Μια βαθύτερη αλλαγή που αφορά τις προτεραιότητες των πολιτών καθώς κλείνουμε μισό αιώνα Μεταπολίτευσης, ίσως να εξηγεί τις δημοσκοπήσεις | Creative Protagon
Θέματα

Κι αν η φύση δεν απεχθάνεται το (πολιτικό) κενό;

Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν τη μεγάλη απόσταση ανάμεσα στο πρώτο κόμμα (ΝΔ), το δεύτερο που υποχωρεί διαρκώς (ΣΥΡΙΖΑ) και το τρίτο που ενισχύεται ελαφρώς (ΠΑΣΟΚ) αλλά βαριοπατώντας και χωρίς δυναμική - Μήπως με την ανάλυση σε μικρο-επίπεδο, χάνουμε το «δάσος»; Το τι θέλουν και κυρίως το τι δεν θέλουν οι πολίτες;
Protagon Team

Είθισται στη δημοσιογραφία να επαναλαμβάνουμε το δόγμα «η φύση απεχθάνεται το κενό» προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε και να προβλέψουμε τις πολιτικές εξελίξεις. Το δόγμα στην παρούσα συγκυρία οδηγεί στη βεβαιότητα ότι το αντιπολιτευτικό κενό που παρήγαγαν οι εκλογές του Ιουνίου (η απόσταση 22,73% ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο κόμμα) θα πληρωθεί.

Παρότι, λοιπόν, είμαστε βέβαιοι ότι κάποια στιγμή η ψαλίδα θα κλείσει, το δεύτερο κόμμα θα πλησιάσει το πρώτο και θα υπάρξει εναλλαγή στην εξουσία (ευτυχώς, έτσι συμβαίνει στη Δημοκρατία), παρατηρείται εύλογη αμηχανία μεταξύ των αναλυτών σε ό,τι αφορά την αποκωδικοποίηση της αντοχής του «κενού». Μιλάμε πάντα για την απουσία διεκδικητή της εξουσίας, η οποία προκύπτει από την απόσταση ανάμεσα στο πρώτο κόμμα (ΝΔ), το δεύτερο που υποχωρεί διαρκώς (ΣΥΡΙΖΑ) και το τρίτο που ενισχύεται ελαφρώς (ΠΑΣΟΚ) αλλά χωρίς δυναμική.

Η ανάλυση σε μικρο-επίπεδο καταγράφει τα ποσοστά των κομμάτων. Στην τελευταία δημοσκόπηση της MRB, στην πρόθεση ψήφου με αναγωγή επί του συνόλου, η ΝΔ συγκεντρώνει 38%, ο ΣΥΡΙΖΑ 15,2% και το ΠΑΣΟΚ 13,9%.

Δημοσκόπηση της MRB για το OPEN, 2 Νοεμβρίου 2023

Η παραπάνω κάρτα αποτελεί μια ακτινογραφία. Ωστόσο η ανάλυση των ποσοστών δεν προσφέρει προς το παρόν απαντήσεις σε βασικά ερωτήματα:

-Γιατί η απόσταση ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο κόμμα παραμένει απαγορευτική για την διεκδίκηση της εξουσίας, παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ εξέλεξε νέο αρχηγό;

-Γιατί η δυσαρέσκεια των πολιτών για όσα συνέβησαν τους προηγούμενους μήνες (σε Νέα Αγχίαλο, Νέα Φιλαδέλφεια, λιμάνι Πειραιά, Δαδιά και Θεσσαλία) αποτυπώνεται μεν στα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων αλλά όχι στην πρόθεση ψήφου;

-Γιατί το «μήνυμα» προς την κυβέρνηση από τον β’ γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών δεν καταγράφηκε ως φθορά της ΝΔ στην πρόθεση ψήφου των δημοσκοπήσεων;

Εφόσον η ανάλυση των μετρήσεων δεν προσφέρει επαρκείς απαντήσεις, η προσέγγιση του ερωτήματος για το τι θέλουν και τι λένε οι πολίτες, περνάει στη σφαίρα των πολιτικών εκτιμήσεων και της διατύπωσης επιπλέον ερωτημάτων.

Οι πολιτικοί αναλυτές εξηγούν ότι η επιλογή στην κάλπη των εθνικών εκλογών είναι διαφορετική από την επιλογή στις αυτοδιοικητικές εκλογές, τις Ευρωεκλογές και φυσικά από τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων.

Στην τελευταία εθνική κάλπη, παρά την κριτική που ασκήθηκε για τα λάθη της κυβέρνησης (την οποία αποτύπωναν οι δημοσκοπήσεις στα ποιοτικά στοιχεία), οι πολίτες υπερψήφισαν την ΝΔ που προέταξε το σύνθημα «σταθερότητα».

Εδώ τίθενται δύο ερωτήματα:

—Μήπως το συλλογικό τραύμα της προηγούμενης δεκαετίας, όταν τα δεδομένα δεκαετιών ανατράπηκαν και οι πολίτες ένιωσαν το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια τους, είναι πιο βαθύ από όσο εκτιμούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης; Μήπως επηρεάζει την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών με τρόπο πιο καθοριστικό από ό,τι αντιλαμβάνονται;

—Ενα ακόμη ερώτημα είναι αν οι πολίτες νοιάζονται πραγματικά για τη συνέχιση της παραδοσιακής αντιπαράθεσης κυβέρνησης – αντιπολίτευσης με την τελευταία να δίνει παραδοσιακά υποσχέσεις. Για παράδειγμα, με φράσεις όπως «ο φόρος τους θα είναι ΜΗΔΕΝ», όπως ανέφερε στο X o πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ για κάποιους ελεύθερους επαγγελματίες. Μήπως η επανάληψη αυτού του σκηνικού είναι πλέον ανεπιθύμητη; Πρόκειται φυσικά για την πεπατημένη που οδήγησε στην κρίση του 2009 και στη συνέχεια τροφοδότησε την παράτασή της σε βάθος δεκαετίας και τριών μνημονίων.

Τα παραπάνω ερωτήματα και οι εκτιμήσεις δεν βασίζονται προφανώς στο αφελές αφήγημα που υπονοεί ότι η παρούσα κυβέρνηση είναι τόσο καλή που η κάθε κριτική για τα λάθη της καταντάει μετά από λίγο μια λεπτομέρεια. Από πουθενά δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Είναι προφανές ότι οι πολίτες κρίνουν αυστηρά την κυβέρνηση, αγανακτούν με τις αβελτηρίες του κράτους και της δημόσιας διοίκησης και δεν ανέχονται την αλαζονεία. Το καταγράφουν όλες οι μετρήσεις.

Επομένως, αυτό που δεν μας λέει η ανάλυση των δημοσκοπικών ποσοστών είναι το ενδεχόμενο να επιδρά στην τελική απόφαση των πολιτών για την διακυβέρνηση μια βαθύτερη ανάγκη. Η οποία συνδέεται με την προτεραιότητα των πολιτών για ατομική προκοπή (που μπορεί να συμβεί μόνο αν δεν φύγει ξανά το έδαφος κάτω από τα πόδια τους), παρά για τη γρήγορη αποκατάσταση του γνώριμου σκηνικού αντιπαράθεσης κυβέρνησης – αντιπολίτευσης.

Αν όντως συμβαίνει κάτι τέτοιο, δεν σημαίνει προφανώς ότι η φύση έπαψε ξαφνικά να απεχθάνεται το κενό. Η παράταση όμως του «κενού» μπορεί να σημαίνει ότι ένα μέρος του πολιτικού προσωπικού, εστιάζοντας στις δημοσκοπικές μονάδες και την δεύτερη ή τρίτη θέση, χάνει το «δάσος»: το τι ιεραρχούν ως σημαντικό για τη ζωή τους οι πολίτες μετά από μια μεγάλη δοκιμασία. Και ότι στη συγκεκριμένη τη φάση, αυτό που θέλουν μπορεί να μην είναι οι παραδοσιακοί πολιτικοί καβγάδες της Μεταπολίτευσης. Ακόμη περισσότερο: ότι μπορεί να τους προκαλούν ανασφάλεια.