κυρίως του Ελιοτ– εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Το 1956 μετακόμισε στη Βηρυτό ως ανταποκριτής των βρετανικών εντύπων Economist και Observer.
Το 1962 η MI5 βρήκε τελικά τα αποδεικτικά στοιχεία που χρειαζόταν, όταν η φίλη του πράκτορα, Φλόρα Σόλομον, αποκάλυψε ότι είχε προσπαθήσει να τη στρατολογήσει ως σοβιετική πράκτορα το 1934. Η ανάκρισή της από το MI5 περιλαμβάνεται στα αποχαρακτηρισμένα αρχεία. Από αυτήν ξεχωρίζει η αφήγησή της για μια τυχαία συνάντηση με τον Φίλμπι σε ένα κοκτέιλ πάρτι, όπου της έκανε νόημα με τα μάτια να μην αποκαλύψει την ταυτότητά του.
Ο Ελιοτ εστάλη στη Βηρυτό για να τον ξεμπροστιάσει και να αποσπάσει την ομολογία του. Κάλεσε τον Φίλμπι σε ένα διαμέρισμα όπου είχε εγκαταστήσει συσκευές μαγνητοφώνησης και τον κατηγόρησε ευθέως για προδοσία. Αρχικά εκείνος αρνήθηκε τα πάντα, αλλά στη συνέχεια συμφώνησε να ομολογήσει, χαρακτηρίζοντάς την κίνησή του ως πράξη φιλίας.
Μετά την ομολογία του ο Φίλμπι είπε ότι πίστευε πως η μόνη του επιλογή ήταν μεταξύ «αυτοκτονίας και δίωξης», αλλά ο Ελιοτ του πρόσφερε μια διέξοδο υποσχόμενος ότι εάν ομολογούσε τα πάντα, τα στοιχεία δεν θα χρησιμοποιούνταν για τη δίωξή του. Επρόκειτο πιθανότατα για τέχνασμα ώστε να αποσπάσει την πλήρη ομολογία του.
Μέσα στις επόμενες ημέρες ο Φίλμπι πρόσφερε στον φίλο του την «ομολογία» του, τόσο γραπτώς όσο και προφορικώς. Παρότι υποσχέθηκε να του μεταφέρει «όλη την αλήθεια», στην ουσία παραδέχτηκε ελάχιστες από τις πράξεις προδοσίας του, σε έναν συνδυασμό αλήθειας, μερικής αλήθειας και ψεμμάτων. Προσπάθησε να πείσει τον Ελιοτ ότι αισθανόταν «τεράστια» ανακούφιση που αποκαλύφθηκε η διπλή ταυτότητά του, και να τον πείσει ότι η φιλία τους ήταν αληθινή.
Παραδέχτηκε ότι βοήθησε τον Μακλίν να αποδράσει στη Μόσχα, καθώς «τον είχα στρατολογήσει προσωπικά και το λιγότερο που μπορούσα να κάνω ήταν να τον φυγαδεύσω», αλλά ισχυρίστηκε ότι είχε ελάχιστη επαφή μαζί του από το 1934, κάτι που ήταν ψέμα. Παράλληλα επέμεινε ότι ο Αντονι Μπλαντ «δεν δούλεψε και δεν θα δούλευε ποτέ για τους Ρώσους», ενώ δεν έκανε καμία αναφορά στον Τζον Κέρνκρος. Και οι δύο ήταν μέλη των «Πέντε του Κέιμπριτζ».
Πάνω απ’ όλα, ο Φίλμπι είπε ψέματα ότι είχε σταματήσει να εργάζεται για την KGB το 1946 και ότι έκτοτε δεν είχε έρθει σε επαφή με τους Ρώσους. Στην πραγματικότητα συνέχιζε να κατασκοπεύει για τους Σοβιετικούς καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στην Αμερική – και το έκανε ακόμα και ως ανταποκριτής των εφημερίδων στη Βηρυτό. Παράλληλα, ανέφερε ότι δεν θυμόταν «τίποτα συγκεκριμένο» ερωτηθείς για τους πολλούς ανθρώπους που είχε καταδώσει στους Σοβιετικούς.
Καθ’ όλη τη διάρκεια των συζητήσεων με τον Ελιοτ, ο Φίλμπι παρουσίαζε την αποκαλούμενη «ελεγχόμενη σχιζοφρένεια» που χαρακτηρίζει τη σκέψη ενός διπλού πράκτορα. Ανέφερε, για παράδειγμα, ότι «αισθανόμουν τεράστια αφοσίωση στην SIS (σ.σ.: MI6) και είχα καταπληκτικούς φίλους εκεί, αλλά η συνολική μου έμπνευση πήγαζε από την απέναντι πλευρά (σ.σ.: τη Σοβιετική Ενωση)».
Κάποια στιγμή περιέγραψε έναν από τους χειριστές του στην KGB ως «έναν πραγματικά εξαιρετικό άνθρωπο, ο οποίος, προφανώς, ήταν πάντα έτοιμος να βασανίσει και να σφάξει οποιονδήποτε χρειαζόταν». Στην τελευταία τους συνάντηση ο Ελιοτ είπε στον Φίλμπι ότι πάντα θεωρούσε πως η αφοσίωσή του στους φίλους του ήταν σημαντικότερη από εκείνη στην πατρίδα, αλλά με βάση τις συζητήσεις τους μάλλον ίσχυε το αντίθετο.
Ο Φίμπι συμφώνησε ότι η ιδεολογία του ήταν σημαντικότερη από τις φιλικές του σχέσεις και σε αυτή τη βάση «αν είχα την επιλογή να ξεκινήσω τη ζωή μου από την αρχή, πιθανότατα θα είχα κάνει τα ίδια πράγματα». Τέλειωσε διαβεβαιώνοντας τον παλιό του φίλο ότι δεν σκόπευε να το σκάσει. «Μην ανησυχείς, δεν θα κάνω ό,τι και ο Μπέρτζες. Αν είχα σκοπό να το κάνω, θα το είχα κάνει πριν από πολλά χρόνια».
Χώρισαν φιλικά, με τον Φίλμπι να λέει ότι παραμένει διαθέσιμος για περαιτέρω ανάκριση, και τον Ελιοτ να του λέει ότι αν υπάρχουν νέες ερωτήσεις, αυτές θα τις αναλάβει ο σταθμάρχης της MI6 στη Βηρυτό. Οι δυο τους συμφώνησαν ότι ο Φίμπι μπορούσε να συνεχίσει τη ζωή του στην πρωτεύουσα του Λιβάνου σαν να μη συνέβη τίποτα, μέχρι νεωτέρας. Στη συνέχεια ο Ελιοτ πήρε το αεροπλάνο και πέταξε στην Αφρική για μια άλλη αποστολή.
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 23 Ιανουαρίου 1963, ο Φίλμπι δεν εμφανίστηκε σε ένα γεύμα που είχε προγραμματίσει, ανέβηκε σε ένα ρωσικό φορτηγό πλοίο που ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι της Βηρυτού και κατευθύνθηκε προς τη Μόσχα. Το σημείωμα που άφησε πίσω του για τη σύζυγό του Ελενορ, που δεν γνώριζε τίποτα για την κατασκοπική δραστηριότητά του, ήταν το τελευταίο –και το πιο πικρό– ψέμα του.
Της έγραψε: «Λατρεμένη μου, κλήθηκα να συμμετάσχω σε μια δημοσιογραφική αποστολή χωρίς προειδοποίηση. Λυπάμαι που δεν μπορώ να γίνω πιο συγκεκριμένος, καθώς τα σχέδιά μου είναι πολύ ρευστά προς το παρόν. Μην ανησυχείς για τίποτα. Πες στους φίλους μας ότι βρίσκομαι σε μια περιοδεία στην περιοχή. Τα φιλιά μου στα παιδάκια μας και ένα τεράστιο φιλί σε σένα. Δικός σου, Κιμ».
Μετά τη φυγή του, η Ελενορ τον επισκέφθηκε στη Μόσχα και τον Νοέμβριο του 1964, μετά από ένα ταξίδι της στις ΗΠΑ, επέστρεψε σκοπεύοντας να μείνει μαζί του στη ρωσική πρωτεύουσα. Κατά την απουσία της ο Φίλμπι ξεκίνησε σχέση με τη Μελίντα, σύζυγο του φίλου του και επίσης κατασκόπου Ντόναλντ Μακλίν, του οποίου τη μεταφορά στη Ρωσία είχε κανονίσει λίγα χρόνια πριν. Η Ελενορ του ζήτησε διαζύγιο και έφυγε οριστικά από τη Μόσχα τον Μάιο του 1965.
Η Μελίντα παράτησε τον σύζυγό της και έμεινε με τον Φίλμπι για ένα μικρό διάστημα στο διαμέρισμά του στη Μόσχα. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1971, ο Φίλμπι παντρεύτηκε τη Ρουφίνα Πούχοβα, μια 39χρονη Ρωσοπολωνέζα, με την οποία έζησε μέχρι τον θάνατό του, στις 11 Μαΐου του 1988 στη Μόσχα, σε ηλικία 76 ετών.
Τα αποχαρακτηρισμένα αρχεία απαντούν σε πολλά από τα εναπομείναντα ερωτήματα γύρω από τον πιο επιτυχημένο διπλό πράκτορα στην ιστορία της διεθνούς κατασκοπείας και τις δραστηριότητές του, αλλά αφήνει ένα μυστήριο: τις προθέσεις του Ελιοτ. Αφησε συνειδητά στον Φίλμπι τη δυνατότητα να αυτομολήσει στη Μόσχα, ξεγελάστηκε από τις διαβεβαιώσεις του παλιού του φίλου για άλλη μια φορά, ή είχε κάτι άλλο στο μυαλό του;
Μέχρι και ο ίδιος ο Φίλμπι δεν είχε ξεκάθαρη απάντηση στο ερώτημα. Από τη Μόσχα έγραψε στον παλιό του φίλο: «Δεν μπορώ παρά να σκεφτώ ότι τελικά ίσως ήθελες να εξαφανιστώ στη Μόσχα». Ο Ελιοτ σκόπιμα θόλωσε τα νερά, δεν παραδέχτηκε ποτέ τίποτα –ούτε προφορικώς ούτε γραπτώς– και πήρε το μυστικό στον τάφο του το 1994.