Το Ισραήλ πραγματοποίησε το Σάββατο (26/10) την πρώτη επίσημα δηλωμένη επίθεση εναντίον ιρανικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων, στοχεύοντας κατά κύριο λόγο συστήματα αεράμυνας (όπως τα ρωσικά συστήματα S-300) και αποφεύγοντας τους πυρηνικούς στόχους και τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις.
Η επιλογή αυτή αποτύπωσε σύμφωνα με αναλυτές την πίεση που άσκησε η Ουάσινγκτον στο Τελ Αβίβ για την αποφυγή μιας περιφερειακής ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή λίγες ημέρες πριν τις αμερικανικές εκλογές που θα γίνουν την Τρίτη, 5 Νοεμβρίου. Στο εσωτερικό του Ισραήλ, η απόφαση του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου να περιορίσει τους στόχους της επίθεσης προκάλεσε πολιτικές αντιδράσεις. Το Ιράν, τηρώντας προς το παρόν επιφυλακτική στάση, έσπευσε να υποβαθμίζει τις απώλειες που υπέστη από την επίθεση, σταθμίζοντας τις επιλογές του για την αντίδραση.
Η στρατιωτική επιχείρηση του Τελ Αβίβ ερμηνεύτηκε ως μια μετρημένη κίνηση που λάμβανε υπόψη τις αμερικανικές πιέσεις για την αποφυγή κλιμάκωσης που θα επηρέαζε τις ενεργειακές τιμές και τη σταθερότητα στην περιοχή. Υπάρχει όμως και μια κόντρα ανάγνωση την οποία παρουσιάζει ο Economist. Με απλά λόγια αυτή η ερμηνεία των εξελίξεων αναφέρει πως παρότι ο Νετανιάχου κατηγορείται εντός της χώρας για «χαμένη ευκαιρία», η επιλογή των στόχων δείχνει πως το Τελ Αβίβ διατηρεί την προοπτική μελλοντικών, ενδεχομένως εντατικότερων επιθέσεων εναντίον της Τεχεράνης.
Η βρετανική επιθεώρηση σημειώνει στην ανάλυσή της το γεγονός ότι μετά από δεκαετίες σκιώδους πολέμου μεταξύ του εβραϊκού κράτους και της Ισλαμικής Δημοκρατίας, το Ισραήλ πραγματοποίησε τις πρώτες πρωινές ώρες της 26ης Οκτωβρίου την πρώτη επίσημα αναγνωρισμένη επίθεσή του στο Ιράν. Δεκάδες πολεμικά αεροσκάφη που πετούσαν σε απόσταση τουλάχιστον 1.300 χιλιομέτρων από τις βάσεις τους στο Ισραήλ εκτόξευσαν πυραύλους εναντίον εγκαταστάσεων αεράμυνας και πυραυλικών εργοστασίων σε τρεις ιρανικές επαρχίες, ακόμη και στα περίχωρα της πρωτεύουσας Τεχεράνης. Και σύμφωνα με τον Economist αποτελεί μέτρο της τεράστιας έντασης που επικρατεί στη Μέση Ανατολή το γεγονός ότι οι στόχοι που επέλεξε το Ισραήλ, οι οποίοι ήταν αμιγώς στρατιωτικοί, θεωρήθηκαν μια από τις πιο περιορισμένες και οριοθετημένες επιλογές αντίδρασης. Διότι, από τότε που το Ιράν εκτόξευσε 181 βαλλιστικούς πυραύλους εναντίον του Ισραήλ την 1η Οκτωβρίου, αξιωματούχοι προσκείμενοι στον Μπενιαμίν Νετανιάχου έκαναν λόγο για μια «ιστορική ευκαιρία» να επιτευχθεί ένα στρατηγικό πλήγμα στο Ιράν.
Τελικά, το Ισραήλ χτύπησε κυρίως τα ρωσικής κατασκευής συστήματα αεράμυνας s-300 και τους εκτοξευτές πυραύλων του Ιράν, αποφεύγοντας τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του. Επίσης, οι Ισραηλινοί δεν κατέστρεψαν ζωτικούς οικονομικούς στόχους της Τεχεράνης, όπως τερματικούς σταθμούς εξαγωγής πετρελαίου. Αυτό υποδηλώνει, σύμφωνα με την ανάλυση του βρετανικού περιοδικού, ότι το Ισραήλ, για πρώτη φορά, λαμβάνει υπόψη του την πίεση των ΗΠΑ.
Υπάρχει όμως και μια άλλη όψη την οποία σημειώνει ο Economist: «Μπορεί επίσης να υποδηλώνει ότι το Ισραήλ προετοιμάζει το έδαφος για ένα επόμενο, πολύ πιο καταστροφικό χτύπημα. Το κλειδί για την κατανόηση της απόφασης του Ισραήλ είναι το αμερικανικό πολιτικό ημερολόγιο. Με τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές να απέχουν μόλις δέκα ημέρες, το Ισραήλ είχε την επιλογή να προβεί σε αντίποινα εναντίον στρατιωτικών στόχων, με τη σιωπηρή ευλογία της Αμερικής, ή να αψηφήσει τις ρητές προειδοποιήσεις του προέδρου Τζο Μπάιντεν να μην επιτεθεί σε πυρηνικές ή ενεργειακές εγκαταστάσεις την παραμονή της ψηφοφορίας».
Τι θα συνέβαινε όμως αν το Ισραήλ πήγαινε κόντρα στην Ουάσινγκτον; Σύμφωνα με τους αναλυτές, μια ακόμη πιο επιθετική επιλογή θα έθετε σε κίνδυνο τη μελλοντική συνεργασία με μια κυβέρνηση των Δημοκραικών, σε περίπτωση που η Κάμαλα Χάρις κερδίσει στις 5 Νοεμβρίου τις αμερικανικές εκλογές. Σε αντίθετη περίπτωση, αν ο Ντόναλντ Τραμπ εκλεγεί εκ νέου πρόεδρος των ΗΠΑ, τα πράγματα αλλάζουν. Διότι ο Τραμπ έχει ήδη εκφράσει την υποστήριξή του για ένα ισραηλινό χτύπημα στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Αν συμβεί αυτό, «τότε υπάρχει πάντα η ευκαιρία για μελλοντικά χτυπήματα» υπογραμμίζει ο Economist.
Τέλος η αεράμυνα του Ιράν;
«Πόσο αποτελεσματικά ήταν τα ισραηλινά πλήγματα», συνεχίζει την εξέταση η βρετανική επιθεώρηση; «Μέχρι στιγμής υπάρχουν πολύ λίγα στοιχεία για να είμαστε σίγουροι» σημειώνει και παραθέτει τις εκτιμήσεις που υπάρχουν. Ισραηλινοί αξιωματικοί ισχυρίζονται ότι κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος των προηγμένων δυνατοτήτων αεράμυνας του Ιράν και ότι, ως εκ τούτου, η αεροπορία τους μπορεί να επιχειρεί ελεύθερα στον ιρανικό εναέριο χώρο. Αν αληθεύει αυτό, σημαίνει ότι ένα μελλοντικό ισραηλινό χτύπημα θα μπορούσε να είναι πολύ πιο εκτεταμένο. Σύμφωνα με ισραηλινές πηγές ασφαλείας που μίλησαν στον Economist, οι περισσότεροι στόχοι αυτή τη φορά χτυπήθηκαν από βαλλιστικούς πυραύλους (ALBM) που εκτοξεύτηκαν από αεροσκάφη πολύ έξω από το βεληνεκές της άμυνας του Ιράν.
Το απόθεμα ALBM του Ισραήλ είναι περιορισμένο. Αυτό σημαίνει ότι μια πιο εντατική εκστρατεία αεροπορικών επιδρομών εναντίον του Ιράν θα απαιτούσε μεγάλο αριθμό αεροσκαφών που θα χρησιμοποιούσαν πυρομαχικά μικρότερης εμβέλειας. Ετσι, αν οι ισχυρισμοί του Ισραήλ σχετικά ότι το χτύπημα της 26ης Οκτωβρίου κατέστρεψε σχεδόν το σύνολο της αεράμυνας του Ιράν, ένα χτύπημα με ισραηλινά που θα πλησιάσουν αυτή τη φορά πιο κοντά, καθίσταται πλέον εφικτό. Σε κάθε περίπτωση, το Ιράν θα χρειαστεί πολλούς μήνες για να ανακατασκευάσει την αεράμυνά του, καθώς, εκτός των άλλων, οι ρώσοι προμηθευτές του χρειάζονται τα δικά τους συστήματα για τον πόλεμό στην Ουκρανία.
Από την πλευρά του, το Ιράν εξακολουθεί σύμφωνα με τον Economist να διαθέτει μεγάλο αριθμό πυραύλων και μη επανδρωμένων αεροσκαφών και θα μπορούσε να πραγματοποιήσει ένα τρίτο χτύπημα στο Ισραήλ. «Αλλά είναι απίθανο να προχωρήσει άμεσα σε μια τέτοια κίνηση. Θα διέτρεχε τον κίνδυνο να προκαλέσει μια πολύ πιο επιζήμια απάντηση από το Ισραήλ. Επίσης, οι ηγέτες του Ιράν παρακολουθούν κι αυτοί προσεκτικά τις αμερικανικές εκλογές» τονίζει το βρετανικό περιοδικό.
Το δίλημμα της Τεχεράνης
Σε αυτή τη φάση, η βασική ανησυχία για τον ανώτατο ηγέτη του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, είναι η σταθερότητα του καθεστώτος του. Οποιαδήποτε από τις δύο επιλογές —να επιτεθεί εκ νέου στο Ισραήλ ή να δείξει αυτοσυγκράτηση— ενέχει κινδύνους, σύμφωνα με τους αναλυτές. Για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, τη δεκαετία του 1980, οι κάτοικοι της Τεχεράνης είδαν στις 26 Οκτωβρίου την πόλη τους να δέχεται στρατιωτική επίθεση. Η μη αντίδραση θα ερμηνευόταν ως σημάδι αδυναμίας του καθεστώτος των μουλάδων. Από την άλλη πλευρά, τα αντίποινα θα μπορούσαν να προκαλέσουν καταστροφικές συνέπειες ιδίως αν το Ισραήλ έχει εξουδετερώσει μια από τις πιο σημαντικές άμυνες του Ιράν: τις συστοιχίες s-300.
Επίσης, το Τελ Αβίβ έχει ήδη μειώσει σημαντικά την προστασία που προσφέρει το πυραυλικό οπλοστάσιο που προμήθευσε το Ιράν στη Χεζμπολάχ, τη σιιτική πολιτοφυλακή του Λιβάνου: οι περισσότεροι από τους ιρανικούς πυραύλους ακριβείας έχουν καταστραφεί στις πρόσφατες ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές στο Λίβανο. Προς το παρόν, συνεχίζει ο Economist, το Ιράν προσπαθεί να υποβαθμίσει το ισραηλινό χτύπημα. Tο ημιεπίσημο πρακτορείο ειδήσεών Tasnim χαρακτήρισε τους ισχυρισμούς του Ισραήλ «απολύτως ψευδείς» και ανέφερε ότι προκλήθηκαν μόνο «περιορισμένες ζημιές».
Σε αυτή τη φάση, η Τεχεράνη είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα περιμένει προτού αποφασίσει αν και πώς θα απαντήσει. Ενώ και στο Ισραήλ υπάρχουν εσωτερικές πολιτικές επιπτώσεις για τον Νετανιάχου. Αφότου καλλιέργησε υψηλές προσδοκίες για το χτύπημα στο Ιράν, οι πολιτικοί αντίπαλοι του ισραηλινού πρωθυπουργού τον κατηγορούν ότι ήδη έχασε μια σημαντική ευκαιρία:
—Ο πρώην Πρωθυπουργός του Ισραήλ Ναφτάλι Μπένετ, που πιέζει πολιτικά τον Νετανιάχου από τα δεξιά, ζήτησε ένα αποφασιστικό χτύπημα για την καταστροφή των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν.
—Ο Γιαΐρ Λαπίντ, ο κεντρώος ηγέτης της αντιπολίτευσης, δήλωσε ότι «η απόφαση να μην επιτεθούμε σε στρατηγικούς και οικονομικούς στόχους ήταν λανθασμένη».
Ο Economist σημειώνει ότι «αυτή τη φορά ο Νετανιάχου επέλεξε τη στρατηγική υπομονή, τουλάχιστον προς το παρόν. Αλλά αν είναι διατεθειμένος να πληρώσει ένα πολιτικό τίμημα για την επιλογή μιας πιο μετρημένης πορείας δράσης κατά του Ιράν, αυτό σχεδόν σίγουρα σημαίνει ότι στα άλλα πολεμικά μέτωπα του Ισραήλ —στη Γάζα και τον Λίβανο— θα είναι λιγότερο δεκτικός στις πιέσεις για κατάπαυση του πυρός. Προσθέστε σε αυτό την πίεση από τους ακροδεξιούς συμμάχους του, οι οποίοι έχουν τη δύναμη να ανατρέψουν την κυβέρνησή του στην Κνέσετ —το ισραηλινό κοινοβούλιο— και τότε κάθε είδους παύση στους άλλους πολέμους του Ισραήλ μοιάζει λιγότερο πιθανή».
Κάνοντας ταμείο, τα βασικά συμπεράσματα είναι ότι ο Νετανιάχου πάτησε εν μέρει φρένο λαμβάνοντας υπόψη την πίεση που δέχθηκε από τις ΗΠΑ. Θα έλεγε κανείς ότι δεν υπήρχαν απεριόριστα περιθώρια να την αγνοήσει αυτή τη φορά, με δεδομένο ο Ισραήλ έχει επανειλημμένα κλιμακώσει τις επιθέσεις στη Γάζα και στον Λίβανο αψηφώντας με΄σα στη φετινή χρονιά τις προτροπές της κυβέρνησης Μπάιντεν. «Αυτή τη φορά ενήργησε σε πλήρη συντονισμό με την Ουάσινγκτον, αποφεύγοντας μέχρι στιγμής μια κίνηση που θα μπορούσε να προκαλέσει τόσο μια περιφερειακή ανάφλεξη όσο και παγκόσμια αύξηση των τιμών της ενέργειας» συνοψίζει ο Economist και προσθέτει με νόημα: «Ωστόσο, ο κίνδυνος είναι ότι αυτή η επίθεση ήταν μόνο το προοίμιο μιας πιο σοβαρής επίθεσης»…